Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν «πυρ και μανία» κατά της Δύσης στις 9 Μαΐου, κατά την ομιλία του για την «Ημέρα της Νίκης» των σοβιετικών έναντι της ναζιστικής Γερμανίας.

Ανυποχώρητος παρά την απουσία προόδου στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας, ο Ρώσος πρόεδρος επέμεινε στο γνωστό τροπάρι της δαιμονοποίησης των δυτικών, υποστηρίζοντας ότι η χώρα του δίνει έναν «ιερό» αγώνα για την επιβίωσή της. Ο Πούτιν αυτήν τη φορά μίλησε για «πόλεμο» (το έχει ξανακάνει) και όχι απλώς για μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Καλωσόρισε τους ηγέτες πρώην σοβιετικών δημοκρατιών που είχαν ταξιδέψει στη Μόσχα για την περίσταση και – επεκτείνοντας το βλέμμα του προς ανατολάς με στόχο προφανώς να καλοπιάσει την Κίνα – κατήγγειλε τον «ιαπωνικό μιλιταρισμό» μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτερης εργαλειοποίησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Την ίδια ώρα ωστόσο, και σε αντίθεση με τους υψηλούς τόνους της ομιλίας του Πούτιν, η στρατιωτική παρέλαση της 9ης Μαΐου στη Μόσχα ήταν φέτος περισσότερο «φτωχή» από ό,τι στο παρελθόν. Οι παρελαύνοντες ήταν φέτος λιγότεροι από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Τα παρελαύνοντα οπλικά συστήματα ήταν και εκείνα λιγότερα, ενώ απόντα ήταν και τα ρωσικά αεροσκάφη που δεν πέταξαν φέτος στον μοσχοβίτικο ουρανό.

«Η υποτονική παρέλαση στη Μόσχα για την Ημέρα της Νίκης μπορεί να αντανακλά τις στρατιωτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ρωσία στην Ουκρανία», γράφει ο Ivan Nechepurenko στους New York Times.

«Η υποβαθμισμένη παρέλαση φάνηκε να αντικατοπτρίζει τον αγώνα που δίνει η Ρωσία προκειμένου να εξοπλίσει τα στρατεύματά της που πολεμούν στην Ουκρανία, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία το Κίεβο προετοιμάζεται για μια αναμενόμενη αντεπίθεση», σημειώνει ο ανταποκριτής των Τάιμς της Νέας Υόρκης και συνεχίζει: «Μπορεί, επίσης, (σ.σ. αυτή η φέτος “λειψή” στρατιωτική παρέλαση) να προέκυψε ως απάντηση στην κριτική ορισμένων ακτιβιστών και μπλόγκερ, οι οποίοι αμφισβήτησαν την αναγκαιότητα μιας μεγάλης κλίμακας συμβολικής επίδειξης στρατιωτικού εξοπλισμού σε μια περίοδο κατά την οποία πολλά ρωσικά στρατιωτικά τμήματα δεν διαθέτουν τα όπλα και τις προμήθειες που απαιτούνται».

Έπειτα από σχεδόν 15 μήνες πολέμου, οι Ρώσοι ακόμη πολεμούν για τον έλεγχο του Μπαχμούτ, αντιμετωπίζοντας μάλιστα ελλείψεις σε πυρομαχικά και προβλήματα εφοδιασμού εάν δεχθούμε ως αληθή όσα καταγγέλλει on camera ένας Ρώσος: ο Γεβγκένι Πριγκόζιν της Wagner. Οι Ουκρανοί, από την άλλη πλευρά, ακόμη «ζεσταίνουν μηχανές» με στόχο να προχωρήσουν σε εκείνη την πολυθρύλητη αντεπίθεση για την οποία έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά στον διεθνή Τύπο τους περασμένους μήνες.

«Και οι δύο στρατοί (σ.σ. ο ουκρανικός και ο ρωσικός) διαθέτουν άρματα μάχης, πυροβολικό και δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες έτοιμους να πολεμήσουν στα πεδία της Ουκρανίας στο πλαίσιο μιας πολυαναμενόμενης ουκρανικής αντεπίθεσης. Ωστόσο, ένα πράγμα διαχωρίζει τις δύο πλευρές: ο χρόνος», γράφουν οι Paul Sonne και Andrew E. Kramer στους NYTimes.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Sonne και Kramer, «η Ουκρανία δέχεται τεράστιες βραχυπρόθεσμες πιέσεις από τους δυτικούς υποστηρικτές της, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους αντιμετωπίζουν την (σ.σ. επερχόμενη ουκρανική) αντεπίθεση ως κρίσιμο τεστ που θα κρίνει εάν τα όπλα, η εκπαίδευση και τα πυρομαχικά που έχουν δοθεί στην Ουκρανία τους τελευταίους μήνες μπορούν να μεταφραστούν σε σημαντικά κέρδη».

Εάν οι Ουκρανοί δεν ανταποκριθούν – από άποψη στρατιωτικών επιτυχιών το προσεχές διάστημα – στις προσδοκίες όσων τους έχουν στηρίξει, τότε κινδυνεύουν να δουν στο μέλλον το δυτικό μέτωπο των υποστηρικτών της Ουκρανίας να διαβρώνεται.

Κορυφαίοι αξιωματούχοι πίσω στο Κιέβο γνωρίζουν ότι η νίκη μπορεί τελικά να κριθεί στο πεδίο της… βούλησης, από τη συνολική ισχύ (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική, βιομηχανική) που θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν/κινητοποιήσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές αλλά και από τη διάρκεια αυτής της συγκέντρωσης ισχύος, στο πλαίσιο μιας σύγκρουσης που θα μπορούσε να διαρκέσει χρόνια.

Αναλύοντας τα στοιχεία πολεμικών συγκρούσεων που έχουν σημειωθεί από το 1946 και έπειτα, το αμερικανικό Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies – CSIS) υποστηρίζει ότι όσες συγκρούσεις δεν ολοκληρώνονται μέσα σε περίπου έναν χρόνο, τείνουν να διαρκούν περισσότερο από μια δεκαετία κατά μέσο όρο.

«Ως αποτέλεσμα, υπάρχει η αίσθηση στην Ουκρανία ότι η πολεμική της προσπάθεια βρίσκεται πια αντιμέτωπη με ένα ρολόι το οποίο μετράει αντίστροφα», γράφουν οι  οι Paul Sonne και Andrew E. Kramer στους New York Times, υπογραμμίζοντας ότι «η Ουκρανία πιέζεται πια να σημειώσει επιτυχίες στα πεδία των μαχών».

Ο ίδιος ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας, Ολέξι Ρεζνίκοφ, θα χαρακτήριζε μάλιστα προ ημερών, από το Κίεβο,«υπερεκτιμημένες» τις προσδοκίες των φίλων της Ουκρανίας αναφορικά με το εύρος των επιτυχιών της επερχόμενης ουκρανικής αντεπίθεσης. «Σε χώρες που είναι οι εταίροι μας και φίλοι μας, η προσδοκία της αντεπίθεσης έχει υπερεκτιμηθεί, θα έλεγα. Αυτή είναι η κύρια ανησυχία μου», δήλωσε ο Ρεζνίκοφ.

Ο χρόνος πιέζει τους Ουκρανούς κι αυτό είναι πια σαφές. Το 2024 έχουμε προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και η νέα (ενδεχομένως Ρεπουμπλικανική) διοίκηση που θα προκύψει μέσα από αυτές τις κάλπες μπορεί να είναι λιγότερο υποστηρικτική προς το Κίεβο, προειδοποιούν οι συντάκτες των NYTimes.

Στη Ρωσία, ο Πούτιν αντιμετωπίζει, βέβαια, και εκείνος μια σειρά από δικές του προκλήσεις (οικονομικές, στρατιωτικές, εφοδιαστικές κ.ά.), πλην όμως η εικόνα που υπάρχει, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι ότι η Μόσχα ετοιμάζεται για μια δυνητικά μακροχρόνια σύγκρουση στην Ουκρανία την οποία αντιμετωπίζει άλλωστε ως κορυφαία προτεραιότητα της σε αντίθεση με τους Δυτικούς οι οποίοι έχουν, από την πλευρά τους, και άλλες ανησυχίες (βλ. Κίνα). Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, Πούτιν και Σοϊγκού ετοιμάζονται να προχωρήσουν σε νέους γύρους επιστράτευσης, όπως λέγεται.

«Το Κρεμλίνο και ο Πούτιν θεωρούν ότι έχουν τον χρόνο με το μέρος τους. Εκτιμούν ότι η Ρωσία είναι περισσότερο ανθεκτική από τη Δύση», αναφέρει ο Thomas E. Graham του Council on Foreign Relations, ο οποίος είχε περάσει και από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλεις των ΗΠΑ ως διευθυντής για τη Ρωσία την περίοδο 2004 – 2007. «Η ελπίδα της Ρωσίας είναι ότι η δυτική στρατιωτική στήριξη (σ.σ. προς την Ουκρανία) θα αρχίσει να χάνεται μετά το καλοκαίρι», εκτιμά από την πλευρά του ο Michael Kofman, διευθυντής ρωσικών μελετών στο ερευνητικό ινστιτούτο CNA στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ.

Όσο για τον ίδιο τον Πούτιν, εκείνος δεν φαίνεται προς το παρόν να έχει κίνητρο να δώσει τέλος σε αυτόν τον πόλεμο, καθώς η εξουσία του δεν κινδυνεύει από αυτήν τη σύγκρουση, όπως εκτιμά η – προερχόμενη από τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών – Andrea Kendall Taylor του Center for a New American Security (CNAS).

Για να κηρύξει τη λήξη της ρωσικής «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», ο Πούτιν θα πρέπει να έχει στα χέρια του κάτι το οποίο θα μπορεί να παρουσιάσει ως νίκη πίσω στη πατρίδα.

Τι θα μπορούσε, άραγε, να τον αναγκάσει να κάνει πίσω; Σύμφωνα με μερίδα αναλυτών, τα σχέδια του Ρώσου προέδρου θα μπορούσαν να αλλάξουν εάν εκείνος κινδυνεύσει να χάσει την Κριμαία. Σε μια τέτοια περίπτωση ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς και το ενδεχόμενο ενός ρωσικού χτυπήματος με τακτικά πυρηνικά…