Σύνοδος υπουργών στη σκιά του COVID-19
Του Βασιλείου Τσιάμη*
Στο άρθρο του τεύχους Μαΐου κάναμε αναφορά στην ανάγκη συντονισμένης χρήσης στρατιωτικών και πολιτικών μέσων και πρακτικών για την αντιμετώπιση κρίσεων. Των όποιων κρίσεων.
Στις 12 Μαΐου, στην καθιερωμένη τους εαρινή σύνοδο, οι υπουργοί άμυνας της Ε.Ε. επιβεβαίωσαν πλήρως, θα έλεγα για άλλη μία φορά, αυτή τη σύνδεση. Συζήτησαν για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ασφάλεια και την άμυνα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν οι ένοπλες δυνάμεις στην υποστήριξη της πολιτικής προστασίας, αλλά και άλλων παραγόντων, όπως στον τομέα της υγείας ή των μεταφορών.
Επίσης, επισήμαναν τη μεγάλη σημασία της διασυνοριακής υποστήριξης μεταξύ των κρατών μελών τόσο σε ότι αφορά την παροχή μέσων και προσωπικού, αλλά και -ίσως ενίοτε πιο σημαντικό- στην αμοιβαία παροχή και ανταλλαγή πληροφοριών.

Ένα άλλο θέμα που συζήτησαν οι υπουργοί, το οποίο παρουσιάσαμε επίσης στο άρθρο του Μαίου, ήταν η σημασία της συνέχισης της διεθνούς παρουσίας της Ε.Ε. στον κόσμο, παρά τις όποιες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, λόγω της πανδημίας. Οι υπουργοί συμφώνησαν ότι η Ε.Ε. πρέπει να συνεχίσει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να διατηρήσει την επιχειρησιακή της παρουσία στο πλαίσιο των αποστολών και των επιχειρήσεων της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, διατηρώντας παράλληλα την ασφάλεια του προσωπικού που έχει αναπτυχθεί.
Αυτό ασφαλώς, όπως αναφέραμε στο άρθρο του Μαΐου, πρέπει να συνοδεύεται και από αντίστοιχη χρηματοδότηση, αλλά και ισχυρό, ακόμα ισχυρότερο, πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Στη σύνοδο της 12 Μαΐου, δεν έγιναν, δυστυχώς, άμεσες αναφορές στη χρηματοδότηση, ούτε ως ελάχιστο σαν μία υψηλής πολιτικής παραίνεση ενόψει της αναμενόμενης διαφοροποιημένης πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον προϋπολογισμό 2021-2027. Παρά ταύτα, η ανάγκη διάθεσης κατάλληλης χρηματοδότησης τόσο για την ανάπτυξη αμυντικών συστημάτων όσο και την εξασφάλιση βιομηχανικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, είναι μία επανειλημμένως διατυπωμένη βασική αρχή για εξασφάλιση της δυνατότητας άσκησης δυναμικής εξωτερικής πολιτικής. Θα δανειστώ εδώ μία φράση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας Γ. Μπορέλ ότι: «για να είσαι top gun στην εξωτερική πολιτική, πρέπει πρώτα να διαθέτεις τα μέσα….». Αν και χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη φράση περιγράφοντας την αποστολή της Ε.Ε. στην Αφρική, αυτή απλά είναι μια ευρύτερη πραγματικότητα. Ή αλλιώς, πηγαίνοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Έλεν Λορντ, ανέφερε σε μία ομιλία της τον περασμένο μήνα σχετικά με τη σημασία την υποστήριξης της αμυντικής και τεχνολογικής βάσης εν μέσω πανδημίας: «συνεχίζουμε να κατασκευάζουμε ακόμα αεροπλάνα και άρματα, γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα στρατιώτες, ναυτικοί, αεροπόροι και πεζοναύτες σε όλο τον κόσμο. Χρειάζονται ακόμη τα ανταλλακτικά τους, χρειάζονται ακόμα τον εξοπλισμό τους». Και αυτή είναι μία λογική που πρέπει να διακατέχει και τους ηγέτες της Ε.Ε., σε ότι αφορά την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική και Τεχνολογική Βάση.

Οι υπουργοί, επίσης, υπογράμμισαν την ανάγκη ετοιμότητας, καθώς και ενίσχυσης της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Ιδίως σε μία εποχή που, μετά και την κρίση αυτή, η χρήση του διαδικτύου γίνεται ακόμη πιο έντονα μέρος της καθημερινότητας μας, η προστασία των δικτύων για ασφαλή επικοινωνία γίνεται υπόθεση ύψιστης εθνικής σημασίας. Δεδομένου όμως ότι οι απειλές στον κυβερνοχώρο δεν γνωρίζουν σύνορα, ομοίως μία υπερεθνική και συντονισμένη δράση σε επίπεδο Ε.Ε. αποτελεί μονόδρομο.
Οι απειλές όμως στον κυβερνοχώρο είναι απλώς ένα μέρος των λεγόμενων υβριδικών απειλών και αυτό διαπιστώθηκε επίσης στη σύνοδο. Άλλες τέτοιες απειλές είναι η παραπληροφόρηση, τα κατευθυνόμενα μεταναστευτικά κύματα, ακόμη και οι τεχνητές μικροβιακές απειλές.

Μακρυά από εμάς οι θεωρίες συνομωσίας σχετικά με τον COVID ότι είναι αποτέλεσμα κατασκευής σε κάποιο εργαστήριο με σκοπό μία στοχευμένη «επίθεση». Παρά ταύτα, η κρίση αυτή μας δίδαξε ότι οι κοινωνίες μας σε περίπτωση μίας «βιολογικής επίθεσης» θα ήταν απροετοίμαστες για μια τέτοια απειλή τόσο σε ότι αφορά την προστασία των πολιτών, όσο και σχετικά με τις ευρύτερες συνέπειες μία τέτοιας δράσης. Ακόμη, και στην περίπτωση όμως της όπως φαίνεται μη κατασκευασμένης απειλής και την απόδοσή της σε φυσικές συνθήκες, οι κοινωνίες μας αποδείχθηκαν ευάλωτες σε επιτηδευμένη δράση με στόχο την επιρροή στην κοινή γνώμη, την επίδραση στην οικονομική ή κοινωνική διάσταση κυβερνητικών αποφάσεων ή ακόμη και στη δημιουργία φόβου και υποψίας. Στο τελευταίο, σημαντικό ρόλο έπαιξε η παραπληροφόρηση (fake news), η παρουσία της οποίας και σε αυτή την κρίση ήταν έντονη.
Η κρίση αυτή «ανοίγει» ένα νέο κεφάλαιο δράσης της Ε.Ε., αλλά και των εθνικών κυβερνήσεων για συντονισμένη δράση προστασίας των Ευρωπαίων πολιτών και προστασίας της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. στο σύνολο της. Η απάντηση, και σε αυτές τις προκλήσεις, για την Ε.Ε. παραμένει: περισσότερη συνεργασία- περισσότεροι πόροι-περισσότερη αλληλεγγύη.
* Εκτελεστικός Διευθυντής Ernst & Young Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας – Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας (Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο αυτό είναι προσωπικές).