Του Αλέξανδρου Τάρκα

 

Η πανηγυρική εκλογή του «άγνωστου» Ντ. Τραμπ στο Λευκό Οίκο, οι επισκέψεις του απερχόμενου προέδρου Μπ. Ομπάμα στην Αθήνα και το Βερολίνο και η άνοδος «μη συστημικών» κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη επανέφεραν στο προσκήνιο τις ανησυχίες για το επίπεδο και τον τρόπο συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού.

Η εικόνα που μεταφέρουν πηγές με άμεση πληροφόρηση, κυρίως, από την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, δεν συμβαδίζει με τις θεωρίες περί επικείμενης πολιτικής ακραίου απομονωτισμού της ρεπουμπλικανικής διοίκησης Τραμπ ή υπονόμευσής της από τους ηττηθέντες Δημοκρατικούς ούτε και με την εκτίμηση ότι η γερμανική ηγεσία παραμένει εξοργισμένη με τις ΗΠΑ λόγω του (προπέρσινου) σκανδάλου υποκλοπών. Αντίθετα, η γερμανική οργή για τις παρακολουθήσεις από τη NSA αποτελεί παρελθόν, ίσως λόγω της παραδοχής ότι «αυτά είναι μέρος του διεθνούς παιχνιδιού» ακόμα και μεταξύ συμμάχων, ενώ και για τη διατλαντική εμπορική συμφωνία, τη γνωστή TTIP, δεν προδικάζεται ότι ο κ. Τραμπ θα διακόψει τις συζητήσεις ή ακυρώσει τις ως τώρα διευθετήσεις.

Παράλληλα, όσο κι αν αρκετοί παρατηρητές εκφράζουν ανησυχία ή προβλέπουν ακόμα και ρήξη μετά τη διακηρυγμένη θέση του νεοεκλεγέντος Προέδρου ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερες ευθύνες στο ΝΑΤΟ με αύξηση των αμυντικών δαπανών τους στο 2%, ούτε και σε αυτό το σημείο εμφανίζεται πιθανή μια αντιπαράθεση Ουάσιγκτον-Βερολίνου. Το μήνυμα της καγκελαρίου Μέρκελ προς τον κ. Τραμπ είναι, όπως τονίζει ξένη διπλωματική πηγή, ότι οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες δεν ξεπερνούν το 1,3%, οπότε υπάρχει περιθώριο αύξησής τους. Ασφαλώς, όπως προστίθεται, αυτό δεν μπορεί να συμβεί το 2017, καθώς ο γερμανικός κρατικός προϋπολογισμός έχει ήδη καταρτιστεί, αλλά αργότερα και υπό την προϋπόθεση επανεκλογής της κας. Μέρκελ. Αν πάντως ληφθεί υπόψη ότι οι γερμανικές εκλογές θα γίνουν το φθινόπωρο του επόμενου έτους και ότι είναι μάλλον ασύμφορο (για τους υποψηφίους) να τεθεί το ζήτημα του 2% ως κορυφαίο θέμα της προεκλογικής περιόδου, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ουσιαστικές αμερικανο-γερμανικές συζητήσεις θα πραγματοποιηθούν το 2018.

Πολιτική κυρώσεων

Κρίσιμο σημείο των διεθνών εξελίξεων, ήδη από τους πρώτους μήνες θητείας του κ. Ντ. Τραμπ, θα είναι η εφαρμογή (ή μη) πολιτικής κυρώσεων. Αξιόπιστες διπλωματικές πηγές, στις οποίες έχει πρόσβαση η «Α&Δ», βεβαιώνουν ότι η προ-πτική αυτή όντως συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ του κ. Ομπάμα και της κας. Μέρκελ και διαπιστώθηκε ένα είδος αντίφασης.

Από τη μια πλευρά, ο απερχόμενος Πρόεδρος, που, επί των ημερών του, υπογράφη η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την άρση των κυρώσεων (σταδιακή με πολλές εξ αυτών ακόμα σε ισχύ), εκτιμά πως η κατάργησή της αφενός θα έπληττε την αξιοπιστία των ΗΠΑ και αφετέρου θα οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, στην απόκτηση όπλων μαζικής καταστροφής από την Τεχεράνη. Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο κ. Ομπάμα, η κα. Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ (και μάλλον όποιος κι αν τον διαδεχθεί μετά την άνοιξη) δεν απορρίπτουν την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν και τη διεύρυνση των αντίστοιχων κατά της Ρωσίας λόγω της πολιτικής τους στη Συρία. Πρακτικά, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια από τις (γνωστές και από τη γιουγκοσλαβική κρίση της δεκαετίας του ’90) αντιφάσεις των Δημοκρατικών, αφού κυρώσεις θα επιβάλλονταν, ούτως ή άλλως, στο Ιράν! Θα πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για ένα από τα πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμα θέματα στο πρώτο εξάμηνο του 2017, καθώς η νέα διοίκηση των Ρεπουμπλικάνων θα είναι σκληρή ως προς το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, αλλά ίσως ηπιότερη επί της πολιτικής του Ιράν (και, κυρίως, της Ρωσίας) για τη Συρία.

Το νέο (;) πλαίσιο σχέσεων Ουάσιγκτον-Μόσχας αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό για τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ, τον πρόεδρο Β. Πούτιν και, κατά μία εκδοχή, ακόμα και για τον ίδιο τον κ. Τραμπ εν αναμονή των ενημερώσεών του από το Στέητ Ντηπάρτμεντ, το Πεντάγωνο και τη CIA και ενόψει των εισηγήσεων που θα υποβάλουν οι συνεργάτες του που θα διοριστούν ως επικεφαλής αυτών των τριών σημαντικών τομέων. Η κρίση της Ουκρανίας, με τη δυτική απαίτηση πλήρους εφαρμογής των συμφωνιών του Μινσκ, προβλέπεται πως θα καθορίσει τη σχέση Τραμπ-Πούτιν και τις ισορροπίες μεταξύ των χωρών τους για μακρύ χρονικό διάστημα.