Τουρκικές διπλωματικές επιτυχίες: Μύθος ή πραγματικότητα;
Έπειτα από κάθε «συνάντηση» (ή μήπως, ορθότερα, ταυτόχρονη παρουσία;) Ουκρανών και Ρώσων στην Κωνσταντινούπολη, πολλοί είναι εκείνοι – προεξαρχόντων, βέβαια, των ιδίων των Τούρκων – που σπεύδουν να μας υπενθυμίσουν τις «διπλωματικές επιτυχίες» της Άγκυρας, άλλοι με αγαθές και άλλοι με λιγότερο αγαθές προθέσεις. Άλλοι δηλαδή κρούοντας κώδωνες επαγρύπνησης απέναντι στην επανάπαυση έναντι μιας «απομονωμένης» Τουρκίας, και άλλοι με περισσότερο «χαιρέκακη» διάθεση, στην προσπάθειά τους να αποδομήσουν πολιτικά όσους έχουν υπερτονίσει ως «ελληνική κυβερνητική επιτυχία» αυτήν την περιλάλητη τουρκική «απομόνωση».
Το «έργο» έπαιξε σε επανάληψη την περασμένη Παρασκευή, 22 Ιουλίου, με φόντο τη συμφωνία που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη για τον απεγκλωβισμό των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αφότου έπεσαν οι υπογραφές ωστόσο στις 22 Ιουλίου, μόλις λίγες ώρες μετά, έπεσαν και κάτι… ρωσικές βόμβες στο ουκρανικό λιμάνι της Οδησσού, έτσι για να θυμηθούν οι πρόωρα πανηγυρίζοντες τον πόλεμο που συνεχίζεται, με την τουρκική πλευρά – που μια μέρα νωρίτερα γιόρταζε – να δηλώνει και εκείνη από τη μεριά της «ανήσυχη».
Υπενθυμίζεται, έτσι για την ιστορία, πως η τουρκική πλευρά «είχε ανοίξει τον δρόμο για την ειρήνη» και τον περασμένο Μάρτιο, έπειτα από τις τότε ουκρανο-ρωσικές συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη. Τέσσερις μήνες μετά ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίζεται…
Η νατοϊκή Τουρκία εκ των πραγμάτων διαδραματίζει διαμεσολαβητικό ρόλο στο ουκρανικό. Είχε χτίσει, ήδη πριν από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου, στενούς δεσμούς με το Κίεβο (πριν από περίπου 14 μήνες γράφαμε στο Α&Δ για «τα ανοίγματα της Τουρκίας στην Ουκρανία»), και στον απόηχο πια της ρωσικής εισβολής διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τη Μόσχα.
Υπό αυτό το πρίσμα, εάν συνυπολογίσει κανείς και τη γεωγραφική της θέση αλλά και όσα άλλα έχουν προηγηθεί στο μέτωπο των δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας, αντιλαμβάνεται πως η Κωνσταντινούπολη είναι μάλλον το μοναδικό (ή, τουλάχιστον, το πιο «βολικό») σημείο όπου θα μπορούσαν να «συνυπάρξουν» επί του παρόντος Ρώσοι και Ουκρανοί.
Θα μπορούσε κανείς, όμως, να διατηρεί επιφυλάξεις και ως προς τον ρόλο που έχει επί της ουσίας διαδραματίσει η τουρκική ηγεσία αναφορικά με το περιεχόμενο των προωθούμενων ουκρανορωσικών συμφωνιών ή διευθετήσεων.
Εάν πιστέψουμε τον Αλεξάντερ Γκαμπούεφ (Carnegie Endowment, Dentons Global Advisors), τότε η Μόσχα αναγκάστηκε να συναινέσει στον απεγκλωβισμό των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας έπειτα από πιέσεις που δέχθηκε από (ουκ ολίγα) κέντρα εξουσίας σε Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Όσο για τους Ουκρανούς, εκείνοι ήταν πεισμένοι εξαρχής καθώς έχουν μεγάλη ανάγκη τα έσοδα από αυτές τις εξαγωγές…
Η τουρκική ηγεσία θα επιχειρήσει προφανώς, μέσω του ουκρανικού, να ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή. Επί της ουσίας ωστόσο, όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, στη βάση της εξυπηρέτησης συμφερόντων τα οποία αναδιαμορφώνονται ανάλογα με τις εξελίξεις και την χρονική συγκυρία. Εάν έχει δείξει κάτι η πορεία που ακολούθησε η Άγκυρα στις σχέσεις της με τους γείτονες ειδικά τα τελευταία χρόνια, αυτό είναι πως οι «φίλοι» μπορούν να γίνουν «εχθροί» και τούμπαλιν. Ως χώρα που πατά σε δυο βάρκες, η Τουρκία μπορεί να θεωρείται για πολλούς «χρήσιμη». Ταυτόχρονα ωστόσο, είναι και επίφοβη.
«Απομονωμένη» βέβαια δεν είναι. Τι σημαίνει όμως αυτό και τι θα μπορούσε πρακτικά να σημαίνει, ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας;
Πολλοί, όταν ακούν τον όρο «απομονωμένη», σκέφτονται καταστάσεις τύπου… Βόρειας Κορέας (ούτε καν Ιράν). Όχι, η Τουρκία δεν ήταν – και το πιο πιθανό είναι πως δεν θα γίνει ποτέ – «Βόρεια Κορέα», διεθνοπολιτικά μιλώντας. Εάν, λοιπόν, το κριτήριο της «απομόνωσης» είναι η Πιονγιάνγκ, τότε η Άγκυρα όχι, δεν αναμένεται να γίνει Πιονγιάνγκ.
Γιατί, όμως, να είναι το κριτήριο αυτό; Γιατί να είναι μέτρο σύγκρισης ένας «απόλυτος παρίας» και όχι, για παράδειγμα, η προτέρα κατάσταση «των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του Νταβούτογλου;
Η Τουρκία έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια πηγή προβλημάτων και αστάθειας, ακόμη και απροκάλυπτων απειλών, για πολλά κέντρα εξουσίας στο εξωτερικό, από τη Βαγδάτη και το Ερμπίλ ως την Ουάσιγκτον και το Τομπρούκ, και από τη Δαμασκό και το Ριάντ ως το Ισραήλ. Ακόμη και ενδονατοϊκά (στην σκιά των τουρκικών εκβιασμών έναντι Φινλανδίας και Σουηδίας), είναι περισσότεροι πια όσοι την επικρίνουν, δημόσια πολλοί εξ αυτών, από ό,τι παλαιότερα.
Όχι, όλοι αυτοί δεν πρόκειται να διαγράψουν δια παντός τον Ερντογάν γιατί, απλούστατα, δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα στη διεθνή σκηνή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχουν παράλληλα πάψει και να προσεγγίζουν την ισλαμοεθνικιστική τουρκική ηγεσία μέσα από ένα πρίσμα ανταγωνισμού και ενισχυμένης καχυποψίας…
«…η Τουρκία δεν είναι πλέον η παλιά Τουρκία», δηλώνει ο διευθυντής επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν, μιλώντας στην Καθημερινή… Και αυτό είναι πια εμφανές, στα μάτια όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και πολλών άλλων…