Τρία χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών
Στη φωτογραφία η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, την Κυριακή 17 Ιουνίου 2018, από τους υπουργούς Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Ν. Ντιμιτρόφ, υπό το βλέμμα των πρωθυπουργών Αλ. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ.
Αν κρίνω από το επίπεδο των «επιχειρημάτων» κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή με αφορμή τη Βορειομακεδονική Συμφωνία, δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Είναι, φοβούμαι, λυπηρή συνάμα δε και απογοητευτική για το αντιπροσωπευτικό μας κοινοβουλευτικό σύστημα η διαπίστωση ότι δεν υπήρξε ούτε μία (ένας) βουλευτής του μεγαλύτερου κοινοβουλευτικού κόμματος που να επέκρινε ή έστω και να κράτησε επιφυλάξεις ως προς τη Συμφωνία. Επίσης, κατ’ αναλογίαν, ούτε ένας-μία βουλευτής του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης που να βρήκε, έστω υπό προϋποθέσεις και όρους, κάτι θετικό να σημειώσει υπέρ αυτής.

Δυστυχώς τούτο δεν έγινε. Προφανώς, όχι λόγω άγνοιας, αλλά κυρίως λόγω πολιτικής σκοπιμότητας και κομματικής συμμόρφωσης.
Απορία μού προκαλεί το γεγονός ότι, στο σύνολό τους οι Βουλευτές του μεγαλύτερου κόμματος της Βουλής χρησιμοποίησαν και επιχειρήματα τα οποία εδώ και 25 χρόνια προβάλλουν τα Σκόπια προκειμένου να καταδείξουν το βάσιμο των επιδιώξεών τους και ταυτόχρονα το άδικο των θέσεων της Ελλάδος. Είτε αφορούν στη γλώσσα, είτε στη διεθνή αναγνώριση με τη συνταγματική ονομασία “Republic of Macedonia”. Είναι και αυτό σημείο των καιρών… Θεώρησαν δε χρήσιμο να τα επαναλάβουν από του βήματος της Βουλής προκειμένου να αντιπαρατεθούν στη σφοδρή και γενικευμένη πολιτική κριτική της αντιπολίτευσης.
Δικαιούμαι, επίσης, να εξαγάγω ορισμένα συμπεράσματα από τη διαπίστωση τριών κρίσιμων παραμέτρων που αφορούν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση:
- επικρίθηκε μεν η «δημιουργία τετελεσμένων», δεν ακούσθηκαν όμως εξειδικευμένες προτάσεις που πιστεύω ότι δικαίως θα μπορούσαν να υπάρξουν για την πρόληψή τους.
- Με άλλα λόγια, η αναμενόμενη εύλογη κριτική προς τη Συμφωνία θα μπορούσε να είχε συνοδευτεί με την υποβολή δύο-τριών συγκεκριμένων τροπολογιών ενώπιον του Κοινοβουλίου προ της υπογραφής της, η οποία ήδη γεννά σε πρώτο στάδιο διεθνείς δεσμεύσεις (Βλ. και την εμπεριστατωμένη ανάλυση του Ευάγγελου Βενιζέλου στο www.evenizelos.gr). Οι τροπολογίες αυτές, που θα μπορούσαν ειδικά να αφορούν στο επίμαχο άρθρο 1 (παράγραφοι b «ιθαγένεια»/εθνικότητα και c «γλώσσα»), δεν θα ανέτρεπαν μεν τη λεπτή και δύσκολη ισορροπία της διαπραγμάτευσης και συνομολόγησής της, αλλά θα επέτρεπαν την ευρύτερη στήριξή της εντός και, το κυριότερο, εκτός Κοινοβουλίου.
- δεν αντελήφθην εάν υπάρχει από την αξιωματική αντιπολίτευση πρόθεση ή απόφαση αναθεώρησης ή μη μελλοντικής εφαρμογής της Συμφωνίας. Αυτό είναι ουσιώδες πολιτικό στοιχείο, το μόνο που παράγει δεσμευτικά πολιτικά και νομικά αποτελέσματα και βέβαια το προφανές συμπέρασμα: η πολιτική αντίθεση, έστω και με τη δήλωση της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί μη κύρωσης της Συμφωνίας στη Βουλή, δεν παράγει εσωτερικά ή διεθνή νομικά αποτελέσματα ως προς την εφαρμογή της εάν εν τω μεταξύ έχει κυρωθεί από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι δυστυχώς απέφυγαν να λάβουν δημόσια θέση επί της Συμφωνίας, όλοι οι πολιτικοί ηγέτες και πρώην πρωθυπουργοί που έχουν βάλει την προσωπική τους σφραγίδα, με υπευθυνότητα μάλιστα, στη διαχείριση του Μακεδονικού.
Από τη γεωμετρία, την οικονομία και τις διατάξεις της –με απόλυτη καθαρότητα διατυπώνεται στο άρθρο 20 (παράγρ. 10) η επ’ αόριστον ισχύς και αδυναμία ανάκλησης ή τροποποίησής της– προκύπτει ο τελεσίδικος χαρακτήρας της εφόσον η κυρωτική διαδικασία ολοκληρωθεί από τα δύο μέρη (Ελλάδα και Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας).
Εν τούτοις, οι εν λόγω πραγματικές και συμβατικές δεσμεύσεις που περιέχει δεν αποτελούν, κατά την κρίση μου τουλάχιστον, πλήρη αιτιολόγηση της απουσίας οποιασδήποτε, ως προς τη συνέχεια και διάρκεια συμμόρφωσης προς τη Συμφωνία, πολιτικής θέσης και δέσμευσης. Πέραν δηλαδή των πολιτικών εξαγγελιών, οι οποίες δεν συνοδεύονται κατ’ ανάγκην από συνταγματικής υφής επιφυλάξεις.
Η ρητορικής μορφής απορία αυτή ενισχύεται από την ξεχωριστής βαρύτητας επιχειρηματολογία του διαπρεπούς Συνταγματολόγου και υποδειγματικού πολίτη Καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος, σε άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (17 Ιουνίου 2018) με τίτλο «Σε αναζήτηση πολιτικής τόλμης», διευκρινίζει μεταξύ άλλων ότι «…δεν είναι ακριβές ότι η υπογραφή της συμφωνίας δεσμεύει τάχα οριστικά τη χώρα. Διότι, πρώτον, η ίδια η συμφωνία προβλέπει ότι, για να ισχύσει, θα πρέπει να κυρωθεί και από την Ελλάδα. Και, δεύτερον, διότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η ελληνική κυβέρνηση –κάθε ελληνική κυβέρνηση– μπορεί να την καταγγείλει όποτε θέλει, με απλή δήλωση τού κατά το Σύνταγμα φορέα της εκτελεστικής εξουσίας…». Η θέση αυτή θα πρέπει ασφαλώς να εξεταστεί υπό το πρίσμα επανειλημμένων αναφορών στη Συμφωνία περί του αμετάκλητου χαρακτήρα της και της δεσμευτικότητας των προηγηθεισών διαπραγματεύσεων.
Επιπλέον, ειδικό βάρος και σημασία έχουν, καίτοι εκ πρώτης όψεως προς διαφορετική κατεύθυνση δείχνουν να βαίνουν, οι προηγηθείσες της υπογραφής της Συμφωνίας έγκαιρες επισημάνσεις του τ. Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργού Εξωτερικών και διακεκριμένου Συνταγματολόγου Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος υπογράμμισε ότι: «… Μετά όμως την υπογραφή της συμφωνίας, ακόμη και αν αυτή δεν έχει τυπικά τεθεί σε ισχύ, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση όχι μόνο πραγματικά, αλλά και νομικά. Η διεθνής κοινότητα αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα συμφώνησε και τυχόν μη κύρωση μετά από μήνες θα θεωρηθεί υπαναχώρηση. Η Ε.Ε. θα αλλάξει τις εκθέσεις προόδου της γειτονικής χώρας, το ΝΑΤΟ θα απευθύνει πρόσκληση για ένταξη που θα αποφασισθεί από το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο και το σχετικό πρωτόκολλο θα αρχίσει να κυρώνεται από τα κοινοβούλια των άλλων κρατών μελών. Στα Σκόπια, θα κυρωθεί από την κυβερνητική πλειοψηφία η συμφωνία, θα αρχίσει η διαδικασία του δημοψηφίσματος και, αν αυτό είναι θετικό, θα ξεκινήσει και θα συντελεστεί η αναθεώρηση του Συντάγματος, εκτός και αν ανατραπεί ο εκεί εσωτερικός συσχετισμός. Αν έχουν γίνει όλα αυτά και κληθεί η Βουλή των Ελλήνων να κυρώσει νομοθετικά τη συμφωνία, το βάρος των νέων καταστάσεων θα είναι πολύ μεγάλο. Το πραγματικό ερώτημα δεν θα είναι ποιος συμφωνεί με την κύρωση, αλλά ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της ανατροπής μιας τετελεσμένης κατάστασης, με το διεθνές κλίμα να είναι προφανώς αντίθετο με κάθε πρωτοβουλία αμφισβήτησης ή διόρθωσης, π.χ. σχετικά με τη γλώσσα ή την ιθαγένεια. Άρα, αυτά τα θέματα ή αντιμετωπίζονται τώρα, πριν την υπογραφή, ή τοποθετούνται πλέον σε ένα άλλο διεθνές πολιτικό πλαίσιο με μόνο πρακτικό μοχλό το άνοιγμα των κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., με δεδομένο όμως ότι η διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια δεν συνιστά τώρα ευρωπαϊκή προτεραιότητα…». Επιπλέον, ο Ευάγγελος Βενιζέλος προέβη στην επί της ουσίας λυσιτελέστερη αγόρευση ενώπιον της ολομέλειας της Βουλής, έχοντας ήδη, από την ημέρα (12 Ιουνίου) που γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο της Συμφωνίας, προειδοποιήσει ότι παράγει διεθνείς δεσμεύσεις ευθύς ως υπογραφεί.
Δεν υπήρξε δυστυχώς στοιχειώδης έστω προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης. Αντιθέτως απουσίασε χαρακτηριστικά όλο αυτό το διάστημα από τον Ιούνιο 2017 μέχρι της υπογραφής. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2017, έχω επανειλημμένα και σταθερά κρίνει και επικρίνει την απουσία οποιασδήποτε πραγματικής και όχι εικονικής προσπάθειας συνεργασίας μεταξύ της Κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης κυρίως, αλλά και των μικρότερων κομμάτων της υπεύθυνης αντιπολίτευσης. Την θεμελιώδη ευθύνη και θεσμική υποχρέωση έχει αναμφίβολα η κυβέρνηση.

Βαθύτατα πιστεύω ότι με την άτυπη έστω πίσω από τις κλειστές πόρτες συνδρομή και συνεννόηση με τρία-τέσσερα το πολύ προβεβλημένα στελέχη της Αντιπολίτευσης, βουλευτές και μη σήμερα των κομμάτων, θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι ατέλειες και κακοτοπιές που υπάρχουν στη Συμφωνία των Πρεσπών. Επίσης, να προληφθεί η αντίληψη που φαίνεται να εμπεδώνεται σε κρίσιμο για τη βιωσιμότητα της Συμφωνίας τμήμα της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στη γειτονική μας χώρα, ότι πρόκειται για Συμφωνία που προκαλεί «ζημία/ζημία» (lose/lose) αντί του επιδιωκόμενου στόχου και διακηρυγμένου αποτελέσματος «κέρδος/κέρδος» (win/win). Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποδυναμώσει, μέσω του Μακεδονικού, τη συνοχή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι μόνο. Εν τέλει, όμως, πέτυχε να προκαλέσει με τον τρόπο αυτό την ολοκληρωτική και σφοδρή αντίδρασή της. Ταυτόχρονα –το χειρότερο κατά την κρίση μου– να προκαλέσει τη σύγχυση και την οργή της κοινής γνώμης με αφορμή το Μακεδονικό, η οποία στην ουσία επιτίθεται μεν κατά της κυβέρνησης στρέφεται δε ταυτόχρονα και κατά των πολιτικών δυνάμεων στο σύνολό τους.
Γέφυρες με τα Σκόπια – Χάσμα στην Αθήνα
Αυτά που σήμερα συμβαίνουν, είχα περιγράψει σε συζήτηση με την Μαριάννα Σκυλακάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 18 Ιανουαρίου 2018. Ο τίτλος της εφημερίδας «Όποιος προσπάθησε να ποντάρει στο άλογο που λέγεται Μακεδονικό, στο τέλος έχασε την κούρσα» δεν απέδιδε ακριβώς το περιεχόμενο. Ήταν όμως ανέλπιστα ρεαλιστικός σε σχέση με τα όσα ζούμε σήμερα. Το απόσπασμα της συνέντευξης έχει ως εξής:
«Φτάνουμε στο σήμερα και αντιλαμβάνομαι ότι αν κάτι τον ανησυχεί, είναι το γεγονός ότι μοιάζει να μην έχουμε μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Στα Σκόπια, όπου επίσης η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες για να κάνει ένα βήμα διαφορετικό από τις προηγούμενες, υπάρχει μεγαλύτερη σοβαρότητα και αυτοσυγκράτηση. Χρειάζεται να πέσουν οι τόνοι οι “ενδοελληνικοί”, και να δούμε ποια θα είναι η πρόταση επί της οποίας θα κληθούν οι πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν. Αν η κυβέρνηση στηριχθεί στη συνεννόηση, θα έχει πολλαπλά κέρδη· θα πάει ενισχυμένη στη διαπραγμάτευση. Στο παρελθόν, παρά τις έντονες διαφορές που υπήρχαν, έγινε πάντοτε προσπάθεια να υπάρχουν ανοικτές γέφυρες της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση. Από το 1992, είναι η πρώτη φορά που δεν υπάρχει καμία γέφυρα συνεννόησης και επικοινωνίας και νομίζω δεν θέλουν να υπάρχει. Εγώ όμως δεν μπορώ να δεχτώ ότι χτίζουμε γέφυρες με τη γειτονική μας χώρα και δεν μπορούμε να έχουμε γέφυρα στην Αθήνα. Η κυβέρνηση πρέπει να δείξει λιγότερη έπαρση έναντι της αντιπολίτευσης. Δεν είναι εχθροί της· είναι πολιτικοί της αντίπαλοι. Πόσο ώριμη είναι η κοινή γνώμη στην Ελλάδα για μια συμφωνία; Θεωρώ ότι στην κοινή γνώμη και στις δύο χώρες δεν έχει γίνει η κατάλληλη προετοιμασία. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ζει μια απόλυτη σύγχυση. Αντί να προσπαθούμε να μεταδώσουμε ποια είναι τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση, επιρρίπτουμε ευθύνες.

Όσο για το αν υπάρχει κίνδυνος να αξιοποιήσουν το ζήτημα οι κυβερνώντες για κοντόφθαλμο πολιτικό συμφέρον, αν κρίνουμε απ’ τον τρόπο με τον οποίο το χειρίζονται μέχρι στιγμής, η απάντησή του δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. “Όποιος προσπάθησε να ποντάρει στο άλογο που λέγεται Μακεδονικό, στο τέλος έχασε την κούρσα. Κέρδισε μερικά μέτρα, αλλά στο τέλος βγήκε απ’ αυτήν, γιατί αυτό το ζήτημα είναι ένας Μαραθώνιος. Αν προσπαθήσουν κάποιοι να προκαλέσουν πολιτικό ‘αίμα’ στην Αθήνα, ένα στίγμα, μια πολιτική κηλίδα, θα χάσουν. Δεν αποφασίζουμε μόνοι μας και δεν γνωρίζουμε μέχρι ποιο σημείο μπορεί η άλλη πλευρά να προχωρήσει”».
Η μία Ελλάδα ακυρώνει την άλλη Ελλάδα[1]
«Δυστυχώς, ούτε το πρόσφατο, απόλυτα προβλέψιμο, επεισόδιο στα Ίμια στάθηκε ικανό να φέρει πιο κοντά τους πολιτικούς μας αρχηγούς. Εις μάτην, ομολογώ, περίμενα μία συνάντηση του πρωθυπουργού τουλάχιστον με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν ανησυχώ όμως. Γνωρίζω εκ πείρας, όπως και πολλοί άλλοι, ότι θα γίνει την επομένη της νύκτας της καταστροφής. Με όμορφα λόγια που θα εμπνευσθούμε και από τον Επιτάφιο του Περικλέους.
Λυπηρό είναι ότι, στην Ελλάδα, το αυτονόητο για όλες τις χώρες, των γειτονικών “κρατιδίων” συμπεριλαμβανομένων, όπως τα αποκαλούμε περιφρονητικά και με την αλαζονική άγνοια που μας χαρακτηρίζει, η θεσμική υποχρέωση της πολιτικής συνεννόησης είναι το ζητούμενο. Η σταθερή εξ ανατολών απειλή και η κλιμακούμενη κρίση που κάποιοι θεωρούν ότι υποχωρεί, θεωρείται σαν μία παρένθεση. Η “παρένθεση” όμως αυτή στο Αιγαίο κρατά ακριβώς 45 χρόνια.
Στη σημερινή Ελλάδα, όλα δείχνουν πλέον τόσο φυσιολογικά. Το Εθνικό Συμφέρον επικαλούνται σήμερα για να υποστηρίξουν τις αντίθετες, συγκρουόμενες ή έστω αποκλίνουσες θέσεις τους στο Μακεδονικό. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αρχηγοί, τόσο εντός της κυβέρνησης όσο και στην αντιπολίτευση. Αλήθεια, ποιος τελικά εκφράζει και υπηρετεί το Εθνικό Συμφέρον; Υπάρχει σταθερός ορισμός του ή ο καθένας μας το προσδιορίζει και ερμηνεύει δοκιμάζοντας την ελαστικότητα, προσαρμοστικότητα και τις αντοχές του; Μάλλον αυτό συμβαίνει.
Επιδιώκουμε μίαν αμοιβαίως αποδεκτή, δίκαιη και βιώσιμη Συμφωνία με τη γειτονική πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στην οποία “δεν θα υπάρχει νικητής και ένας ηττημένος”. Δεν θα έπρεπε ταυτόχρονα να ισχύσει η προϋπόθεση αυτή στην Ελλάδα; Να μην χωρίζουμε στα Εθνικά Θέματα πολίτες, κόμματα και πολιτικούς σε νικητές και ηττημένους;
Κάθε μέρα που περνά, αυτό γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Το σημερινό κλίμα πολιτικής οξύτητας και απαξίωσης υπονομεύει τη διαμόρφωση ευρύτερης κοινοβουλευτικής συνεννόησης και συναίνεσης, που συνιστά την αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την έγκριση και επικύρωση των κρίσιμων Συμφώνων με δύο γειτονικές χώρες, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Αλβανία. Η Ελλάδα ακυρώνει πάλι την Ελλάδα.
Τα Εθνικά μας Θέματα, λοιπόν. Αφορμή σήμερα το Μακεδονικό. Χθες άλλα. Αύριο ακολουθούν τα υπόλοιπα. Ας θυμηθούμε ότι, πριν τρεις μήνες, η επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκάλεσε παράπλευρες απώλειες, παρενέργειες, έντονο θόρυβο, οξύ πολιτικό λόγο και αντίλογο. Στο όνομα του Εθνικού Συμφέροντος βεβαίως. Ο Πρόεδρος Ερντογάν μνημόνευσε ότι στα 16 χρόνια που μεσουρανεί στην Τουρκία συναντήθηκε διαδοχικά με πέντε πρωθυπουργούς της Ελλάδος. Σκληρή είναι η αλήθεια ότι οι πέντε Πρωθυπουργοί της Ελλάδος δεν έκριναν σκόπιμο ούτε μία φορά να συζητήσουν γύρω από ένα τραπέζι τις σχέσεις μας με την Τουρκία. Ούτε καν σήμερα.

Γυρίζουμε λίγο πιο πίσω. Η επίσκεψη του κυρίου Πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον και η συνάντησή του με τον προβλέψιμα απρόβλεπτο Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε πολιτικό θόρυβο και αντιπαραθέσεις στην Αθήνα. Η μια Ελλάδα ακυρώνεται από μία άλλη Ελλάδα. Στο όνομα του Εθνικού Συμφέροντος.
Σε δύο το πολύ μήνες, πιθανώς το Πάσχα, θα ακολουθήσει η επίσημη επίσκεψη του κυρίου Πρωθυπουργού στα Τίρανα. Αν τα αποτελέσματα επιβεβαιώσουν τις υψηλές προσδοκίες, θα πρόκειται για έναν σημαντικό και αναγκαίο σταθμό στη δύσκολη προσπάθεια να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας με την Αλβανία. Ως επισφράγισμα μίας επίπονης διαπραγμάτευσης που έγινε με ελληνική πρωτοβουλία.
Είναι καιρός να λυθούν τα προβλήματα και οι εκκρεμότητες από το παρελθόν. Στο στάδιο της ολοκλήρωσης είναι η νέα Συνθήκη (Σύμφωνο) Συνεργασίας, Φιλίας και Καλής Γειτονίας με την Αλβανία, η δέσμη Συμφωνιών που τη συνοδεύουν, της νέας (αναθεωρημένης) Συμφωνίας για τις Θαλάσσιες Ζώνες και την Α.Ο.Ζ. συμπεριλαμβανομένης και των αναγκαίων νομικών ενεργειών από τις δύο πλευρές των συνόρων. Ειδικά μετά το πρόσφατο επεισόδιο στις βραχονησίδες Ίμια και τις περί κυριαρχίας τους τουρκικές δηλώσεις, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και φειδωλοί στις απαλείψεις και αλλαγές που διαπραγματευόμαστε με τα Τίρανα σε σχέση με την υποδειγματική Συμφωνία του 2009. Δεν επιθυμώ να εξειδικεύσω, να επεκταθώ ή να προεξοφλήσω. Όμως, η Αλβανική κυβέρνηση δεν φείδεται προσπαθειών να ενημερώνει με ακρίβεια. Έχω ιδίαν αντίληψη των αντιδράσεων που κυοφορούνται στην Αλβανία. Ας μην εκπλαγούμε αν η νέα Συμφωνία –όποια και αν είναι– παραπεμφθεί και αυτή με τη σειρά της, με αίτημα της Αλβανικής αντιπολίτευσης, στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Τα βήματα της Αθήνας πρέπει να συγχρονισθούν με την ολοκλήρωση των τριών σταδίων που απαιτούνται στην Αλβανία: υπογραφή, κύρωση, εφαρμογή.
Τι θα γίνει εδώ; Εύχομαι και ελπίζω να διαψευσθώ. Φοβούμαι ότι το νέο Σύμφωνο και οι επιμέρους Συμφωνίες και τα αναγκαία Διατάγματα θα είναι επίσης το νέο θύμα της έλλειψης έγκαιρης, πλήρους και εμπιστευτικής ενημέρωσης και της δικής μας πολιτικής σύγκρουσης, αντιπαράθεσης και ασυνεννοησίας. Όπως γίνεται ήδη με το Μακεδονικό. Να μην λησμονούμε ότι οι κυβερνήσεις μεν διαπραγματεύονται και υπογράφουν, αλλά τα Κοινοβούλια αποφασίζουν.
Είναι ήδη αργά για ψύχραιμη συζήτηση και υπεύθυνη ενημέρωση της κοινής γνώμης. Ο πολωτικός διχασμός, που αντιλαμβάνομαι ότι θα κορυφωθεί τις επόμενες μέρες –αδιαφορώ αν είναι πραγματικός ή τεχνητός– και η σύγχυση της κοινής γνώμης σταθερά επαναλαμβάνονται. Σε όλο πλέον το φάσμα των κρίσιμων θεμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής.
Η μία Ελλάδα ακυρώνει –συνειδητά ή ασυνείδητα– στο επίπεδο της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας την άλλη Ελλάδα. Τις πταίει;»
[1] Η τίτλωση του Κεφαλαίου προκύπτει από τον τίτλο άρθρου του κ. Αλ Μαλλιά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (18 Φεβρουαρίου 2018).
ΜΙα σημείωση για το βιβλίο
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά με τίτλο « Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία-Αυτοψία της Συμφωνία των Πρεσπών», με ένα πλήρη δοκιμιακού χαρακτήρα Πρόλογο του Ευάγγελου Βενιζέλου, κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2018 (δύο μήνες μετά την υπογραφή της). Το γράψιμο άρχισε, όπως μας λέγει ο συγγραφέας, αμέσως μετά την λήξη της συζήτησης στην Βουλή που έγινε με πρωτοβουλία της (τότε) αξιωματικής αντιπολίτευσης (και την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας) από την Πέμπτη 14 Ιουνίου μέχρι και το Σάββατο 16 Ιουνίου 2018. Λίγες ώρες αργότερα, το μεσημέρι της Κυριακής, υπογράφτηκε στις Πρέσπες η Συμφωνία.
Το παρόν άρθρο βασίζεται στο οικείο κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά στην κριτική του συγγραφέα (πρώτου πρέσβη της Ελλάδος στα Σκόπια το 1995) για τη συζήτηση αυτή στην Βουλή, αλλά και για τον έντονη πολιτική πόλωση (διχασμό) που προκάλεσε η μεθόδευση της υπογραφής από την τότε κυβέρνηση. Κυρίως όμως για να διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι ήδη προ της υπογραφής της, ο κ. Μαλλιάς είχε, με διορατικότητα, προβλέψει και την, περί της Συμφωνίας, στάση που θα ‘ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει η Νέα Δημοκρατία σε περίπτωση μελλοντικής εκλογικής της νίκης (όπως και συνέβη ένα χρόνο αργότερα).