Οι αμυντικές δαπάνες γιγαντώθηκαν διεθνώς τα τελευταία χρόνια, σε σύμπλευση με την όξυνση των ανταγωνισμών.

Από την Ουκρανία ως τη Γάζα και από το Ναγκόρνο Καραμπάχ ως τη νότια σινική θάλασσα, η σκληρή ισχύς επέστρεψε στο προσκήνιο δίνοντας τον ρυθμό, με το διεθνές ενδιαφέρον να στρέφεται σε πολεμικές τακτικές και οπλικά συστήματα.

Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος Ρωσίας-ΝΑΤΟ στην Ευρώπη; Πόσο πιθανό είναι να δούμε μια σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας γύρω από την Ταϊβάν; Θα εξαπλωθεί η πληγή της Γάζας αποκτώντας χαρακτηριστικά περιφερειακής σύγκρουσης; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που κυριαρχούν πια, ως ανησυχίες, στη διεθνή ατζέντα, με τις «ευλογίες» βέβαια των πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών που δεν παραλείπουν, από την πλευρά τους, να στέλνουν δυσοίωνα προειδοποιητικά μηνύματα.

Ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους υποστήριξε πρόσφατα, για παράδειγμα, ότι η χώρα του πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο ως το 2029 αλλά και, στο ίδιο πνεύμα, ότι η πλευρά Πούτιν θα μπορούσε να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ μέσα στα επόμενα πέντε με οχτώ χρόνια.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν από τη δική του μεριά, έχει πει κι εκείνος πολλά: ότι συνολικά η Ευρώπη πρέπει να είναι έτοιμη για πόλεμο εάν θέλει την ειρήνη, ότι η Γαλλία έχει εισέλθει σε οικονομία πολέμου, ότι δυτικοί/νατοϊκοί στρατιώτες θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εντός των ουκρανικών συνόρων κ.ά…

Το πολεμικό θερμόμετρο έχει, λοιπόν, ανέβει διεθνώς τα τελευταία χρόνια συμπαρασύροντας τις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά στο φόντο υπάρχουν κενά που παραμένουν… καθώς οι χώρες ψάχνουν τους στρατιώτες με το τουφέκι.

Την ώρα που όλα ανέβαιναν το 2023, οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr) είδαν τους στρατιώτες τους να μειώνονται κατά περίπου 1.500.

Το Ηνωμένο Βασίλειο είδε κι εκείνο, την ίδια χρονιά (2023), όσους φεύγουν από τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις να ξεπερνούν όσους εντάχθηκαν σε αυτές κατά 5.800, με την υποσημείωση ότι η Βρετανία έχει να πιάσει τους στόχους στρατολόγησης… από το 2010, όπως αναφέρει ο ιστοχώρος Euronews επικαλούμενος το UK Defence Journal.

Tην «αυξανόμενη κρίση στην στρατολόγηση» (growing military recruitment crisis) υπογραμμίζει από την πλευρά της και η βρετανική Telegraph (καθώς ο στόχος της προσέλκυσης 8.220 νέων στρατιωτών το 2023 έφερε τελικώς μόνον 5.560 νεοσύλλεκτους, όπερ σημαίνει ότι υπήρξε ένα κενό 2.660 θέσεων), η οποία όμως αναφέρει και κάτι άλλο ενδιαφέρον: ότι «τρεις στους δέκα στρατιώτες δεν είναι σε θέση να πάρουν μέρος σε μάχες για λόγους υγείας». Μάλιστα σύμφωνα με την Telegraph, «η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού δεν επέτρεψε στη Βρετανία να αναπτύξει αεροπλανοφόρα εναντίον των ανταρτών Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα».

Σύμφωνα με το Euronews, «οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών χωρών να ενισχύσουν τους στρατούς τους απέναντι στην αυξημένη ρωσική απειλή έρχονται σε σύγκρουση με την απροθυμία των νεαρών Ευρωπαίων να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις».

Το δημογραφικό, οι μη-ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές και η αλλαγή νοοτροπίας αναφέρονται ως λόγοι που θα μπορούσαν σε εξηγήσουν σε έναν βαθμό αυτήν την απροθυμία εκ μέρους των νεότερων σε ηλικία Ευρωπαίων.

Παρόμοια προβλήματα παρατηρούνται ωστόσο και σε άλλες χώρες, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Νότιας Κορέας (βλ. δημογραφικό).

«Οι ένοπλες δυνάμεις της Ιαπωνίας δεν πετυχαίνουν τους στόχους στρατολόγησης που θέτουν. Ακόμη και η Κίνα, η οποία έχει τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο – με περίπου 2 εκατομμύρια ενεργό προσωπικό – δυσκολεύεται να στρατολογήσει τους ειδικευμένους αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρειάζεται ως χειριστές για τα ολοένα πιο προηγμένα όπλα της, ενώ παράλληλα εκτυλίσσεται και μια συζήτηση μεταξύ των αμυντικών αναλυτών σχετικά με το εάν η Κίνα έχει όντως το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζεται για να ξεκινήσει μια εισβολή στην Ταϊβάν», γράφει ο Τζόσουα Κίτινγκ στον ιστοχώρο VOX.

Προβλήματα στρατολόγησης αντιμετωπίζουν, όμως, και οι ΗΠΑ. «Ο στρατός των ΗΠΑ μειώνει το μέγεθος της δύναμής του κατά περίπου 24.000 θέσεις, ή σχεδόν 5%, και αναδιαρθρώνεται καθώς παλεύει με ελλείψεις στρατολόγησης που καθιστούσαν αδύνατη την προσέλκυση αρκετών στρατιωτών για να καλύψουν όλες τις εργασίες», έγραφε προ μηνών το Associated Press.

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, «η πραγματικότητα είναι ότι εδώ και χρόνια ο στρατός των ΗΠΑ δεν μπορεί να καλύψει χιλιάδες κενές θέσεις». Το AP αναφέρει ενδεικτικά: «Ο στρατός (σ.σ. των ΗΠΑ) όπως είναι σήμερα δομημένος μπορεί να έχει έως και 494.000 στρατιώτες, ωστόσο ο συνολικός αριθμός των εν ενεργεία στρατιωτών αυτήν τη στιγμή είναι περίπου 445.000. Το τελευταίο οικονομικό έτος, το οποίο έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου (σ.σ. του 2023), ο στρατός προσέλκυσε λίγο περισσότερους από 50.000 νεοσύλλεκτους, κι όχι 65.000 όπως ήταν ο στόχος».

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ελλείψεων, οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες αναζητούν πια πιθανές λύσεις. Ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές; Η αύξηση των οικονομικών απολαβών για τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων – Η επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας (όπου δεν υπάρχει) – Η χρονική επέκταση της υποχρεωτικής θητείας, όπου υπάρχει (στη Νότια Κορέα επί παραδείγματι η θητεία διαρκεί 18 μήνες) – Η στρατολόγηση ξένων υπηκόων (κάτι που εξετάζεται από την Αυστραλία) – Η στρατολόγηση γυναικών προκειμένου να καλύψουν θέσεις μαχίμων (Ισραήλ, Φινλανδία, Νορβηγία, Δανία κ.ά.)…