Του Αλέξανδρου Τάρκα

Ο Χέλμουτ Σμιντ, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών στις 10 Νοεμβρίου 2015, ήταν γνωστός για την, κατά καιρούς, έντονη ενασχόληση του με τα ελληνικά πράγματα κατά τη θητεία του ως καγκελάριος της Γερμανίας (Μάιος 1974-Οκτώβριος 1982) και για τις παρεμβάσεις του στο αίτημα ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ.

Μεταξύ άλλων, είναι χαρακτηριστική η αντίθεσή του, μέχρι το καλοκαίρι του 1978, στην ένταξη με τα επιχειρήματα αφενός ότι η ελληνική οικονομία απείχε πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και αφετέρου ότι η μεταφορά των ελληνοτουρκικών διαφορών στα κοινοτικά όργανα θα προκαλούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στις εξωτερικές σχέσεις της ΕΟΚ. Χάρη στη διαρκή διπλωματική πίεση από τον τότε πρωθυπουργό Κων. Καραμανλή (και στην ανάθεση ορισμένων ζωτικών ελληνικών κρατικών συμβολαίων σε γερμανικές εταιρίες), αλλά μετά και από παρέμβαση του τότε προέδρου της Γαλλίας Β. Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, ο Σμιντ συναίνεσε στην αποδοχή του αιτήματος ένταξης στα τέλη του ιδίου έτους, ανοίγοντας το δρόμο για την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης το Μάιο του 1979 και για την πλήρη ένταξη τον Ιανουάριο του 1981.

Ο Χέλμουτ Σμιντ συνέχισε να παρακολουθεί στενά τα ελληνικά πράγματα και στις δεκαετίες που ακολούθησαν και, ιδιαίτερα, από το 1998 ως το 2005, όταν το σοσιαλδημοκρατικό SPD επανήλθε στην εξουσία υπό τον καγκελάριο Γκ. Σρέντερ. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν, κατά διαστήματα, σε επαφή με τις ελληνικές διπλωματικές αρχές στη Γερμανία, αλλά στη συνέχεια αυτές οι επικοινωνίες αραίωσαν και επαναλήφθηκαν, πρόσφατα, μόλις μία φορά, τον Ιούνιο του 2014.

Κατά τη συνάντησή του εκείνη με κορυφαίο Έλληνα διπλωμάτη, ο Σμιντ είχε κάνει μια πολύ σύντομη αναδρομή στο παρελθόν και παραδέχθηκε, ευθέως, ότι δεν επιθυμούσε την ελληνική ένταξη για οικονομικούς λόγους. Προτίμησε να μη σχολιάσει τις σχέσεις του με τον Κων. Καραμανλή (για τον οποίο, στο παρελθόν, είχε πάντως υπογραμμίσει ότι είχε μέγιστη εκτίμηση) και παραδέχθηκε την καταλυτική παρέμβαση που είχε δεχθεί από τον Β. Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν για την ένταξη.

Ο Σμιντ, κατά τη συνάντηση με τον Έλληνα διπλωμάτη, προτίμησε αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης στα τρέχοντα ευρωπαϊκά και ενδογερμανικά θέματα, κρίνοντας ίσως ότι αυτά θα είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης έναντι του Βερολίνου. Σε αυτό το πλαίσιο, είχε αξιολογήσει πως η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ (η οποία είχε επανεκλεγεί για τρίτη θητεία το Σεπτέμβριο του 2013) ήταν και θα παρέμενε αναμφισβήτητη κυρίαρχος της πολιτικής ζωής της Γερμανίας, υπογραμμίζοντας ότι στο χριστιανοδημοκρατικό CDU δεν είναι ορατός κανένας ικανός διάδοχός της. Για το SPD ήταν φειδωλός ή ίσως και απογοητευμένος: ανέφερε μόνον ότι το παλαιό του κόμμα διαθέτει κυβερνητικές ικανότητες, προσθέτοντας ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί πότε και πώς θα μπορούσε να επανέλθει στην εξουσία. Ωστόσο, σχολιάζοντας τις σχέσεις της Αγκ. Μέρκελ με τον (σοσιαλδημοκράτη) υπουργό Εξωτερικών της στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, τον Φρ. Σταϊνμάγερ, ο Σμιντ τον υπερασπίστηκε σε υψηλούς τόνους. Ο πρώην καγκελάριος, αφού αποκάλυψε ότι υπάρχει διάσταση απόψεων Μέρκελ-Σταϊνμάγερ και ότι οι σχέσεις τους δεν είναι καλές, σημείωσε πως ο υπουργός Εξωτερικών έδειξε μεγαλύτερη σύνεση στο φλέγον (το καλοκαίρι του 2014) θέμα των υποκλοπών από την NSA των ΗΠΑ. O Σμιντ χαρακτήρισε τις τηλεφωνικές υποκλοπές ως «σύνηθες φαινόμενο» στις διεθνείς σχέσεις, επικρίνοντας την έμφαση που έδωσε η Μέρκελ στο ζήτημα αυτό και εγκωμιάζοντας τον Σταϊνμάγερ που προτίμησε να το υποβαθμίσει. Με βάση αυτό το περιστατικό και άλλες πληροφορίες για την εσωτερική λειτουργία της γερμανικής κυβέρνησης, ο Σμιντ δεν είχε αποκλείσει την πιθανότητα να ξεσπάσει, ξαφνικά, μια αντιπαράθεση Καγκελαρίου-υπουργού Εξωτερικών με οποιαδήποτε αφορμή ίσως και ήσσονος σημασίας.

Απαλλαγμένος από την ανάγκη τήρησης ισορροπιών, ο Σμιντ δεν είχε κανένα ενδοιασμό να επικρίνει, στον Έλληνα συνομιλητή του, τον νυν πρόεδρο της Γερμανίας (προερχόμενο από το SPD) Γιοακίμ Γκάουκ, χαρακτηρίζοντάς τον άπειρο στην εξωτερική πολιτική. Αν και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο επανεκλογής του για δεύτερη θητεία, ο Σμιντ έκρινε ότι ο Γκάουκ θα πρέπει να αυτοπροστατεύεται, περιορίζοντας τα ταξίδια του στο εξωτερικό και, κυρίως, απέχοντας από βιαστικές δηλώσεις, όπως εκείνες στις οποίες είχε προβεί το Μάιο του 2014 για το «καθήκον» της Γερμανίας να υιοθετήσει ακόμα και στρατιωτικές επιλογές για την αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων. Σχολιάζοντας την κατάσταση και τις ισορροπίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Χέλμουτ Σμιντ ήταν ακόμα αυστηρότερος, τονίζοντας πως ο (τότε απερχόμενος) πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Μπαρόζο ήταν «εντελώς ανίκανος» και ότι, επιπλέον, αυτή η ανικανότητα είχε αποτελέσει και το κριτήριο επιλογής του στη θέση που κατείχε από το 2004! Ο Σμιντ δεν έκρυψε (την περίοδο ακόμα που η στάση της Αγκ. Μέρκελ για τον Ζ. Κ. Γιούνκερ ήταν ασαφής) πως το Βερολίνο επιθυμούσε ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να είναι μια αδύναμη προσωπικότητα.

Στο ερώτημα του Έλληνα συνομιλητή για τις ρωσογερμανικές σχέσεις και την πολιτική του Β. Πούτιν, ο Σμιντ εξέφρασε την άποψη πως ο Ρώσος πρόεδρος δεν είχε σαφή στρατηγική για την έξοδό του από την κρίση της Ουκρανίας, προσθέτοντας πάντως πως ούτε και οι Ευρωπαίοι είχαν δική τους στρατηγική εξόδου. Ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας είχε προβλέψει, ορθώς, πως οι ΗΠΑ, διαθέτοντας και την πρόσφατη εμπειρία των επεμβάσεων στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη, δεν θα σκέπτονταν καν μια στρατιωτική επιλογή στην κρίση της Ουκρανίας. Για τη γενικότερη πολιτική έναντι της Ρωσίας, ο Σμιντ είχε κρίνει πως το Βερολίνο πρέπει πάντοτε να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις με τη Μόσχα, ενώ για την Ε.Ε. προέβλεψε ότι τα πράγματα θα είναι πιο συγκεχυμένα με την αποδοχή της Ρωσίας ως στρατηγικού συνομιλητή της, αλλά μάλλον όχι και ως στρατηγικού εταίρου.