Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου

Η άνοδος  του Ρ.Τ. Ερντογάν  το 2003, στην ηγεσία της Τουρκίας, αλλά κι η νίκη του κόμματος του λίγους μήνες πριν, χαιρετίστηκε στην Αθήνα, ως μια θετική εξέλιξη, η οποία θα έβαζε τέλος στην τουρκική αναθεωρητική πολιτική της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και θα έθετε τις βάσεις μια πορείας εκδημοκρατισμού περιορίζοντας, ταυτόχρονα, τον ρόλο του στρατεύματος στην εσωτερική πολιτική σκηνή της γείτονος. Σχεδόν δεκαέξι χρόνια μετά, και ύστερα από σωρεία διαψεύσεων, έχει γίνει κοινή συνείδηση ότι οι τουρκικές αξιώσεις έναντι των Αθηνών παραμένουν αναλλοίωτες, εμπλουτισμένες και ενισχυόμενες  με νεοθωμανικά στοιχεία. Η προσωπική ιδιοσυγκρασία του Τούρκου προέδρου πλέον  δεν διαφοροποιεί παρά αισθητικά μόνο, την τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδος, ως προς την διαχρονική στοχοθεσία της, σε σχέση με την κεμαλική παράδοση, αλλά τουναντίον η νεοοθωμανική, όπως έχει επικρατήσει, προσέγγιση  παρουσιάζεται περισσότερο εύκαμπτη και πολυεπίπεδη και δυνάμενη να προσαρμοστεί στις αλλαγές στον γεωπολιτικό χάρτη, από την μονοσήμαντη και προβλέψιμη κεμαλική πολιτική  εντείνοντας τις πιέσεις στην χώρα μας.

Παρά την συνέχεια της αναθεωρητικής πολιτικής της Άγκυρας είναι ευδιάκριτη η παραμορφωμένη εικόνα την οποία, ακόμα και τώρα, εκφράζουν μέλη του πολιτικού προσωπικού και δημοσιολογούντες περί την εξωτερική πολιτική της χώρας μας επαναλαμβάνοντας, μονότονα, σκέψεις και επιχειρηματολογία η αξία των οποίων  ακυρώνεται από την ψηλαφητή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ξεχωρίζει η αδυναμία καθορισμού, διαχρονικά, της φύσης της τουρκικής πολιτικής. Πλείστες οι απόπειρες δικαιολόγησης της στάσης της Άγκυρας πλην της προφανούς: των αναθεωρητικών τάσεων και της διαχρονικής επιβουλής της ελλαδικής επικράτειας επαύριον ακόμη της Συνθήκης της Λωζάννης.

TΟ ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «Α&Δ» ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ.