Σύμμαχοι και εταίροι επιμένουν για την Κίνα
Νέες εκκλήσεις και προειδοποιήσεις για υιοθέτηση προσεκτικής στάσης έναντι της Κίνας διατυπώνουν προς την κυβέρνηση οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και η Γερμανία, επισημαίνοντας ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος άσκησης πολιτικής επιρροής του Πεκίνου, μέσω των επενδύσεών του, στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο (που την ημέρα κυκλοφορίας της «Α&Δ» αναμενόταν στην Αθήνα) και τα στελέχη του Στέητ Ντηπάρτμεντ που είναι αρμόδια για τη νότια Ευρώπη έχουν ήδη υπογραμμίσει πως το Πεκίνο εφαρμόζει μία πολύ περίεργη στρατηγική οικονομικών κινήτρων, ώστε μετά να τα εξαργυρώσει με πολιτικά ανταλλάγματα και να ελέγχει έμμεσα τις χώρες-στόχους της. Το μείζον συμπέρασμα είναι πως για την κινεζική διείσδυση στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη ανησυχία απ’ ότι για τη ρωσική. Ο λόγος είναι ότι εκτιμάται πως η Μόσχα σέβεται τη θέση της Αθήνας στο δυτικό κόσμο και μόνον εκμεταλλεύεται ότι είναι από τους πιο αδύναμους κρίκους εντός του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., ενώ το Πεκίνο δεν έχει καμία αναστολή: ακόμα και -φαινομενικά- μικρές και αδιάφορες επενδύσεις έχουν απώτερους στρατηγικούς στόχους. Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ιδίως για την κινεζική εμπλοκή στα νέα δίκτυα 5G, επειδή σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες, σχεδόν ταυτόσημες είναι και οι εκτιμήσεις των αρμόδιων επιτελών του ΝΑΤΟ (όχι μόνον αμερικανικές, αλλά εγκεκριμένες από όλους). Κρίνουν ότι το Πεκίνο, στην παρούσα φάση, δεν θέλει να προκαλέσει ευθέως τριβές με την Ατλαντική Συμμαχία και την Ε.Ε., επειδή θα επηρέαζαν την οικονομική του διείσδυση. Ωστόσο, όταν η διείσδυση προχωρήσει και τα οικονομικά του συμφέροντα θα έχουν προωθηθεί επαρκώς, τότε θα είναι η στιγμή που θα ασκήσει πιέσεις, απαιτώντας πολιτικές διαφοροποιήσεις από τις χώρες στις οποίες θα έχει επενδύσει.
Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι επισημάνσεις του Βερολίνου που, παρά τις στενές σχέσεις με τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, έχει θέσει σχετικά ερωτήματα προς τον ίδιο και τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια. Η γερμανική κυβέρνηση φέρεται να εκφράζει επιφυλάξεις κατά πόσο η μεγάλη (και διαρκώς επεκτεινόμενη) επένδυση της COSCO στον Πειραιά βρίσκεται (και θα βρίσκεται) εντός «ανεκτών» ορίων ή θα αποκτήσει διάσταση πολιτικών πιέσεων προς το Μέγαρο Μαξίμου και τα βασικά υπουργεία. Η ελληνική απάντηση είναι καθησυχαστική ότι δεν ασκούνται κινεζικές πιέσεις ούτε και υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης κινεζικής επιρροής στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, αλλά δεν φαίνεται να πείθει τη γερμανική πλευρά.
Παρόμοια, αν και πολύ πιο διακριτική, είναι η στάση της Γαλλίας. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν δεν έθεσε ζήτημα Κίνας κατά τη συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη στα τέλη Αυγούστου. Ωστόσο το Παρίσι διαμηνύει προς την Αθήνα την ανάγκη τήρησης πολύ προσεκτικής στάσης, καθώς (όπως και δημόσια έχει δηλώσει ο κ. Μακρόν) πρέπει να τερματιστεί η πολιτική «αφέλειας» της Ε.Ε. έναντι των κινεζικών σχεδίων.
Στο πλαίσιο αυτό, η προαναγγελία, από το κ. Μητσοτάκη, της συμμετοχής του στην έκθεση CIIE της Σαγκάης, στις αρχές Νοεμβρίου, και, κυρίως, η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα, λίγες μέρες αργότερα, επαναφέρουν τα ερωτήματα για το βαθμό αξιοπιστίας των υποσχέσεων του Πεκίνου.
Ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι «δεν περιορίζουμε τους επενδυτικούς μας ορίζοντες στη Γερμανία και στην Ευρώπη», ανεβάζοντας τον πήχη των προσδοκιών για έλευση κεφαλαίων στη χώρα. Αν και τα διμερή και διεθνή δεδομένα έχουν αλλάξει τα τελευταία 13 χρόνια, επιβεβαίωσε ουσιαστικά πως θα ακολουθήσει την πολιτική ανοιχτών θυρών που εγκαινιάστηκε επί Κ. Καραμανλή το 2006 (δήλωση στρατηγικής συνεργασίας και επένδυση της COSCO στον Πειραιά) και συνεχίστηκε από τους Γ. Παπανδρέου, Αντ. Σαμαρά και Αλ. Τσίπρα. Αποκορύφωμα αποτέλεσε η υπογραφή, τον Αύγουστο του 2018, από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ν. Κοτζιά, Μνημονίου Κατανόησης για την πρωτοβουλία One Belt One Road. Το «MoU Κοτζιά» ήταν το σημαντικότερο των τελευταίων ετών, αλλά υποβαθμίστηκε και δεν συνεχίστηκε από τον (διάδοχό του) Γ. Κατρούγκαλο και τον κ. Τσίπρα παρά τη βούληση του Πεκίνου για υπογραφή συμπληρωματικού κειμένου υλοποίησής του.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα λάθη της τελευταίας περιόδου ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν εξωπραγματική η καλλιέργεια προσδοκιών από τη σημερινή κυβέρνηση για -υποτιθέμενο- πακτωλό επενδύσεων από την Κίνα. Μια προσεκτική αξιολόγηση δείχνει ότι, εκτός από την COSCO (με πραγματική δημιουργία θέσεων εργασίας) και τη συμμετοχή της State Grid στον ΑΔΜΗΕ (μαζί με σχέδια των Beijing Shenhua, Guoha και China Energy Corp για λιγνιτικά και άλλα προγράμματα), οι Κινέζοι υπόσχονται σχεδόν τα πάντα και δεν πράττουν σχεδόν τίποτα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόσχεση της China Development Bank το 2013 για χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας μέχρι που διαπιστώθηκε ότι αφορούσε παραγγελίες πλοίων αποκλειστικά σε ναυπηγεία της Κίνας. Παρόμοια ήταν η αντιμετώπιση των εταιριών υλικών εμπορικής ναυτιλίας που έλαβαν μεν, το 2015, άδεια εισαγωγής προϊόντων, αλλά καμία παραγγελία έκτοτε. Ενδεικτική, επίσης, η σιωπή της FOSUN που θεωρητικά επειγόταν για το έργο του Ελληνικού (από το οποίο τελικά αποχώρησε!), καθώς και η ολιγωρία έγκρισης εισαγωγών αγροτικών προϊόντων.

Παράλληλα, στα τέλη Αυγούστου, η πρόεδρος της Bank of China για την Ευρώπη διαβεβαίωσε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Δένδια για την ίδρυση υποκαταστήματος (με επίσημη ανακοίνωση) εντός του 2019, αλλά τραπεζικές πηγές επισημαίνουν πως -για την ώρα- απλώς «ελπίζεται» η λειτουργία στα τέλη του έτους. Άλλωστε, πολύ νωρίτερα, είχαν δοθεί υποσχέσεις και για υποκατάστημα της China Development Bank από τον τότε πρωθυπουργό Γουέν Τζιαμπάο σε επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2010, ενώ και η ICBC εξέφρασε σχετικό ενδιαφέρον προς τον κ. Τσίπρα το Μάιο 2017 και, αργότερα, προς την Τράπεζα της Ελλάδας, χωρίς να επανεμφανιστεί. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα, τυπικά, εξήλθε από την κρίση, απομένει να αποδειχθεί η αξιοπιστία και άλλης μίας υπόσχεσης του Πεκίνου, του Μαΐου 2015 (όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε ανεπιτυχώς στήριξη από τη Ρωσία και την Κίνα), περί μαζικής αγοράς ελληνικών ομολόγων, όταν η ελληνική οικονομία σταθεροποιηθεί.