Του Κυριάκου Κυριακίδη*

Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από την υπογραφή των συμβάσεων με τη Dassault και την MBDA, για τα Rafale και τον εξοπλισμό τους, τον Ιανουάριο του 2020.

Αισθάνομαι ιδιαίτερη ικανοποίηση που, μετά από μια σειρά ετών σχετικής αδράνειας στις προμήθειες αμυντικού υλικού, η χώρα μας -επιτέλους- εξοπλίζεται και μάλιστα με γοργό ρυθμό, για να καλύψει το κενό.

Ήταν αναγκαίο εκεί που φτάσαμε! Η περσινή δραστηριότητα του σταθερού διεκδικητή του εναέριου, θαλάσσιου χώρου και αμφισβήτησης της δυνατότητας άμυνας των  νήσων μας στο ανατολικό Αιγαίο μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε τη γύμνια μας, αν και  οι Αρχηγοί, σταθερά, πάντοτε κατέθεταν αντικειμενικά τις αδυναμίες των Κλάδων τους για την επίτευξη της αποστολής των.

Την ευφορία μου αυτή έρχεται να σκιάσει, και διακινδυνεύω πω ότι «με τρομάζει», ο τρόπος και η ταχύτητα πρόσκτησης όλου αυτού του όγκου των εξοπλισμών. Συμπεριφερόμεθα σαν τον πιτσιρικά που του έδωσε απροσδόκητα ο μπαμπάς του 200 ευρώ και τον άφησε μπροστά στα ράφια του Jumbo.

Για την προμήθεια 70 ελικοπτέρων Kiowa, αρχικά, δαπανήθηκαν 44 εκατ. ευρώ, αλλά χρειάσθηκε να δαπανήσουμε και άλλα, μη προβλεφθέντα, 35 εκατ. ευρώ (80% επιπλέον του αρχικού ποσού).

Από το μειωμένο ενδιαφέρον, επί σειρά ετών, για εξοπλισμούς φτάσαμε στο άλλο άκρο του εκκρεμούς. Έτσι παρατηρούμε:

  • Οι δηλώσεις αξιωματούχων των τελευταίων ετών ότι πρώτα από όλα θα συντηρήσουμε και θα αξιοποιήσουμε το υπάρχον υλικό τίθενται σε δεύτερη μοίρα.
  • Η ομολογία και παραδοχή ότι «μόνοι μας θα πολεμήσουμε» δεν συνάδει με τις πράξεις μας αφού, εμπρός στην ταχύτητα εξοπλισμού και πέρα των διαδικασιών, δεν επιδιώκεται η συμμετοχή της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας (ΕΑΒΙ), καθώς και η επιστροφή σε αυτή επενδυτικών εξοπλισμών, ώστε να αυξηθεί σταδιακά ο βαθμός ανεξαρτησίας μας από τρίτους. Θα έπρεπε, σε πρώτη φάση, να εξασφαλισθεί η μερική συμπαραγωγή και υποστήριξη του υλικού μέχρι κάποιο βαθμό τουλάχιστον. Η κακή διαχείριση των κάποτε ΑΩ έφερε στην πράξη το «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι». Την στιγμή που ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες έχουν βρει την μεθοδολογία να απαιτούν και να εξασφαλίζουν ΑΩ, αποφεύγοντας την κακόηχη ονομασία τους, εμείς τα έχουμε δαιμονοποιήσει.
  • Οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων να ενημερώνονται και πάλι από την κορυφή για την απόκτηση οπλικών συστημάτων. Με απλά λόγια κάποιος αποφασίζει για το τι εισήγηση πρέπει να στοιχειοθετήσει το κάθε Επιτελείο, για να του την υποβάλει.
  • Με fast track να γίνονται προμήθειες με σύμβαση-νόμο (και να καμαρώνουμε γι’ αυτό) πέρα από κάθε προβλεπόμενη διαδικασία μέχρι η σύμβαση να βαφτιστεί στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, τη Βουλή, για να «νομοποιηθεί», ακολουθώντας την τακτική του πρώτου διδάξαντος, Ευ. Βενιζέλου. Τον νόμο αυτό (ν.3978/11), «περί ΜΗ προμηθειών» δεν τόλμησαν να τον παραλληλίσουν με τη διεθνή εμπορική πρακτική. Ενδεχομένως δεν απασχόλησε αυτό τους «επαΐοντες» καθ΄ όσον υπήρχε πρόθεση διενέργειας προμηθειών με ξεχωριστό νόμο για κάθε μία. Καθ΄ όσον έτσι μπορείς να συμβασιοποιείς ό,τι και όπως θέλεις και μάλιστα εξασφαλίζοντας την μη παρέμβαση του εισαγγελέως. Αυτό, βέβαια, στερεί τη δυνατότητα από την επιτροπή διαπραγματεύσεων να εμμένει σε κάποιους κανόνες-νόμους αφού δεν υπάρχει νομοθεσία που να ακολουθείται. Αποτέλεσμα οι επιτροπές να σύρονται στα «θέλω» της άλλης πλευράς μια και δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές για τους πρώτους.

Δεν είναι κακός όλος αυτός ο εξοπλισμός, όπως προανέφερα, για σήμερα και για αύριο. Η μεγάλη ανησυχία είναι για «το μεθαύριο». Και για εξοπλιστικά «το μεθαύριο» δεν είναι σχήμα λόγου, δεν είναι μακριά.

Η εξαγγελία της απόκτησης τριών φρεγατών τύπου Belh@arra σίγουρα είναι η πιο εντυπωσιακή από τις προμήθειες αμυντικού υλικού αυτήν την χρονιά.

Οι σε εξέλιξη (συμβασιοποιημένες και εξαγγελθείσες) προμήθειες υπερβαίνουν τα 10 δις. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το κόστος απόκτησης αμυντικού υλικού είναι, ενδεικτικά, το 1/4 του συνολικού Κόστους του Κύκλου Ζωής (ΚΚΖ) του. Γι’ αυτό και το προσομοιάζουν με παγόβουνο. Ως συνολικό κόστος νοείται η απόκτηση του, λειτουργία-υποστήριξη του, ώστε να διατηρείται αξιόμαχο εντός των αρχικών προδιαγραφών του, και, τέλος, η απόσυρση του. Το εάν είναι ¼ -ή και ακόμη λιγότερο- εξαρτάται από το εάν ενδιάμεσα θα ακολουθηθούν και οι τυχόν αναβαθμίσεις που θα αναδείξει ο κατασκευαστής. Κατά συνέπεια, τα 10δις θα απαιτήσουν, σε ένα βάθος 20-25 ετών (διάρκεια ζωής οπλικού συστήματος για να θεωρείται σύγχρονο), δαπάνη πολύ πέρα των 30 δις, δηλαδή κατά μέσο όρο πέρα του1,5δις/έτος με τις σημερινές ισοτιμίες και αξίες υλικών/υπηρεσιών. Αυτή η δαπάνη πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει ληφθεί υπ’ όψιν. Και μάλλον έτσι είναι, διότι, όταν εξαγγέλλονται προγράμματα χωρίς την προβλεπόμενη επιτελική διαδικασία και εισήγηση, αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν. Η Κατευθυντήρια Οδηγία 1/2017/ΓΔΑΕΕ, η οποία αναφέρει «το ΚΚΖ δύναται να αποτελεί κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς» αγνοείται απολύτως, αν και προβλέπεται από το άρθρο 47 του ν3433/06 και από το αρ.  66 του ν3978/11 που εναρμονίζεται με το άρθρο 47 της οδηγίας 2009/81/ΕΚ. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ειδικά το κόστος απόσυρσης ουδέποτε μας απασχόλησε. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβανόμαστε τη «δωρεά», από τρίτους, υλικού που γι’ αυτούς είναι μη εκμεταλλεύσιμο, αλλά τους κοστίζει για να το αποσύρουν. Βέβαια, η ελληνική πρακτική έχει υιοθετήσει το δόγμα «θα τα βρουν οι άλλοι».

Πρέπει κάποτε, επιτέλους, να μπορέσουμε να αποβάλουμε το «Εμείς και οι Άλλοι», πρέπει να καταλάβουμε ότι μόνον «Εμείς» υπάρχουμε διαχρονικά. Σε αυτή την υπόθεση δεν χωρούν «Άλλοι».

Ο εκσυγχρονισμός ενός αριθμού F-16 σε F-16V είναι μια αναγκαία κίνηση προκειμένου η χώρα να διατηρήσει την αποτρεπτική της ικανότητα.

Ο θυμόσοφος λαός λέει «το τζάμπα πέθανε». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόκτηση των 70 ελικοπτέρων Kiowa (έναντι 44 εκατομμυρίων ευρώ) που -μετά την προμήθειά τους και τα φιλόδοξα σχέδια- σήμερα έχουμε τη διαθεσιμότητα που έχουμε (καλό είναι να μην την αναφέρουμε) και αυτό αφού χρειάσθηκε να δαπανήσουμε άλλα, μη προβλεφθέντα, 35 εκατ. ευρώ (80% επιπλέον του αρχικού ποσού). Έτσι διαβάζουμε και πάλι στα αμυντικά ΜΜΕ για πιθανές επικείμενες προμήθειες αμυντικού υλικού από σύμμαχες χώρες  με «δωρεάν παραχώρηση». Τελευταία, λέγεται και πάλι ότι έρχεται ανάλογη προσφορά και γι’ άλλα ελικόπτερα. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, πέρα του κρυφού κόστους, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με μία επιπλέον, προμήθεια ελικοπτέρων θα προσεγγίσουμε τον αριθμό 20 διαφορετικών τύπων ελικοπτέρων στις ΕΔ. Κάποιος επιτέλους πρέπει να μας πει τι σημαίνει αυτό σε επιπλέον κόστος υποδομών, εκπαίδευσης και ανταλλακτικών έναντι της περίπτωσης να είχαμε στρατηγικά επιλέξει 3-5 τύπους ελικοπτέρων με, κατά περίπτωση, διαμορφώσεις για τη συνολική κάλυψη των απαιτήσεων των ΕΔ.

Ας μη βιαστεί κάποιος να πει ότι σε πρόσφατες συμβάσεις προμήθειας υλικού υπογράψαμε συγχρόνως και σύμβαση εν συνεχεία υποστήριξης. Γιατί αυτή, κατά περίπτωση και όπου υπάρχει, είναι για δύο, τρία, το πολύ πέντε χρόνια, δηλαδή για την περίοδο που το υλικό είναι καινούριο (και σε εγγύηση). Στη συνέχεια, που πλέον έχουμε «παντρευτεί» το υλικό, οπότε είναι και επιβαρυμένη η συντήρηση του,  είμαστε λίγο-πολύ στη διάθεση του προμηθευτή που ελέγχει τα υλικά, τη διαθεσιμότητά τους, τις αναβαθμίσεις, τη βιβλιογραφία κ.λπ. Υπάρχουν πρόσφατα οδυνηρά πολλαπλά παραδείγματα, τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ασχολούνται στο χώρο, για την απαίτηση ιδιαίτερα δαπανηρής υποστήριξής των.

Συμπερασματικά, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος που η χώρα μας σήμερα θωρακίζεται, αποκτώντας νέες σύγχρονες μονάδες αλλά επιτρέψτε μου συγχρόνως να ανησυχώ ιδιαίτερα για το «μεθαύριο» που είναι πολύ κοντά, γιατί:

  • Δεν διακρίνω κανένα σχεδιασμό (έπεται ο ορθολογιστικός σχεδιασμός).
  • Δεν υφίσταται κλιμακωτή ανανέωση του αμυντικού εξοπλισμού, ώστε αυτός να διατηρείται σταθερά κοντά στην αλματωδώς αναπτυσσόμενη τεχνολογία.
  • Δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν το κόστος υποστήριξης και το κόστος απόσυρσης.
  • Με την ακολουθούμενη διαδικασία, ρυθμούς και δαπάνη δεν βλέπει κανείς για το πώς σε δέκα χρόνια από τώρα δεν θα καταλήξουμε στην κατάσταση της περιόδου «Ίμια+10 χρόνια».

Βέβαια, όλα αυτά είναι, κυρίως, αποτέλεσμα του ότι «αναρμοδίως εμφανίζονται ως πλέον αρμόδιοι κάποιοι που παίρνουν αποφάσεις πέρα από διαδικασίες και χωρίς εισηγήσεις των αρμοδίων ειδικών». Συμπωματικά δε, αυτοί που (δεν) εισηγούνται είναι αυτοί που θα κληθούν να χειριστούν τα μέσα αυτά και να θέσουν, πρώτοι από όλους, τη δική  τους ζωή και τις ζωές των ανθρώπων που την τύχη τους την αφήσανε στα χέρια τους.

Το τελικό κόστος της παραχώρησης των τεθωρακισμένων Μ1117 Warrior θα το ξέρουμε, όταν αυτά έλθουν στην Ελλάδα και πόσα από αυτά θα χρησιμοποιηθούν επιχειρησιακά.

Ας αφήσουν, λοιπόν, τους καθ΄ όλα άξιους επιτελείς των Γενικών Επιτελείων και της ΓΔΑΕΕ να κάνουν τη δουλειά τους, όπως πολύ καλά ξέρουν να την κάνουν. Η πολιτική ηγεσία ας εξασφαλίσει την ομαλή, συνεχή και εύλογη οικονομική υποστήριξη των αμυντικών δαπανών.

*Αντιναύαρχος ε.α., πρώην Γενικός Διευθυντής ΓΔΑΕΕ