“Vegan” η πολιτική της ΕΕ έναντι της Τουρκίας – Μενού από συναλλακτικά «καρότα» στον δρόμο προς Σύνοδο και διερευνητικές
Η επονομαζόμενη στρατηγική του Ελσίνκι – όπως εκείνη προέκυψε μέσα από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που είχε πραγματοποιηθεί στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας τον Δεκέμβριο του 1999, επί πρωθυπουργίας Σημίτη – αποτελεί πια εκ των πραγμάτων… παρελθόν. Η στρατηγική που ήθελε την Άγκυρα να «εξευμενίζεται» και τα ελληνοτουρκικά να διευθετούνται στον δρόμο προς μια τουρκική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε τη στιγμή που η Άγκυρα εισήλθε σε τροχιά κλιμακούμενης «εξαγρίωσης», γυρνώντας την πλάτη στις ευρωπαϊκές αξίες, απορρίπτοντας τα κριτήρια της Κοπεγχάγης (για «συνεχιζόμενη και άκρως ανησυχητική οπισθοδρόμηση όσον αφορά το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα» στην Τουρκία έκανε λόγο το Συμβούλιο της ΕΕ) και παραβιάζοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα ευρωπαϊκών κρατών.
Ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας πια – επί της ουσίας – δεν υφίστανται. Έχουν παγώσει εδώ και χρόνια, με τους Ευρωπαίους ηγέτες να παραδέχονται δημόσια ο ένας μετά τον άλλον (Εμ. Μακρόν, Α. Μέρκελ, Σ. Κούρτς, Ζ. Γκάμπριελ, Μ. Βέμπερ) – άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο κατηγορηματικά – ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει μέλος της Ένωσης… «όσο στην εξουσία βρίσκεται ο Ερντογάν». Το δέλεαρ, λοιπόν, του εξευμενισμού για της εντάξεως, το «καρότο» κοινώς, πάει χάθηκε… ή μήπως όχι;
Το «Ελσίνκι» πέθανε… να ζήσει το «Ελσίνκι»
Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία μπορεί να μην συνεχίζονται… πλην όμως οι διαπραγματεύσεις γενικώς αλλά και ειδικώς συνεχίζονται, απαλλαγμένες πια από τον επιθετικό προσδιορισμό «ενταξιακές». Το διαπραγματευτικό δέλεαρ των τουρκικών δεσμών με την ΕΕ παραμένει βρίσκοντας πια έκφραση «σε βασικούς τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως η μετανάστευση, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η οικονομία και το εμπόριο», με την Άγκυρα από τη μία πλευρά να προτάσσει εκβιαστικά τα δικά της αιτήματα και την ΕΕ από την άλλη… απλώς να προσπαθεί να αποφύγει τα χειρότερα.
«Εάν η εξωτερική πολιτική της ΕΕ είναι τώρα vegetarian, τότε η γερμανική εξωτερική πολιτική είναι vegan», δήλωσε ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε προ ημερών ο Economist στην Αθήνα.
Οι φίλοι της Τουρκίας στην ΕΕ και η «vegan» Γερμανία
Το ότι η ΕΕ προσπαθεί πάρα πολύ να μην κλιμακώσει (αποφεύγοντας την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων) απέναντι σε μια Τουρκία που αντιθέτως κλιμακώνει και εκβιάζει (επιχειρώντας να επιβάλει εκβιασμούς και τετελεσμένα) είναι πια σαφές… στον δρόμο προς την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής που ήταν μεν να διεξαχθεί στις 24-25 Σεπτεμβρίου αλλά πλέον μεταφέρεται – λόγω κορωνοϊού – για το διήμερο 1-2 Οκτωβρίου… και βλέπουμε (εάν θα υπάρξει νέα αναβολή). Να σημειωθεί πάντως ότι το επόμενο μη-έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι κανονικά προγραμματισμένο για τα μέσα Οκτωβρίου (15-16).
Το ότι πολλοί Ευρωπαίοι επιλέγουν ακόμη και σήμερα, έπειτα από όσα έχουν συμβεί στον Έβρο και στην κυπριακή ΑΟΖ, να παραβλέπουν ή να υποβαθμίζουν τις τουρκικές προκλήσεις είναι επίσης σαφές.
Μιλώντας στην Καθημερινή Κύπρου πίσω στα μέσα Σεπτεμβρίου, η Νάταλι Τότσι (ειδική σύμβουλος του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ) αποκήρυξε κάθε ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων κατά της Τουρκίας: «Βλέπω την προσέγγιση υπέρ των κυρώσεων με δυσπιστία […] Μιλώ για κυρώσεις που θα πλήξουν οικονομικά αναπόφευκτα και την ίδια την ΕΕ […] Όσον αφορά την Ιταλία και την Ισπανία, δεν μπορώ να τις δω να αγκαλιάζουν την πρόταση για ουσιαστικές κυρώσεις στην Τουρκία, καθώς παραδοσιακά η εξωτερική πολιτική τους περιέχει μια ισχυρή δόση πραγματισμού και προσεγγίζει περισσότερο τη στάση του Βερολίνου […] Μιλώντας για την Ιταλία, η στάση της απέναντι στην Τουρκία διέπεται από την αντίληψη πως η χώρα θα έχει ρόλο στην Λιβύη […] Είναι λάθος να λέμε πως επειδή η Τουρκία έχει πάρει τον δρόμο του αυταρχισμού τότε κάθε της ενέργεια στην εξωτερική πολιτική είναι λανθασμένη και παράλογη […] Έχω τις αμφιβολίες μου για τον ρόλο που μπορεί να έχει η ΕΕ ως εμπλεκόμενο μέρος […] Στη Λιβύη τα συμφέροντα ΕΕ και Τουρκίας δεν συγκρούονται […] Θεωρώ πως θα ήταν εντελώς απαράδεκτο (despicable) να παραλληλίσουμε το τι πρέπει να γίνει σε σχέση με την Λευκορωσία με το τι πρέπει να γίνει σε σχέση με την Τουρκία. Ο παραλληλισμός αυτός δεν τιμά όποιο κράτος μέλος της ΕΕ τον κάνει […].»
Όλα τα παραπάνω σαφώς και προβληματίζουν, πολύ δε περισσότερο όταν προέρχονται από το περιβάλλον των συμβούλων του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ. Όταν παραχωρούν άλλωστε συνεντεύξεις με την ιδιότητά τους, οι κατέχοντες θέσεις εντός των ευρωπαϊκών θεσμών δεν εκφράζουν απλώς προσωπικές απόψεις…
Υπό αυτήν την έννοια, μάλλον θα έπρεπε να μας προβληματίσουν και οι δηλώσεις της ετέρας συμβούλου του Ζοζέπ Μπορέλ και διευθύντριας του «German Council on Foreign Relations», Ντανιέλα Σβάρτσερ, που δήλωσε στην Καθημερινή ότι «δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα να επιβληθούν ευρείες και ισχυρές κυρώσεις κατά της Τουρκίας». Από την πρώτη «εισβολή» του σεισμογραφικού Barbaros ωστόσο εντός της κυπριακής ΑΟΖ έχουν πια περάσει επτά χρόνια. Και από την πρώτη «εισβολή» του πλωτού γεωτρύπανου Fatih… περίπου 17 μήνες κλιμακούμενης μάλιστα έντασης.
Προβληματισμό προκαλούν, βέβαια, και οι δηλώσεις του παλαιόθεν φιλικά προσκείμενου στις τουρκικές θέσεις πρώην πρωθυπουργού της Σουηδίας, Καρλ Μπιλντ, που έσπευσε να ασκήσει κριτική στην Κυπριακή Δημοκρατία επειδή τολμά να πιέζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για κυρώσεις κατά της Τουρκίας αξιοποιώντας ως μέσο πίεσης το χαρτί του βέτο.
Καθώς και του υπουργού Εξωτερικών της Λετονίας, Έντγκαρς Ρινκέβιτς, που κατηγόρησε την Κύπρο ότι θέτει σε «ομηρία» την ΕΕ όταν συνδέει τις κυρώσεις προς τη Λευκορωσία με τις κυρώσεις προς την Τουρκία.
Αλλά και του ιδίου του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, που βλέπει την ευρωπαϊκή «αξιοπιστία» να «διακυβεύεται» λόγω του κυπριακού βέτο στο μέτωπο της Λευκορωσίας αλλά όχι λόγω των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Εάν πιστέψουμε, δε, και το ρεπορτάζ της γερμανικής Frankfurter Allgemeine, τότε ήταν ο Μπορέλ μαζί με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Χάικο Μαας, που «πάτησαν φρένο» πίσω στα τέλη Αυγούστου μπλοκάροντας την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι προφανές ότι κάποιοι Ευρωπαίοι δεν αντιμετωπίζουν όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο ως θέμα Αρχής για την ΕΕ (που οφείλει να στέκεται στο πλευρό των κρατών μελών όταν εκείνα απειλούνται βάσει της ρήτρας αμοιβαίας άμυνας της Συνθήκης της Λισαβόνας) αλλά ως διμερείς διαφορές.
«Η ΕΕ επανέλαβε τις ανησυχίες της για τη συνεχιζόμενη και αρκετά ανησυχητική οπισθοδρόμηση στους τομείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, καθώς και για την υποβάθμιση της ανεξαρτησίας και της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος. Η ΕΕ εξέφρασε επίσης τη λύπη της για την αυξανόμενη πίεση που αντιμετωπίζει η κοινωνία των πολιτών και εξέφρασε τις ανησυχίες της για το ταχέως συρρικνούμενο περιθώριο δράσης της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως λόγω των εκτεταμένων συλλήψεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, και των κατ’ επανάληψη απαγορεύσεων διαδηλώσεων και άλλων τύπων συναθροίσεων.» Όχι, όλα τα παραπάνω η ΕΕ δεν τα έχει δηλώσει για τη Λευκορωσία αλλά για την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην οποία όμως δεν επιθυμεί να επιβάλλει κυρώσεις.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι τυχόν επιβολή κυρώσεων θα μπορούσε να απομακρύνει την Τουρκία ακόμη περισσότερο από την ΕΕ, δημιουργώντας νέες εντάσεις στα ευρωπαϊκά σύνορα (αλλά και εντός χωρών με πολυπληθείς τουρκικές κοινότητες όπως είναι η Γερμανία), επαναφέροντας την απειλή των μεταναστευτικών ροών (που είναι κοινά αποδεκτό πια ότι λειτουργούν ως «όπλο» στα χέρια του τουρκικού καθεστώτος) και λειτουργώντας ως βούτυρο στο ψωμί ενός ηγέτη όπως είναι ο Ερντογάν που αρέσκεται στο να κατηγορεί την «κακή Δύση» για όλα τα δεινά της Τουρκίας.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, λοιπόν, το εξής: Θα μπορούσε η Τουρκία (που απομάκρυνε μεν το Oruc Reis αλλά για εργασίες συντήρησης κι όχι ως κίνηση καλής θέλησης, όπως διαμηνύει η ίδια, ενώ παράλληλα διατηρεί παρανόμως τα «πειρατικά» Yavuz και Barbaros εντός της Κυπριακής ΑΟΖ) να πειστεί να αλλάξει στάση μόνο με… καρότα.
Το ερώτημα, υπό μια έννοια, μας ταξιδεύει πίσω στο… Ελσίνκι. Εν έτει 2020, βρισκόμαστε και πάλι να «συζητούμε» για την ευρωτουρκική προοπτική, για την (επαν)έναρξη των διερευνητικών επαφών (ο 61ος γύρος των οποίων συμφωνήθηκε να διεξαχθεί «προσεχώς» στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα από ένα διάλειμμα τεσσάρων ετών) και την αναβίωση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, για τη διαμόρφωση μηχανισμών αποτροπής κρίσεων μέσα από τη δημιουργία «ανοιχτών γραμμών επικοινωνίας», για θέματα – με άλλα λόγια – βγαλμένα από το παρελθόν και δοκιμασμένα. Το ερώτημα είναι εάν θα μπορούσαν όλα εκείνα που δεν απέδωσαν καρπούς τα προηγούμενα χρόνια να αποδώσουν καρπούς στο μέλλον;
Οι βάσεις της επανεκκίνησης, πάντως, δεν είναι πια οι ίδιες που ήταν πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (διπλωματία των σεισμών, «ελληνοτουρκική φιλία») αλλά κατά πολύ χειρότερες, με την Τουρκία να κινείται πλέον σε ωμά-εκβιαστικά συναλλακτικές (transactional) κατευθύνσεις (προσφυγικό, Συρία, Λιβύη, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο), απαλλαγμένη πια από τις όποιες υποχρεώσεις υιοθέτησης-εσωτερίκευσης του ευρωπαϊκού acquis communautaire…
Όσο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκείνος εμφανίστηκε χθες (22 Σεπτεμβρίου) να πετάει το μπαλάκι στην Αθήνα, υποστηρίζοντας ότι από την ελληνική στάση πρόκειται να «εξαρτηθεί» και η «πρόοδος» των διερευνητικών επαφών που ξεκινούν, ενώ παράλληλα εξέφρασε και την προσδοκία εν όψει της επερχόμενης έκτακτης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ να δοθεί ώθηση σε ευρωτουρκικά θέματα περισσότερο συναλλακτικού όμως χαρακτήρα όπως είναι η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, η άρση της υποχρέωσης θεωρήσεων εισόδου για τους Τούρκους που ταξιδεύουν στην ΕΕ, και τα ευρωπαϊκά ανταλλάγματα υπέρ της Τουρκίας με αιχμή το προσφυγικό…