Του Αλέξανδρου Τάρκα

Απρόβλεπτες θεωρούν τις εξελίξεις στο Κυπριακό, το δίμηνο Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου, ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, επισημαίνοντας πάντως ως πιθανότατη την επανάληψη ουσιαστικών συνομιλιών, οι οποίες, λόγω της αδιαλλαξίας της Άγκυρας στο θέμα των εγγυήσεων-ασφάλειας, δεν αναμένεται να στεφθούν από επιτυχία.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιθυμεί να διατηρήσει χαμηλούς τόνους στην αντιπαράθεση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη που κυριάρχησε στην επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες. Οι υψηλοί τόνοι της Λευκωσίας ήταν πραγματικά αιφνίδιοι και δεν αποδίδονται σε βαθιές διαφωνίες με την Αθήνα (καθώς, εδώ και μήνες, υπήρχε ταύτιση διαπραγματευτικής τακτικής στο κεφάλαιο των εγγυήσεων), αλλά σε εσωτερικούς λόγους της κυπριακής πολιτικής σκηνής και στο πιθανό άγχος του κ. Αναστασιάδη να εμφανιστεί συνεπής ως προς τις εκτιμήσεις και το χρονοδιάγραμμα που είχε συζητήσει με εμπλεκόμενες ξένες κυβερνήσεις.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς από τους πρώτους μήνες του 2015 και, κυρίως, μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, είχαν επιβεβαιώσει με την κυπριακή ηγεσία την αρχή ότι η Αθήνα δεν αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου και δεν αποτελεί μέρος των συζητήσεων μεταξύ των δύο Κοινοτήτων. Επιγραμματικά, οι εσωτερικές πτυχές διευθέτησης ανήκαν και ανήκουν στην αρμοδιότητα του κ. Αναστασιάδη και η Αθήνα θα δεχόταν όποια λύση συμφωνούσαν οι δύο Κοινότητες της Κύπρου αναμιγνυόμενη μόνον στο κεφάλαιο της ασφάλειας-εγγυήσεων. Βάσει αυτής της αρχής, που τηρήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών ως σήμερα, η Αθήνα δεν αναμίχθηκε στο εδαφικό (που αποτέλεσε το σημείο διαφωνίας στις συνομιλίες της Ελβετίας) και έκρινε πως δεν μπορούσε να υπάρξει σύνδεση εδαφικού-εγγυήσεων.Η ελληνική πλευρά διατηρούσε και διατηρεί το δικαίωμα να ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση για τις εγγυήσεις (αν ποτέ γίνει αυτή) από το σημείο και με τον τρόπο που η ίδια επιθυμεί και, σε κάθε περίπτωση, στο «παρά ένα» της λύσης και ώστε να διευκολύνεται αυτή.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υπογράμμιζε προς τα Ηνωμένα Έθνη, το Στέητ Ντηπάρτμεντ και τους ισχυρότερους εταίρους στην Ε.Ε. ότι αναπόσπαστο μέρος μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού είναι η συμφωνία επί ενός συστήματος ασφαλείας με απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων, αλλά και όλων των εγγυητριών δυνάμεων. Οι Συμφωνίες Εγγύησης και Συμμαχίας του 1960 χαρακτηρίζονταν από την Αθήνα ως κατεξοχήν αναχρονιστικές και ξεπερασμένες, ιδίως μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. το 2004, τονίζοντας πως και η ίδια η Λευκωσία υποστήριζε την αντικατάσταση των εγγυήσεων με ένα νέο σύστημα ασφάλειας. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου αναγνώριζαν, σε συνομιλίες με Αμερικανούς αξιωματούχους, ότι ασφαλώς και θα έπρεπε να προβλεφθεί σειρά δικαιωμάτων για την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά ο κύριος στόχος είναι το νέο σύστημα ασφάλειας να μην προβλέπει περιθώρια ή και να μη δίνει αφορμές σε τρίτες χώρες να παρέμβουν στο μέλλον.

Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και τα στελέχη της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας πρόσθεταν πάντως, μέχρι και πριν από λίγες εβδομάδες, ότι, παρά την πρόοδο που είχε σημειωθεί με τις συνομιλίες του κ. Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο εκπρόσωπο Μ. Ακιντζί, η εικόνα περί επικείμενης λύσης δεν ήταν πραγματική.

Τι έλεγαν οι Κύπριοι

Οι δημόσιες δηλώσεις διαφόρων (αρμοδίων και αναρμοδίων) Κυπρίων παραγόντων και, κυρίως, οι εκ μέρους τους διαρροές θεωρούνται εκτός πραγματικότητας. Γιατί, πολύ απλά, ο κ. Αναστασιάδης και ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης ανέφεραν, σε ξένους συνομιλητές (ανάμεσά τους φέρονται να είναι ο Γάλλος Πρόεδρος Φρ. Ολάντ και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Κέρι), όσα ακριβώς υποστήριζε και υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση για το καθεστώς εγγυήσεων και για τη σύγκληση πενταμερούς ή πολυμερούς διάσκεψης.

Μεταξύ άλλων, πηγές που δεν επιδέχονται διάψευσης ή αμφισβήτησης αναφέρονται σε συνομιλία του κ. Κασουλίδη, πριν από το καλοκαίρι, με ξένο ομόλογό του στον οποίο είχε υπογραμμίσει ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε δύσκολο στάδιο λόγω της εξέτασης των ζητημάτων των εποίκων, του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της διακυβέρνησης. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως αποδείχθηκε μέχρι τις διακοπείσες συνομιλίες του Νοεμβρίου στην Ελβετία, παραβίαζε την προηγούμενη δέσμευσή της για πληθυσμιακή αναλογία 4:1, προωθώντας σχέδιο της Άγκυρας για την απόδοση ιθαγένειας σε άλλους 20.000 εποίκους. Ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών τόνιζε, στην ίδια γραμμή με τον Έλληνα ομόλογό του, πως το υφιστάμενο σύστημα ασφαλείας είναι ξεπερασμένο, προσθέτοντας πως το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν μπορεί να παραβιάζεται σε αυτό ή σε άλλο σημείο.

Παράλληλα ακόμα πιο σημαντικά (από τη σκοπιά, τουλάχιστον, εξήγησης της ταυ-τόσημης μέχρι το Νοέμβριο τακτικής Αθήνας- Λευκωσίας και της εκ των υστέρων διατύπωσης κατηγοριών κατά του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών) είναι όσα συζητούσε ο πρόεδρος Αναστασιάδης με ξένους ηγέτες. Ο Κύπριος πρόεδρος διαπίστωνε, τον Ιούλιο, «χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί» όχι από τους Τουρκοκύπριους, αλλά «με την έμπρακτη βούληση της Τουρκίας», επισημαίνοντας ότι η Άγκυρα «όφειλε να κάνει υπερβάσεις». Στις δε αρχές Οκτωβρίου (μετά τις πολύ σημαντικές επαφές με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ) έκρινε πως υπάρχει προσπάθεια του κυρίου Ακιντζί «να επιβάλει τη γνωστή τουρκική θέση περί πενταμερούς διάσκεψης τους επόμενους μήνες». Σημείωνε ότι διεθνείς παράγοντες (κατονομάζοντάς τους) κατανοούσαν τη θέση της Λευκωσίας (σ.σ. και της Αθήνας) στο θέμα της διάσκεψης και συμπλήρωνε πως η στάση της Τουρκίας ήταν απρόβλεπτη λόγω της τακτικής που ακολουθεί, μετά το πραξικόπημα, ο πρόεδρος Ερντογάν. Όπως, επίσης, υπενθυμίζουν ελληνικές διπλωματικές πηγές, είναι αυτονόητο ότι τον τελευταίο ενάμισι χρόνο ο κ. Αναστασιάδης απέρριπτε σταθερά την επιδίωξη του κ. Ακιντζί για προώθηση του νέου συστήματος ασφάλειας μέσω της πτυχής της διακυβέρνησης, καθώς ο Κύπριος πρόεδρος επέμενε (και σωστά τότε) στο θέμα των εγγυήσεων.

Με αυτά τα δεδομένα, η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί για τη στροφή του κ. Αναστασιάδη είναι η προαναφερθείσα περί εσωτερικών σκοπιμοτήτων της κυπριακής πολιτικής σκηνής και του πιθανού άγχους του Προέδρου ως προς τις εκτιμήσεις και το χρονοδιάγραμμα που είχε συζητήσει με εμπλεκόμενες ξένες κυβερνήσεις. Γιατί δεν είναι δυνατόν η Λευκωσία να εξαπολύει μύδρους για τη στάση της Ελλάδος στις εγγυήσεις και στην πενταμερή ή πολυμερή διάσκεψη, ενώ ο Κύπριος πρόεδρος είχε ταυτόσημες απόψεις και προειδοποιούσε ξένους ομολόγους του για τους κινδύνους. Το σημαντικότερο άλλωστε είναι ότι ο κ. Αναστασιάδης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να υπάρξει λύση (και μάλιστα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου), χωρίς κατάργηση των εγγυήσεων και με την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο!