Το ευρωπαϊκό αμυντικό τοπίο αλλάζει!
Στη φωτογραφία: Ο Πολωνός υπουργός Άμυνας Μάριους Μπλάζακ έχει θέσει ως στόχο η χώρα του να αποκτήσει «τις ισχυρότερες χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη» και ήδη διαθέτει περισσότερα άρματα μάχης, με έμφαση στα αμερικανικά Abrams (φωτογραφία), και χόβιτζερ συγκριτικά με τη Γερμανία.
Το αμυντικό τοπίο στη Γηραιά Ήπειρο αναδιαμορφώνεται στη σκιά της ουκρανικής κρίσης με τους -άλλοτε αδιάφορους και «περί άλλα τυρβάζοντες»- Ευρωπαίους να αναθεωρούν προτεραιότητες και στρατηγικές, αυξάνοντας (κατακόρυφα κάποιοι εξ αυτών) τις αμυντικές τους δαπάνες, ανανεώνοντας τα οπλοστάσιά τους και προσεγγίζοντας με άλλη ματιά τις μεταξύ τους δυνητικές αμυντικές συνεργασίες.
Η αρχή έγινε, στα λόγια, ήδη από τις πρώτες ώρες του πολέμου. Οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Μόλις λίγα 24ωρα αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου, ο Σοσιαλδημοκράτης Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε από το βήμα του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου επιπλέον χρηματοδότηση ύψους 100 δις ευρώ για τις ένοπλες δυνάμεις, δίνοντας έτσι το άτυπο έναυσμα για μια νέα κούρσα εξοπλισμών.

Στους μήνες που μεσολάβησαν έκτοτε, στην Ευρώπη άλλαξαν βεβαίως πάρα πολλά. Η Φινλανδία και η Σουηδία είναι πια ζήτημα χρόνου να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, αφού πρώτα δώσουν το τελικό «ΟΚ» η Τουρκία και η Ουγγαρία. Η Γερμανία άρχισε να στέλνει όχι μόνο κράνη, αλλά και όπλα στην Ουκρανία. Ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Σλοβακία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβενία) μπήκαν στη διαδικασία να ανανεώσουν τη σύνθεση του οπλοστασίου τους, στέλνοντας παλαιά σοβιετικά συστήματα (BMP-1, S-300, T-72, М-55S κ.ά.) στις ουκρανικές δυνάμεις και αντικαθιστώντας τα με νεότερα συστήματα δυτικής προέλευσης (Marder κ.ά.). Πολλοί Ευρωπαίοι προχώρησαν σε νέες διόλου ευκαταφρόνητες αγορές οπλικών συστημάτων (F-35 στη Γερμανία, για παράδειγμα).
Συνολικά, δε, ήταν πολλές οι ευρωπαϊκές χώρες που έσπευσαν να ανακοινώσουν αυξήσεις στις αμυντικές τους δαπάνες. Πέρα από τους Γερμανούς, αυξήσεις αμυντικών δαπανών ανακοίνωσαν το Βέλγιο, η Σουηδία, η Ρουμανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Νορβηγία, η Φινλανδία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, και η Λετονία, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση αναμένεται να κινηθούν και άλλοι (Γαλλία, Βρετανία) εάν δεν το έχουν κάνει ήδη.
Το 2% ως σημείο αναφοράς
Το πόσες από αυτές τις χώρες, που τώρα διαμηνύουν ότι προτίθενται να αρχίσουν να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, θα καταφέρουν τελικώς όντως να «πιάσουν» τον στόχο του 2% επί του ΑΕΠ που έχει τεθεί στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και το πότε, είναι κάτι που μένει βέβαια να φανεί στην πράξη. Σημειώνεται ότι, με βάση τα στοιχεία του 2021 όπως παρουσιάζονται στον ιστοχώρο του ΝΑΤΟ (Defence Expenditure of NATO Countries 2014-2021), τον εν λόγω στόχο είχαν υπερκαλύψει πέρυσι με τις αμυντικές δαπάνες τους, πέρα από τις ΗΠΑ: η Ελλάδα, η Κροατία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Εσθονία, η Λετονία, η Πολωνία και η Λιθουανία, ενώ η Ρουμανία και η Γαλλία ήταν στο όριο. Ενδεικτική των εξελίξεων είναι όμως και η πορεία που έχουν ακολουθήσει οι νατοϊκές χώρες από το 2014 (χρονιά προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία) και έπειτα, αναφορικά ακριβώς με αυτόν τον στόχο του 2%. Από εκεί που (πέρα από τις ΗΠΑ) μόνο δύο χώρες το 2014, η Ελλάδα και η Βρετανία, έπιαναν αυτόν τον στόχο, το 2021 είχαν γίνει επτά ή εννέα (εάν συνυπολογίσει κανείς Ρουμάνους και Γάλλους). Εάν ισχύσουν, δε, στην πράξη όσα γράφονται ως εκτιμήσεις στον ευρωπαϊκό Τύπο, τότε η Ισπανία θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει πιάσει τον στόχο του 2% ως το 2029, η Ιταλία ως το 2028 και η Γερμανία ως το 2026.
Πολλοί, βέβαια, δεν εντυπωσιάζονται. Την περίοδο μεταξύ 1999 και 2021, οι συνολικές αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών της Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 20%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (European Defence Agency – EDA). Ωστόσο, συγκριτικά και κατά την ίδια περίοδο, οι αντίστοιχες δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 66%, της Ρωσίας κατά 292% και της Κίνας κατά 592%.
Οι αναλύσεις, αναφορικά με το ευρωπαϊκό αμυντικό τοπίο, τείνουν να επιστρέφουν σε μια σειρά από κοινές διαπιστώσεις. Μιλούν για ένα κατακερματισμένο αμυντικό τοπίο που δοκιμάζεται από ελλείψεις στόχευσης και πολιτικής συναίνεσης. Για ένα τοπίο στο οποίο η αμυντική συνεργασία είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκαλύπτει πως τα ευρωπαϊκά έθνη επί σειρά ετών δεν επένδυαν επαρκή ποσά στην άμυνα» ήταν η κύρια διαπίστωση στο Halifax International Security Forum που πραγματοποιήθηκε, το Νοέμβριο, στον Καναδά.

Ευκαιρία και πρόκληση
Επίσης το Νοέμβριο, δόθηκε στη δημοσιότητα και η πιο πρόσφατη Συντονισμένη Ετήσια Επανεξέταση στον Τομέα της Άμυνας (Coordinated Annual Review on Defence – CARD). Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, «οι αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες μετά τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας αποτελούν ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση για την ευρωπαϊκή άμυνα».
Οι συντάκτες της CARD προειδοποιούν ότι δαπάνες, που γίνονται μεμονωμένα από τα κράτη-μέλη και συμφωνίες που γίνονται με προμηθευτές εκτός Ε.Ε., θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κατακερματισμό, υπονομεύοντας την όποια προοπτική ανάπτυξης ικανών και περισσότερο συνεκτικών ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Οι ίδιοι αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι ο αμυντικός σχεδιασμός στην Ευρώπη συνεχίζει να γίνεται, ως επί το πλείστον, μεμονωμένα από τα κράτη-μέλη, τα οποία προς το παρόν δεν έχουν πειστεί από τα προωθούμενα σχέδια της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της άμυνας.
Σημειωτέον ότι η Συντονισμένη Ετήσια Επανεξέταση στον Τομέα της Άμυνας προχωρά σε διαπιστώσεις με τους εξής απώτερους στόχους: τον καλύτερο προσδιορισμό των αμυντικών ελλείψεων, την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας και την καλύτερη και πιο συνεκτική προσέγγιση αναφορικά με τον σχεδιασμό των αμυντικών δαπανών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σε όλα αυτά τα μέτωπα, η ΕΕ όντως κάνει -ή τουλάχιστον ανακοινώνει- βήματα προόδου. Τους τελευταίους μήνες, έχει ανακοινώσει: την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσω κοινών προμηθειών (EDIRPA), την προώθηση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στον τομέα της άμυνας (ΕΒΤΒΑ), τη διάθεση χρηματοδότησης ύψους 1 δις ευρώ για το έτος 2022 με σκοπό την ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της Ε.Ε. μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, την προώθηση ενός νέου ενωσιακού προγράμματος καινοτομίας στον τομέα της άμυνας (EUDIS) κ.ά. Και όλα αυτά, με φόντο πια τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) που ήδη τρέχει ως πυλώνας της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής χωρίς, προς το παρόν τουλάχιστον, να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα.
Πάντως, ενδεικτικά των παρατεινόμενων αμυντικών αρρυθμιών της Ευρώπης είναι όσα αναφέρει σε ανάλυσή του (“Transforming European Defense” Αύγουστος 2022) το αμερικανικό «Center for Strategic and International Studies – CSIS»: «Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τα ευρωπαϊκά έθνη επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό στους στρατούς τους να ατροφήσουν […] Δεκαετίες μειούμενων αμυντικών προϋπολογισμών οδήγησαν σε δραματική συρρίκνωση των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων […] Ανταγωνιστικές εθνικές αμυντικές βιομηχανίες και αποκλίνουσες επιχειρησιακές ανάγκες οδήγησαν σε ένα βαθιά κατακερματισμένο αμυντικό τοπίο όπου οι συνεργατικές λύσεις αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.»
Ωστόσο, πολλά θα άρχιζαν να αλλάζουν από το 2014 (χρονιά εισβολής των Ρώσων στην Κριμαία) και έπειτα, με τους Ευρωπαίους όμως να εξακολουθούν, χρόνια μετά, να διαφωνούν αναφορικά με: την ίδια τη σκοπιμότητα της στρατηγικής αυτονομίας, τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και το μέλλον των διατλαντικών δεσμών, το όρια της εξουσίας των Βρυξελλών, την ομοφωνία στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ.ά.

Το αμερικανικό πίβοτ στην Ασία
Όμως η Ευρώπη θα έπρεπε να ενισχυθεί αμυντικά και για έναν άλλο λόγο, καθώς οι Αμερικανοί δεν θα είναι πάντοτε εκεί για να την «καλύπτουν» στρατιωτικά. «Στις 27 Οκτωβρίου, έπειτα από μήνες καθυστερήσεων, η διοίκηση Μπάιντεν έδωσε στη δημοσιότητα τη μη-διαβαθμισμένη εκδοχή της νέας αμερικανικής Εθνικής Αμυντικής Στρατηγικής (National Defense Strategy – 2022 NDS) που, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παραμένει προσανατολισμένη όχι στη Ρωσία (σ.σ. ούτε στην Ευρώπη) αλλά στην Κίνα», γράφαμε στο Amynanet.gr στις 6 Νοεμβρίου, σε άρθρο με τίτλο «Δύση ‘καλεί’ Κίνα: Η νέα αμερικανική στρατηγική, ο πόλεμος των τσιπ και οι γερμανικές μπίζνες».
Στην ανάλυσή τους για την ευρωπαϊκή άμυνα, οι ειδικοί του CSIS σημειώνουν ωστόσο και κάτι άλλο: ότι «πολλές από τις ανακοινώσεις (σ.σ. περί αύξησης των αμυντικών δαπανών) που έγιναν από τις 24 Φεβρουαρίου και έπειτα, ακόμη δεν έχουν αρχίσει να υλοποιούνται». Αν και δημοσιευθείσα τον περασμένο Αύγουστο, η ανάλυση του CSIS εν τω μεταξύ επιβεβαιώθηκε μέσω Γερμανίας.
Ενδεικτικά είναι, επίσης, όσα έγραφαν οι Financial Times στις 24 Νοεμβρίου 2022 σε άρθρο υπό τον τίτλο «Ο ανεπαρκώς εξοπλισμένος γερμανικός στρατός ακόμη περιμένει οικονομική ενίσχυση από το Βερολίνο». Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «από τα επιπλέον 100 δις ευρώ, που ανακοίνωσε ο Όλαφ Σολτς τον Φεβρουάριο, δεν έχει μέχρι στιγμής δαπανηθεί σχεδόν τίποτα, λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων Η (σ.σ. γερμανική) αντιπολίτευση και κορυφαίοι ειδικοί σε θέματα ασφάλειας αρχίζουν να αναρωτιούνται εάν η δέσμευση της Γερμανίας να πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή άμυνα είναι μόνο ρητορική. Το κοινοβουλευτικό σώμα, που συστάθηκε την άνοιξη, για να διαθέσει χρήματα για προγράμματα εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, συνεδρίασε μόνο μία φορά. Το υπουργείο Άμυνας δεν είχε να του υποβάλει προτάσεις για προμήθειες. Η επόμενη συνεδρίασή του δεν πρόκειται να λάβει χώρα πριν από το Φεβρουάριο του 2023».

Η Πολωνία ως «υπερδύναμη»
Ό,τι ισχύει ωστόσο για τη Γερμανία, δεν ισχύει απαραιτήτως και για όλους τους άλλους Ευρωπαίους. «Γνωρίστε την επερχόμενη στρατιωτική υπερδύναμη της Ευρώπης: την Πολωνία», ήταν ο τίτλος άρθρου που δημοσιεύθηκε στο Politico στις 21 Νοεμβρίου, ενώ και το πρακτορείο Reuters, λίγες ημέρες μετά (24 Νοεμβρίου) θα αφιέρωνε ένα μακροσκελές άρθρο στην αμυντική βιομηχανία της ανατολικής Ευρώπης που «παράγει όπλα, πυρομαχικά και λοιπές στρατιωτικές προμήθειες με ρυθμό που δεν είχε παρατηρηθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς οι κυβερνήσεις της περιοχής ηγούνται των προσπαθειών να βοηθήσουν την Ουκρανία στον αγώνα της ενάντια στη Ρωσία».
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Ukraine Support Tracker του Kiel Institute for the World Economy, οι χώρες που έχουν κατά σειρά στείλει τη μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία είναι οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πολωνία και η Τσεχία.
Χαρακτηριστικά, οι φετινές εξαγωγές όπλων από την Τσεχία (από αμυντικές βιομηχανίες, όπως οι Czechoslovak Group και STV Group) θα είναι οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί, ετησίως, μετά το 1989. Σε τροχιά ανόδου κινείται παράλληλα και ο κρατικός πολωνικός όμιλος PGZ (Polska Grupa Zbrojeniowa) υπό την ομπρέλα του οποίου λειτουργούν δεκάδες εταιρείες, όπως, για παράδειγμα, η Mesko που βρίσκεται πίσω από τα φορητά αντιαεροπορικά Piorun κ.ά.
«Ο πολωνικός στρατός πρέπει να είναι τόσο ισχυρός, ώστε να μην χρειάζεται να πολεμήσει λόγω της ισχύος του και μόνο», είχε δηλώσει πρόσφατα ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι. Σε ανάλογο πνεύμα, ο υπουργός Άμυνας Μάριους Μπλάζακ έχει θέσει ως στόχο η Πολωνία να αποκτήσει «τις ισχυρότερες χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη». Η Πολωνία έχει ήδη περισσότερα άρματα μάχης και χόβιτζερ από τη Γερμανία, ενώ πρόκειται να έχει και πολύ μεγαλύτερο στρατό, καθώς έχει θέσει ως στόχο τους 300.000 στρατιώτες έως το 2035, σε σύγκριση με τους σημερινούς 170.000 της Γερμανίας. Σήμερα, ο στρατός της Πολωνίας αριθμεί περίπου 150.000 μέλη. Το Politico πρόβαλε και την εκτίμηση ότι «η Πολωνία έχει γίνει ο πιο σημαντικός εταίρος μας στην ηπειρωτική Ευρώπη» την οποία έκανε ανώτερος αξιωματικός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο. Άλλωστε οι αμυντικές δαπάνες της Πολωνίας έχουν πια αφήσει πίσω τον νατοϊκό στόχο του 2% επί του ΑΕΠ και ανεβαίνουν προς το 5%.
Οι Πολωνοί έχουν αγοράσει οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ (άρματα μάχης Abrams, μαχητικά F-35 κ.ά.). Το τελευταίο διάστημα αγοράζουν οπλισμό, συνολικής αξίας άνω των 10 δις δολαρίων, κυρίως, από τη Νότια Κορέα. Μεταξύ αυτών, άρματα μάχης K2 Black Panther, χόβιτζερ K9 Thunder, αεροσκάφη FA-50, εκτοξευτές πυραύλων K239 Chunmoo κ.ά.