Τα failed states στην ελληνική γειτονιά και ο ρόλος της Αθήνας
Εάν ανατρέξει κανείς στις γεωπολιτικές αναλύσεις των περασμένων ετών, θα βρει αναφορές σε πολλών ειδών «άξονες»: του «κακού» («evil») αλλά και της «αντίστασης» («resistance»), της «βολής» («convenience») αλλά και της «ανθεκτικότητας» («resilience»), της Δύσης αλλά και της Ανατολής…
Στην ευρύτερη ελληνική γειτονιά ωστόσο ειδικότερα, «ενδημεί» παράλληλα κι ένας άλλος άξονας-axis: εν προκειμένω εκείνος των «αποτυχημένων» ή «διαλυμένων» κρατών (failed states).
Σε αντίθεση μάλιστα με όλους τους άλλους άξονες που ατονούν, αποσυντίθενται ή μετασχηματίζονται στο πέρασμα του χρόνου, αυτός διευρύνεται και εμμένει.
Πληγές που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως από την καλούμενη «αραβική άνοιξη» και έπειτα, δεν έκλεισαν. Αντιθέτως, πλέον πολλές από αυτές κακοφορμίζουν μέσα σε συνθήκες οξυνόμενων διεθνών ανταγωνισμών.
Η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη, ο Λίβανος και το Σούδαν ανήκουν στην κατηγορία των failed states, μια κατηγορία από την οποία μένει να φανεί εάν και πότε θα βγουν. Ο μόνος λόγος που τα παλαιστινιακά εδάφη δεν εντάσσονται κι εκείνα στην ίδια κατηγορία είναι επειδή δεν αποτελούν state. Από εκεί και πέρα ωστόσο, στην περιοχή MENA (Middle East, North Africa) υπάρχουν κι άλλες μεγάλες χώρες που δεν έχουν αποτύχει αλλά καλούνται επί του παρόντος να αντιμετωπίσουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, όπως είναι για παράδειγμα η Αίγυπτος και το Ιράν.
Αλλά και βορειότερα, στα Βαλκάνια, ο εκσυγχρονισμός και η θεσμική εξυγίανση δεν προχωρούν όπως θα ήθελαν οι φίλοι της ευρωπαϊκής διεύρυνσης.
«Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε τη Βοσνία Ερζεγοβίνη να γίνει failed state», έλεγε ο Ζοζέπ Μπορέλ προ τετραετίας ως επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ενώ άλλες φωνές είχαν ήδη από παλαιότερα αποκηρύξει ως «αποτυχημένα» τα πολυεθνικά κρατικά μορφώματα των Βαλκανίων («multi-ethnic states have failed in the balkans», έγραφε ο Τίμοθι Λες πριν από χρόνια στο Balkan Insight και οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στον άξονα Βόρειας Μακεδονίας-Βουλγαρίας αλλά και στο Κοσσυφοπέδιο δεν τον διαψεύδουν).
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αστάθειας, η Ελλάδα, δικαίως σε έναν βαθμό, αυτοπροβάλλεται ως «πυλώνας», «πόλος», «κέντρο», «άγκυρα», «γέφυρα» και «φάρος σταθερότητας», για να θυμηθούμε κάποιες από τις φράσεις που τείνει να χρησιμοποιεί η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια επί ΝΔ αλλά και παλαιότερα επί ΣΥΡΙΖΑ.
«Είμαστε ο ισχυρός πόλος σταθερότητας σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο», δήλωνε ο κ. Γεραπετρίτης τον περασμένο Σεπτέμβριο σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, αναπαράγοντας το πνεύμα όσων είχαν δηλώσει παλαιότερα οι προκάτοχοί του στην ηγεσία του ΥΠΕΞ, Ν. Δένδιας, Γ. Κατρούγκαλος και Ν. Κοτζιάς.
Οι ηγεσίες του ελληνικού ΥΠΕΞ είχαν όμως ανά διαστήματα τα τελευταία χρόνια δηλώσει και άλλα: ότι η Ελλάδα παράγει σταθερότητα και ασφάλεια (Κοτζιάς), ότι είναι εξαγωγέας σταθερότητας (Κατρούγκαλος) και ότι χτίζει γέφυρες σταθερότητας (Δένδιας). Σε ποιο βαθμό, όμως, ισχύουν όλα τα προαναφερθέντα;
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η Ελλάδα, ως σταθερή χώρα με λειτουργικό κράτος, δεν ρίχνει λάδι στη φωτιά της περιφερειακής αστάθειας μέσα από τις δικές της αστάθειες. Θα μπορούσε, επιπλέον, να αναφερθεί στη φύλαξη των συνόρων, στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών και στην προστασία έναντι τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Όλα τα παραπάνω ωστόσο, αν και έχουν διεθνείς επιπτώσεις, είναι κυρίως «εσωστρεφείς» κι όχι «εξωστρεφείς» δράσεις. Όσο για τις επιχειρήσεις των αμερικανικών δυνάμεων σε Σούδα, Αλεξανδρούπολη κ.α., εκείνες ήταν, είναι και θα είναι κατά βάση αμερικανικές.
Πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να «εξαγάγει» σταθερότητα; Οι πιθανές επιλογές, πολλές: παραμένοντας σταθερή η ίδια – λειτουργώντας ως παράδειγμα σταθερότητας για τους άλλους – προσφέροντας τεχνογνωσία επί συγκεκριμένων πρακτικών θεμάτων – διευκολύνοντας συμμαχικές ή άλλες εταιρικές δράσεις (που θα αποκαθιστούν όμως την σταθερότητα) – συμμετέχοντας σε επιχειρήσεις εκτός των συνόρων (που δεν θα καταλήγουν όμως να εντείνουν την αστάθεια) – κρατώντας σε τάξη τα σύνορα και την επικράτειά της…
Θα μπορούσε άραγε η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Τουρκίας η οποία έχει πια εμπλακεί στρατιωτικά στα μέτωπα της Λιβύης, της Συρίας αλλά και της Αφρικής (Σομαλία); Μάλλον όχι. Δεν θα μπορούσε, ούτε και θα το ήθελε. Μήπως, όμως, η μεγαλύτερη εμπλοκή είναι επιβεβλημένη και θα έπρεπε να επιτευχθεί δια άλλων τρόπων;