Τα «δικτυοκεντρικά διδάγματα» της σύγκρουσης Ινδίας-Πακιστάν
Η Ινδία και το Πακιστάν, δύο δυνάμεις που μετρούν ομοιότητες ως κάτοχοι πυρηνικών όπλων, αλλά και διαφορές σε επίπεδο αμυντικών δογμάτων και οπλοστασίων, βρέθηκαν να ανταλλάσσουν πυρά τον περασμένο Μάιο. Κινήθηκαν στο όριο μιας -δυνητικά- ολομέτωπης σύγκρουσης που θα μπορούσε αποκτήσει διαστάσεις ακόμη και σύρραξης με πυρηνικά.
Οι απόψεις διίστανται αναφορικά με όσα έλαβαν χώρα επί του πεδίου το διάστημα μεταξύ 7 και 10 Μαΐου 2025, πάνω από το διαφιλονικούμενο Κασμίρ, εντός των πακιστανικών συνόρων και, ευρύτερα, στους εναέριους χώρους των δύο κρατών.
Το βέβαιο είναι ότι σημειώθηκαν συγκρούσεις, οι οποίες ήταν οι σφοδρότερες των τελευταίων δεκαετιών μεταξύ δύο χωρών που έχουν κατ’ επανάληψη εμπλακεί σε πολέμους μετά το 1947. Αυτό που είναι, επίσης, βέβαιο είναι ότι έλαβαν χώρα αερομαχίες, με τη συμμετοχή συνολικά δεκάδων ή ακόμη και εκατοντάδων (περίπου 125, σύμφωνα με κάποιες αναφορές) αεροσκαφών και από τις δύο πλευρές.

Οι Ινδοί υποστηρίζουν ότι απογείωσαν μαχητικά γαλλικά Rafale και εκτόξευσαν ισραηλινά περιφερόμενα πυρομαχικά (Harop κ.ά.) με τα οποία έπληξαν στόχους στο υπό πακιστανικό έλεγχο Κασμίρ, αλλά και εντός της πακιστανικής επικράτειας, στο πλαίσιο της επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Operation Sindoor».
Εξαπέλυσαν στοχευμένες επιθέσεις σε αντίποινα για το μακελειό που είχε λάβει χώρα στις 22 Απριλίου 2025 στο -υπό ινδική διοίκηση- Κασμίρ, όταν ένοπλοι τρομοκράτες σκότωσαν 26 τουρίστες που οι περισσότεροι ήταν ινδουιστές. Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι απέδωσε ευθύνες για το μακελειό στο ίδιο το πακιστανικό κράτος το οποίο κατηγορεί, παλαιόθεν, ότι υποθάλπει τρομοκρατικές ομάδες και υποδαυλίζει επεκτατικές τάσεις στο Κασμίρ.
Το Ισλαμαμπάντ αρνήθηκε κάθε ευθύνη σχετικά με τα γεγονότα της 22ης Απριλίου, αλλά ανταπέδωσε τα ινδικά πυρά. Οι πακιστανικές Αρχές υποστήριξαν, μάλιστα, ότι κατέρριψαν κάποια από τα Harop, αλλά και τα Rafale που κινήθηκαν εναντίον τους.
Τι έγινε με τα Rafale της Ινδίας
Τα σενάρια ποικίλουν αναφορικά με τον αριθμό των Rafale που μπορεί να καταρρίφθηκαν. Άλλοι μιλούν για τρία, άλλοι για δύο και άλλοι για ένα.
Συγκλίνουσες πληροφορίες, προερχόμενες από διαφορετικές πηγές, καταλήγουν πάντως στη διαπίστωση ότι όντως σημειώθηκε τουλάχιστον μία κατάρριψη, εάν όχι περισσότερες. Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, θα μιλάμε για την πρώτη στα χρονικά κατάρριψη Rafale σε πεδίο μάχης.

Σύμφωνα με το κυρίαρχο σενάριο, ένα -κινεζικής κατασκευής- μαχητικό αεροσκάφος τύπου Chengdu J-10CE έπληξε ένα -γαλλικής κατασκευής- Rafale με πύραυλο αέρος-αέρος PL-15 (επίσης, κινεζικής κατασκευής σε συνθήκες beyond visual range, δηλαδή από μεγάλη απόσταση, χωρίς καν να το βλέπει, παρά μόνον ακολουθώντας τις οδηγίες που έλαβε από ένα δίκτυο ραντάρ και αισθητήρων.
Το Πεκίνο και ο κινεζικός προπαγανδιστικός μηχανισμός έσπευσαν να πανηγυρίσουν στο πλευρό του Πακιστάν, διαφημίζοντας το αξιόμαχο των οπλικών συστημάτων τους. Ταυτόχρονα, αντιδυτικές πηγές (ρωσικές, κινεζικές, τουρκικές κ.ά.) έσπευσαν, στο ίδιο πλαίσιο, να γιορτάσουν τη φερόμενη ως «ήττα» ενός δυτικού αεροσκάφους. όπως είναι εν προκειμένω το γαλλικό Rafale.
Οι «πανηγυρισμοί» αποκτούν πρόσθετο νόημα, εάν δει κανείς το πλαίσιο των ανταγωνισμών όπως αυτό έχει αναδιαμορφωθεί στην Ασία τα τελευταία χρόνια. Ειδικά, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, το καλοκαίρι του 2021, με τους Πακιστανούς να αγοράζουν πια όπλα κυρίως από την Κίνα, αλλά και από την Τουρκία (drones και όχι μόνο).
Από την άλλη πλευρά, οι Ινδοί αγοράζουν οπλικά συστήματα, κυρίως, από τη Δύση (τη Γαλλία, τις ΗΠΑ) και το Ισραήλ. Μόλις λίγες ημέρες πριν από την «Operation Sindoor», το Νέο Δελχί είχε μάλιστα υπογράψει μια νέα συμφωνία για την αγορά 26 Rafale για το ινδικό πολεμικό ναυτικό, έναντι 7,4 δις δολαρίων.
Ο δικτυοκεντρικός πόλεμος
Το γεγονός της κατάρριψης ενός αεροσκάφους σε συνθήκες μάχης, από μόνο του, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κάτι το αδιανόητο. Κάθε σύστημα, όσο ισχυρό κι αν είναι, μπορεί να καταστραφεί από εχθρικά πυρά.
Ωστόσο, το στοιχείο που αποκτά κρίσιμη σημασία πια, επί του πεδίου, είναι το δίκτυο των ραντάρ, των δορυφόρων και των αισθητήρων το οποίο «οδηγεί» με επιτυχία, ενάντια στο στόχο, τα εχθρικά πυρά υπό την άμεση επίβλεψη των κέντρων λήψης αποφάσεων τα οποία τροφοδοτεί με διαρκώς ανανεούμενες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο.
Κινεζικές και πακιστανικές πηγές μιλούν για μια αλληλουχία τριών διαδοχικών φάσεων τύπου ABC ή ΑΒΓ. Στη φάση Α, επίγεια ραντάρ «λοκάρουν» το εχθρικό αεροσκάφος και στέλνουν το «στίγμα» στα δικά τους μαχητικά.
Στη φάση Β, αυτά τα μαχητικά εξαπολύουν πυραύλους αέρος-αέρος με βάση το στίγμα που έλαβαν, αλλά από απόσταση (beyond visual range, BVR). Στη φάση Γ, ιπτάμενα ραντάρ παρακολουθούν και κατευθύνουν ή ανακατευθύνουν τους ήδη βληθέντες πυραύλους πάνω στον εχθρικό στόχο.
Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχει πια μόνον το όπλο -το μαχητικό αεροσκάφος ή το βλήμα- αλλά ίσως ακόμη μεγαλύτερη το δίκτυο όλων των διασυνδεδεμένων υπερσύγχρονων συστημάτων.
Αυτό ισχύει είτε μιλάμε για επίγεια ραντάρ είτε για Αερομεταφερόμενα Συστήματα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου (AWACS, AEW&C), που οδηγούν -επιθετικά- και προστατεύουν -αμυντικά- αυτό το καλά δικτυωμένο όπλο προσφέροντας πληροφορίες σχετικές με την κάθε στιγμή υφιστάμενη τακτική κατάσταση στο πλαίσιο πια ενός δικτυοκεντρικού πολέμου (Network-Centric Warfare, NCW).
Ενδεικτικά, οι Πακιστανοί διαθέτουν συστήματα AEW&C σουηδικής και κινεζικής προέλευσης, τα Saab 2000 Erieye και τα ZDK-03 Karakoram Eagle αντίστοιχα, ενώ οι Ινδοί διαθέτουν τα δικά τους DRDO/NETRA, ρωσικά Beriev A-50 και ισραηλινά EL/W-2090.

Οι ναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς και ο διδάκτορας διεθνών σχέσεων Νικόλαος Παούνης γράφουν για τον δικτυοκεντρικό πόλεμο στο βιβλίο τους «Ο Σύγχρονος Πόλεμος – Προκλήσεις για την Ελληνική Ασφάλεια – Η 4η Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» (εκδ. Ινφογνώμων): «…η ολοκληρωμένη διασύνδεση του συνόλου των αισθητήρων, των οπλικών συστημάτων και των κέντρων διοικήσεως προσφέρει άριστη εικόνα της τακτικής καταστάσεως, δυνατότητα έγκαιρης και ορθής λήψης αποφάσεων, άρτιο συντονισμό και μεγιστοποίηση αποτελέσματος στο πεδίο της μάχης […] Ωστόσο η πρόκληση έρχεται από το γεγονός της υπερσυγκέντρωσης ενός πρωτοφανούς όγκου πληροφοριών με υψηλή ταχύτητα ανανέωσης, γεγονός το οποίο ενέχει τον κίνδυνο αδυναμίας διαχείρισης του συνόλου των πληροφοριών…».
«Το πιο σημαντικό εργαλείο διεξαγωγής πολέμου του στρατού δεν είναι ένα όπλο, είναι ένα δίκτυο», σημείωνε χαρακτηριστικά σε παλαιότερη ανάλυσή του, το 2023, το περιοδικό Forbes. Για του λόγους το αληθές, μπορεί πια κανείς να ανατρέξει όχι μόνο στα πεπραγμένα του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και στην πρόσφατη σύγκρουση Ινδίας-Πακιστάν.