«Καθηλωμένος» στον βαθμό του σμηναγού, παρά την πλούσια σε ανδραγαθήματα 30ετή και πλέον θητεία του στην Αεροπορία του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, ο πιλότος Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ (Τομ Κρουζ) ξαφνικά παίρνει μετάθεση.

Ο ήρωας, που υποδύεται ο γνωστός ηθοποιός, σταματά να δοκιμάζει τα όρια ταχύτητας νέων υπερηχητικών μαχητικών αεροσκαφών (του επονομαζόμενου Darkstar). Καλείται εσπευσμένα πίσω στο «Top Gun», στο κέντρο εκπαιδεύσεως, δηλαδή, των κορυφαίων πιλότων του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ (το επονομαζόμενο στην πραγματικότητα «United States Navy Fighter Weapons School»), για να εκπαιδεύσει ο ίδιος μια ομάδα νεαρών Αμερικανών χειριστών. Αποστολή τους: να καταφέρουν, με τα διθέσια F-18 Super Hornet μαχητικά αεροσκάφη τους, να καταστρέψουν τις παράνομες -βάσει των διεθνών συνθηκών- εγκαταστάσεις εμπλουτισμένου ουρανίου ενός εχθρικού κράτους. Ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια»: το εν λόγω εχθρικό κράτος δεν κατονομάζεται μεν αλλά παίρνει μέρος στις αερομαχίες με… ρωσικά Sukhoi Su-57.

Η κινηματογραφική αποστολή των F-18 Super Hornet είναι να καταστρέψουν τις παράνομες -βάσει των διεθνών συνθηκών- εγκαταστάσεις εμπλουτισμένου ουρανίου ενός εχθρικού κράτους.

Το Top Gun

Το «Top Gun: Maverick» προσγειώθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον περασμένο Μάιο, περίπου 36 χρόνια έπειτα από το πρώτο, θρυλικό πια, «Top Gun» του 1986. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Τομ Κρουζ έπαιρνε μέρος σε αερομαχίες με F-14 Tomcat ενάντια σε εχθρικά MiG-28 (στην πραγματικότητα επρόκειτο για αμερικανικά F-5 και A-4 που είχαν βαφτεί στα χρώματα του «εχθρού»). Πλέον, τρεισήμισι δεκαετίες μετά, τα F-14 έχουν δώσει τη θέση τους σε F-18 και τα MiG-28 σε Su-57. Από τη νέα ταινία δεν θα μπορούσε «φυσικά» παρά να κάνει ένα πέρασμα και το (μονοθέσιο και ως εκ τούτου «άβολο» για τις ανάγκες των γυρισμάτων με το συγκεκριμένο σενάριο) F-35 Lightning II, πάνω στο κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου USS Abraham Lincoln.

Όσο για το φανταστικό υπερηχητικό αεροσκάφος Darkstar, που παρουσιάζεται να δοκιμάζει ο Τομ Κρουζ στην αρχή της νέας ταινίας, δεν υπάρχει μεν στην πραγματικότητα, αλλά στο υπαρκτό κόνσεπτ του SR-72 της αμερικανικής Lockheed Martin. Ο λόγος για ένα αεροσκάφος που αναμένεται να κάνει τις πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις του γύρω στο 2025, αναπτύσσοντας ταχύτητες που θα αγγίζουν τα 6 Μαχ, ως ο επίδοξος διάδοχος του ταχύτερου στα χρονικά επανδρωμένου (manned) αεροσκάφους SR-71 Blackbird που έπιανε ταχύτητες έως και 3 Μαχ.

Μια σχέση με παρελθόν και βάθος

Το Πεντάγωνο, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και η αμυντική βιομηχανία της χώρας «συμπρωταγωνιστούν» μεν σε κινηματογραφικά μπλοκμπάστερ τύπου Top Gun, αλλά χωρίς να συγκαταλέγονται, επισήμως, μεταξύ των παραγωγών των εν λόγω ταινιών.

Ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στο Χόλυγουντ και το Πεντάγωνο έχει πίσω της παρελθόν δεκαετιών, πολλά «επεισόδια», εντυπωσιακό εύρος αλλά και διόλου ευκαταφρόνητο βάθος. Το αμερικανικό Vox μιλά χαρακτηριστικά για μια «μακροχρόνια, όχι ευθύγραμμη σχέση». Σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian, δε, εάν δεν είχε εμπλακεί το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ με τα μαχητικά του αεροσκάφη, τις βάσεις του και τα αεροπλανοφόρα του, τότε ταινίες, όπως τα Top Gun και Top Gun: Maverick, δεν θα είχαν γυριστεί ποτέ. Ο ίδιος ο παραγωγός του Top Gun, ο Τζέρι Μπρούκχαϊμερ, έχει άλλωστε από τη μεριά του παραδεχθεί πως η συγκεκριμένη ταινία δεν θα μπορούσε να έχει γυριστεί, χωρίς τη συνδρομή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.

Στο «Top Gun: Maverick» το εχθρικό κράτος δεν κατονομάζεται μεν, αλλά παίρνει μέρος στις αερομαχίες με ρωσικά Sukhoi Su-57.

Το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ (Department of Defense – DOD) συνεργάζεται με το Χόλιγουντ εδώ και περίπου έναν αιώνα. Οι σινεφίλ εντοπίζουν μάλιστα τις απαρχές αυτής της συνεργασίας στην ταινία Wings («Τα Φτερά») του 1927, μια ταινία του βωβού κινηματογράφου που ήταν και η πρώτη που είχε τιμηθεί με Όσκαρ στα τέλη της δεκαετίας του 1920.

Το στόρι εκείνης της ταινίας, που είχε γυριστεί με τη συνδρομή του υπουργείου Πολέμου των ΗΠΑ (δηλαδή, του τότε Πενταγώνου), ήταν «απλό και πλέον αρχετυπικό», όπως διαβάζουμε σε παλαιότερο άρθρο του ελληνικού site για τον κινηματογράφο Flix.gr: «δύο νεαροί, ο Τζακ και ο Ντέιβιντ, διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και αντίζηλοι για την καρδιά της ίδιας γυναίκας, κατατάσσονται στην πολεμική αεροπορία, λίγο πριν από τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αρχική αντιπαλότητά τους θα μετατραπεί στα χαρακώματα της Ευρώπης σε μια δυνατή φιλία, η οποία όμως θα δοκιμαστεί σε γη και ουρανό και θα έχει τραγική κατάληξη… Γυρισμένο στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο Παγκόσμιων Πολέμων και χρηματοδοτημένο εν μέρει από τον αμερικανικό στρατό, το Wings δεν μπορεί να κρύψει τον ιδεολογικό μηχανισμό που κρύβεται πίσω του. Σκοπός της ταινίας ήταν, άλλωστε, να τιμήσει “τους νεαρούς ήρωες των οποίων τα φτερά θα μείνουν για πάντα διπλωμένα στο σώμα τους”, όπως είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης της, Γουίλιαμ Γουέλμαν, που επιλέχθηκε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, επειδή είχε υπηρετήσει στην πολεμική αεροπορία και γνώριζε από πρώτο χέρι την αίσθηση της μάχης στον αέρα».

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Στην πορεία, τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, η σχέση του Πενταγώνου με το Χόλυγουντ θα αναπτυσσόταν σημαντικά. Πολύ δε περισσότερο κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν τότε που θρυλικοί σκηνοθέτες, όπως οι Φρανκ Κάπρα, Τζεν Φορντ, Τζον Χιούστον, Τζορτζ Στίβενς και Γουίλιαμ Γουάιλερ, θα έπαιρναν και οι ίδιοι μέρος -με τον τρόπο τους- στον πόλεμο, γυρίζοντας ταινίες και ντοκιμαντέρ υπέρ της πολεμικής προσπάθειας. Τα «Γιατί Πολεμάμε» και «Η Μάχη της Ρωσίας» του Κάπρα είναι χαρακτηριστικά δείγματα.

Οι σινεφίλ εντοπίζουν τις απαρχές της συνεργασίας, μεταξύ του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και του Χόλυγουντ, στην ταινία Wings («Τα Φτερά») του 1927, μια ταινία του βωβού κινηματογράφου που ήταν και η πρώτη που είχε τιμηθεί με Όσκαρ.

Αξίζει να σημειωθεί πως, κατά την ίδια περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και η Walt Disney θα έπαιρνε μέρος, με τον τρόπο της, στον αγώνα, σχεδιάζοντας χιλιάδες εμβλήματα για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Γεγονός που μάλλον εξηγεί και το λόγο για τον οποίο πολλά από τα στρατιωτικά εμβλήματα που βλέπουμε στις ΗΠΑ θυμίζουν …καρτούν από άποψη τεχνοτροπίας.

«Η σχέση της Disney με τον στρατό χρονολογείται από το 1917, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Ουόλτ Ντίσνεϊ, ο Ρόι, κατατάχθηκε στο Ναυτικό. Ο ίδιος ο Ουόλτ υπηρέτησε ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού… Η Walt Disney Productions δημιούργησε τα πρώτα της στρατιωτικά εμβλήματα το 1933 και, εν συνεχεία, πολλές ταινίες ενημέρωσης και εκπαίδευσης κατά τα χρόνια του πολέμου. Η Disney δημιούργησε περισσότερα από 1.200 εμβλήματα μονάδων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για όλους τους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ», όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, σε άρθρο υπό τον τίτλο «Artful Patriotism: DOD and Disney» («Δημιουργικός Πατριωτισμός: Το υπουργείο Άμυνας και η Ντίσνεϊ»).

Η Walt Disney Productions δημιούργησε τα πρώτα της στρατιωτικά εμβλήματα το 1933 και, εν συνεχεία, πολλές ταινίες ενημέρωσης και εκπαίδευσης κατά τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ προσάρμοσε και ορισμένα καρτούν της στο πατριωτικό κλίμα της εποχής.

Η πληγή του Βιετνάμ και η αποκατάσταση

Στον απόηχο ωστόσο του Δευτέρου Παγκοσμίου, και ειδικά από την περίοδο του Πολέμου στο Βιετνάμ και έπειτα, η σχέση ανάμεσα στην αμερικανική βιομηχανία του κινηματογράφου και τις ένοπλες δυνάμεις θα γινόταν πολύ πιο συναλλακτική (transactional).

Για τους κινηματογραφικούς παραγωγούς, στόχος ήταν να μπορούν να βγάζουν στις αίθουσες εντυπωσιακές ταινίες που θα φέρνουν έσοδα. Από την άλλη πλευρά, για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις η ατζέντα ήταν διαφορετική και οι στόχοι άλλου τύπου, περισσότεροι και ποικίλοι: ο εξωραϊσμός των ιδίων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού, η ηθική δικαίωση πολεμικών και -γενικότερα- στρατιωτικών επιλογών που ίσως να είχαν βρεθεί στο στόχαστρο επικρίσεων, η επικοινωνιακή αποδόμηση των εχθρών της Αμερικής, η ανύψωση του εθνικού φρονήματος, η προσέλκυση/στρατολόγηση νεοσύλλεκτων κ.ά.

Το πρώτο Top Gun, του 1986, είχε παρουσιαστεί επί προεδρίας Ρόναλντ Ρέιγκαν στο πλαίσιο της αποκατάστασης του προφίλ των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων έπειτα από την πληγή του Βιετνάμ.

Το πρώτο Top Gun του 1986 είχε έρθει επί προεδρίας Ρόναλντ Ρίγκαν, ακριβώς μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο: να αποκαταστήσει, δια της ανάλαφρης οδού ενός «pop», ανέμελου και σε έναν βαθμό απολίτικου εντυπωσιασμού, το προφίλ των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων έπειτα από την πληγή του Βιετνάμ που είχε προηγηθεί. Για την ιστορία, μόνο μέσα στη χρονιά της πρώτης προβολής του στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο αριθμός όσων έσπευσαν να καταταγούν στον αμερικανικό στρατό λέγεται πως πενταπλασιάστηκε σε σχέση με πριν. Με άλλα λόγια, η ταινία μάλλον πέτυχε τον στόχο της, και με το παραπάνω.

Το νέο Top Gun του 2022 θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει κατά ανάλογα εξωραϊστικό τρόπο, με φόντο την πληγή της αδιέξοδης αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, εάν δεν είχε έρθει βέβαια η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να αλλάξει τα δεδομένα στη διεθνή σκηνή. Προσδίδοντας, με τον τρόπο αυτό, στις αμερικανικές πολεμικές ταινίες και μια νέα διάσταση ενισχυμένης επικαιρότητας ή αμεσότητας.

Οι 2.500 ταινίες

Πλέον, εν έτει 2022, όλα τα Σώματα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων έχουν τα δικά τους γραφεία συνδέσμου (entertainment liaison offices) στο Λος Άντζελες. Μια σειρά από γραφεία με αποστολή να αναλαμβάνουν -αποκλειστικά και μόνο- τις επαφές με τη βιομηχανία του θεάματος. Σημειωτέον πως ένα τέτοιο βραχίονα έχει προφανώς και το ίδιο το Πεντάγωνο, με επικεφαλής επί του παρόντος έναν πρώην αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας, τον Γκλεν Ρόμπερτς. «Αποστολή μου είναι να προβάλλω και να προστατεύω το προφίλ των ενόπλων δυνάμεων», δηλώνει ο Ρόμπερτς μιλώντας στον Guardian. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εργάζονται πάνω σε περίπου 130 entertainment projects ετησίως (βλ. ταινίες, τηλεοπτικά σόου, ντοκιμαντέρ και βιντεοπαιχνίδια). Κατά μια εκτίμηση, μόνο οι ταινίες στις οποίες έχει εμπλακεί το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ όλες τις προηγούμενες δεκαετίες (εκμισθώνοντας εξοπλισμό, σήματα ή/και χώρους για γυρίσματα, παρέχοντας τεχνογνωσία κ.ά.) μπορεί να προσεγγίζουν ή ακόμη και να ξεπερνούν τις 2.500.

Πώς όμως λειτουργεί, σε πρακτικό επίπεδο, αυτή η εμπλοκή του αμερικανικού Πενταγώνου; Οι αιτούντες πρέπει να υποβάλουν το σενάριο της ταινίας τους προς έγκριση και να αποδεχθούν τις αλλαγές που, ενδεχομένως, να απαιτούνται. Το Πεντάγωνο, από την πλευρά του, διαμηνύει πως θέλει να διασφαλίζει ότι οι κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές -τις οποίες υποστηρίζει- θα ανταποκρίνονται στις αξίες που εκείνο πρεσβεύει, όπως σημειώνει ο Ρόμπερτς. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στελέχη των αμερικανών ενόπλων δυνάμεων μπορούν να παρεμβαίνουν στα σενάρια που τους δίνονται προς έγκριση, διορθώνοντας ανακρίβειες ή/και αφαιρώντας σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόρρητα ή ευαίσθητα. Παράλληλα, βέβαια, έχουν δει το φως της δημοσιότητας και ουκ ολίγες καταγγελίες (βλ. το βιβλίο «Operation Hollywood: How the Pentagon Shapes and Censors the Movies» του Ντέιβιντ Ρομπ ή το ντοκιμαντέρ «Theaters of War: How the Pentagon and CIA took Hollywood») που θέλουν τον αμερικανικό στρατό να λογοκρίνει -και μάλιστα σκληρά- τις ταινίες στις οποίες εμπλέκεται.

Η ταινία Black Hawk Down (του 1993), η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Marc Bowden, αντιπροσωπεύει τον τρόπο δράσης και τη στροφή δράσης των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με έμφαση στην αντιτρομοκρατία και τη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος.

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν κινηματογραφικοί παραγωγοί, όπως ο Τζέρι Μπρούκχαϊμερ και ο Μάικλ Μπέι, που έχουν κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια συνεργαστεί με το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Ο πρώτος στις ταινίες Black Hawk Down, Armageddon, Pearl Harbor και Top Gun, ενώ ο δεύτερος στη σειρά ταινιών Transformers. Το Πεντάγωνο έχει βάλει το χέρι του και σε ταινίες με «υπερήρωες», όπως είναι, για παράδειγμα, οι Iron Man, Iron Man 2, Captain America: The First Avenger και Captain Marvel.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν και σκηνοθέτες, όπως ο Όλιβερ Στόουν των αντιπολεμικών «Πλατούν» και «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» και των πολύωρων συνεντεύξεων με τον Βλαντιμίρ Πούτιν (The Putin Interviews), που έχουν δει τις προτάσεις τους να απορρίπτονται από το Πεντάγωνο. Όπως, τουλάχιστον, φημολογείται.