Του Βασίλη Τσιάμη*

Στη φωτογραφία όταν τον Δεκέμβριο του 2013 οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων έκαναν αναφορά στον όρο «Στρατηγική Αυτονομία», κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για μία τυχαία αναφορά, αλλά για ένα concept που θα γινόταν ο οδηγός της Ε.Ε. για τα επόμενα χρόνια.

Όταν τον Δεκέμβριο του 2013 οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων έκαναν αναφορά στον όρο «Στρατηγική Αυτονομία»[1], κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για μία τυχαία αναφορά, αλλά για ένα concept που θα γινόταν ο οδηγός της Ε.Ε. για τα επόμενα χρόνια. Το 2013 η αναφορά έγινε σχετικά με την αμυντική βιομηχανία της Ε.Ε. και ο εμπνευστής ήταν το Παρίσι, όπου -ως γνωστόν- για τη Γαλλία ακόμα και σήμερα ο όρος Buy European μεταφράζεται ως προτιμήστε τα γαλλικά προϊόντα.

Η «Στρατηγική Αυτονομία» έμελλε να γίνει έκτοτε ο κύριος οδηγός σχεδόν σε κάθε απόφαση σχετική με την Ευρωπαϊκή Άμυνα. Υπήρξε για παράδειγμα, κύρια κατεύθυνση στην Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. όπως αυτή παρουσιάστηκε το 2016 από την Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Federica Mogherini, αλλά και όπως αυτή υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους από τα Κράτη Μέλη. Η Στρατηγική επισήμανε τον μεταβαλλόμενο ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στη διεθνή σκηνή, ώστε να αναπτύξει πλήρως τον γεωπολιτικό της ρόλο: με το να γίνει ένα αξιόπιστος παγκόσμιος εταίρος, αλλά και να παρέχει ασφάλεια, όπου και όποτε εκείνη κρίνει, χωρίς εξαρτήσεις πολιτικές ή επιχειρησιακές, ώστε να είναι πάντα σε θέση να προστατεύει τα συμφέροντά της και αυτά των πολιτών της. Πέρα όμως από την Παγκόσμια Στρατηγική, η «Στρατηγική Αυτονομία» έγινε κύριο σημείο αναφοράς στο σχεδιασμό και την υιοθέτηση πρωτοβουλιών στον τομέα της Άμυνας και της Ασφάλειας, όπως αυτής της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας, και μόνιμη επωδός στα περισσότερα συμπεράσματα Υπουργών, αλλά και Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων σχετικά με την Άμυνα και την Ασφάλεια.

Η «Στρατηγική Αυτονομία» έγινε ο κύριος οδηγός στην Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε. όπως αυτή παρουσιάστηκε το 2016 από την Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Federica Mogherini.

Η «Στρατηγική Αυτονομία», μέχρι την εκλογή του προέδρου  Donald Trump στις ΗΠΑ, ήταν ένα ασχημάτιστο concept, παρά ταύτα βασικό σημείο πολιτικής αναφοράς. Περισσότερο ως επιδίωξη και όχι ως  δομημένη στρατηγική με στόχους και σχέδιο δράσης, περιορισμένη πάντα στον τομέα της Άμυνας και της Ασφάλειας.

Μετά τη εκλογή Trump και το σύνθημα του America First που μετουσιώθηκε σε συγκεκριμένες πράξεις (για άλλους προστατευτισμού και για άλλους επιθετικής επαναδιεκδίκησης της θέσης των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία, κοιτώντας πρώτα το συμφέρων των ΗΠΑ και μετά των Συμμάχων), η «Στρατηγική Αυτονομία» μετατράπηκε στο άμεσα διαθέσιμο πολιτικό όχημα. Κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε η Ε.Ε. να το εφεύρει, για να προστατεύσει όχι πλέον μόνο τα συμφέροντα της για την Ασφάλεια και την  Άμυνα, αλλά και ευρύτερα. Εδώ ήρθε να προστεθεί και το σύνθημα Made in China 2025 της Κίνας που, ουσιαστικά, απλά επιβεβαίωσε την ανάγκη η Ε.Ε. να σκεφτεί σοβαρά της μελλοντικές εξαρτήσεις ή μη εξαρτήσεις της (το τελευταίο γιατί είναι ουτοπία στον σημερινό κόσμο να πιστεύει σοβαρά οποιαδήποτε χώρα ότι μπορεί να είναι ή να γίνει πλήρως αυτάρκης). Κοιτώντας όχι μόνο προς τα «έξω», αναζητώντας τους Συμμάχους που θα λύνουν μονίμως τα προβλήματα της σε αντάλλαγμα μίας μεγάλης και ενιαίας  Αγοράς, αλλά πλέον και προς τα «μέσα». Η «Στρατηγική Αυτονομία» από ένα υπό ανάπτυξη concept στον τομέα της Ασφάλειας και της Άμυνας μετετράπη σταδιακά σε ένα ευρύτερο σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας, ως βασικού μοχλού ενίσχυσης  της κυριαρχίας της Ε.Ε. αλλά και της ικανότητά της να μειώσει την εξάρτησή της από τον υπόλοιπο κόσμο, ενισχύοντας την βιομηχανία της, τις τεχνολογίες της και τελικά στηρίζοντας την ανάπτυξή της σε ίδιες βάσεις. Αυτό, ασφαλώς, είναι ένα εγχείρημα δύσκολο, σε μία Ε.Ε. η οποία επανειλημμένα θυσίαζε τις επενδύσεις της στην έρευνα, για να αντιμετωπίζει τις κατά καιρούς κρίσεις που αντιμετώπιζε.

Αυτά μέχρι την «άφιξη» του κορονοϊού.  Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που η πανδημία επέφερε (ποιες πραγματικά είναι οι Ευρωπαϊκές δυνατότητες για έρευνα και ανάπτυξη εμβολίων στην Ε.Ε.;) σχηματοποίησαν τη «Στρατηγική Αυτονομία» ως: «…το νέο κοινό μας έργο για αυτόν τον αιώνα» …» ή «…το Νο1 στόχο για τη γενιά μας…», όπως  δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel τον περασμένο Σεπτέμβριο[2].

Η «Στρατηγική Αυτονομία», μέχρι την εκλογή του προέδρου Donald Trump στις ΗΠΑ, ήταν ένα ασχημάτιστο concept αν και βασικό σημείο πολιτικής αναφοράς.

Το ζήτημα είναι ότι, όπως κάθε στρατηγική ή πολιτική της Ε.Ε., πρώτα διατυπώνεται και μετά σχηματοποιείται. Μεταξύ αυτών των δύο χρονικών σημείων υπάρχει ένα θολό τοπίο και αυτή η αμφισημία επιτρέπει στο κάθε Κράτος Μέλος να μεταφράζει αυτές τις στρατηγικές ή πολιτικές κατά το δοκούν. Η «Στρατηγική Αυτονομία» λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Γιατί υπάρχουν χώρες που έχουν τη βιομηχανική και τεχνολογική δυνατότητα να υποστηρίξουν ένα τέτοιο concept. Και άλλες που απλά το βλέπουν ως ένα βήμα που θα περιόριζε τις επιλογές τους, κυρίως, σε ότι αφορά τον υπερατλαντικό παράγοντα, αλλά σχετικά και με άλλες διμερείς συμμαχίες. Άλλοι το μεταφράζουν ως «κλείσιμο» της αγοράς σε ένα κόσμο που έχει ανοίξει ανεπιστρεπτί τα οικονομικά του σύνορα. Επομένως, είναι σημαντικό προτού ξεκινήσουν να το εφαρμόζουν, οι ηγέτες της Ε.Ε. να συμφωνήσουν για το τι ακριβώς σημαίνει η «Στρατηγική Αυτονομία» για την Ε.Ε..

Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η «Στρατηγική Αυτονομία» περιλαμβάνει πλήθος πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένων πιο αποφασιστικών πολιτικών και δράσεων «εμπορικής άμυνας», όπως η εισφορά στον άνθρακα για εισαγωγές υψηλής έντασης εκπομπών και ο μηχανισμός ελέγχου για τους αποδέκτες ξένων κρατικών επιδοτήσεων ή/και εξωτερικών επενδύσεων σε τομείς στρατηγικής σημασίας (δείτε την αντίδραση της Ε.Ε. στην κίνηση Trump να ελέγξει πλήρως στις μετοχές της BioNTech, η οποία μαζί με την Pfizer ανακάλυψαν το εμβόλιο για τον κορονοϊό, το μόνο με ισχυρή παρουσία μίας οντότητας εντός Ε.Ε.). Ένα άλλο συστατικό στοιχείο είναι οι πρωτοβουλίες για αύξηση της ανεξαρτησίας της βιομηχανίας της Ε.Ε. για προμήθειες από χώρες εκτός της Ε.Ε.  ενεργών υλικών ή  πρώτων υλών, για ένα αριθμό τομέων όπως η κατασκευή πυρομαχικών και εκρηκτικών, μικροεπεξεργαστών (όπως FPGAs), μπαταριών και άλλων.

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen έχει υποσχεθεί να ανανεώσει τη βιομηχανική στρατηγική και την πολιτική ανταγωνισμού της Ε.Ε. Όπως είπε, θα πρέπει να συμβαδίζει με τις παγκόσμιες εξελίξεις (βλέπε ΗΠΑ και Κίνα). «Οι κανόνες ανταγωνισμού της Ε.Ε. πρέπει να εκσυγχρονιστούν και μάλιστα γρήγορα», δήλωσε η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel σε δημοσιογράφους σε συνάντηση των ηγετών της Ε.Ε. τον περασμένο Οκτώβριο, έτσι ώστε «……πολλοί παγκόσμιοι παίκτες να μπορούν επίσης να προκύψουν από την Ε.Ε.. «Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον ψηφιακό τομέα όπου η Ε.Ε. πρέπει να γίνει κυρίαρχη», όπως είπε. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε στην Γαλλία, την άλλη μεγάλη κινητήριο δύναμη της Ε.Ε., όπου ως γνωστόν η λογική αυτή βρίσκεται πολύ κοντά στο DNA της και, όπως προανέφερα, ήταν ο κύριος εμπνευστής του όρου της «Στρατηγικής Αυτονομίας» το 2013. Άλλωστε είναι σύνηθες πια για τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron να χρησιμοποιεί αυτό τον όρο αναφερόμενος  σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας, από την αμυντική βιομηχανία έως και τον τομέα του φαρμάκου.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. διέρχεται μια διαδικασία ανάλυσης κινδύνου (impact assessment) για να βρει αδύναμους κρίκους στις αλυσίδες εφοδιασμού της Ε.Ε. και να τις αντιμετωπίσει, αυξάνοντας την παραγωγή στο έδαφος της Ε.Ε. ή/και επιλέγοντάς  περισσότερους του ενός προμηθευτές. Πιθανώς εισάγοντας και αλληλεξαρτήσεις όπου αυτό είναι εφικτό.

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι, που η πανδημία επέφερε, σχηματοποίησαν τη «Στρατηγική Αυτονομία» ως «το Νο1 στόχο για τη γενιά μας», όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Charles Michel τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Εδώ, βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε και τις δράσεις της Ε.Ε. σχετικά με την κλιματική αλλαγή που ναι μεν στοχεύουν σε μια αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος ως της περιουσίας που οφείλουμε και πρέπει να αφήσουμε στις επόμενες γενιές, με γενναίους στόχους όπως αυτός της ουδετερότητας της Ευρώπης ως προς τον άνθρακα μέχρι το 2050. Αναμφίβολα όμως, πίσω από αυτή την πολιτική, κρύβονται νέες τεχνολογίες και βιομηχανικές εφαρμογές που ενδεχομένως μέχρι το 2050 να έθεταν την Ε.Ε. πρωτοπόρα παγκοσμίως.

Εδώ όμως πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι όλα τα Κράτη Μέλη ακόμα πεπεισμένα για το εγχείρημα, κυρίως, λόγω του φόβου να διέλθει η Ε.Ε.  μία ισχυρή περίοδο προστατευτισμού. Σε μία οικονομία που πραγματοποίησε θαύματα ως μία ελεύθερη και ανοιχτή αγορά, πως θα εφαρμοζόταν ένα πιο κλειστό μοντέλο; Μην ξεχνάμε δε ότι,  σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι εξαγωγές της Ε.Ε. αντιπροσώπευαν το 15,4% της οικονομικής της παραγωγής το 2019, όταν στην Κίνα το ποσοστό αυτό ήταν 18% και στις ΗΠΑ 12%.

Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μέτρα σχετικά με την ενίσχυση της ανάπτυξης μελλοντικών τεχνολογιών στην Ευρώπη. Οι δύο κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να ξεκινήσουν ένα κοινό γαλλο-γερμανικό έργο υδρογόνου, πριν από το τέλος του 2020 (ήδη το Συμβούλιο έχει εγκρίνει την περιοχή του Υδρογόνου ως Σημαντικό Έργο Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος -IPCEI), αλλά και να διερευνήσουν πιθανές κοινοπραξίες σε υποδομές Cloud, supercomputing, 5G και τεχνητής νοημοσύνης.

Είναι όμως όλα τα Κράτη Μέλη στην ίδια σελίδα; Όπως ανέφερα, κάποια Κράτη Μέλη φοβούνται ότι αυτή η ώθηση για μεγαλύτερη «Στρατηγική Αυτονομία» πρόκειται απλώς να δώσει στη γαλλο-γερμανική βιομηχανία ένα νέο πλεονέκτημα εις βάρος των μικρότερων οικονομιών, αλλά, κυρίως εις βάρος των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Οι «Φίλοι της Ενιαίας Αγοράς»[3], ενός ανεπίσημου συνασπισμού Κρατών Μελών, βλέπουν τους κινδύνους για πιθανό προστατευτισμό και τον κίνδυνο για αφανισμό των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, τουλάχιστον αυτών που δεν θα ανήκουν στη εφοδιαστική αλυσίδα των γαλλο-γερμανικών βιομηχανιών. Ακόμη και σε αυτό το επιχείρημα, ότι η Ε.Ε. πρέπει να αναλάβει δράση για την προστασία των εφοδιαστικών της αλυσίδων, βλέπουν τον κίνδυνο αντιποίνων σε μια εποχή έντονων παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων.

Είναι σύνηθες πια για τον Γάλλο πρόεδρο Emmanuel Macron να χρησιμοποιεί τον όρο «στρατηγική αυτονομία», αναφερόμενος σε όλους τους τομείς από την αμυντική βιομηχανία έως και τον τομέα του φαρμάκου.

Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τις επιμέρους προσεγγίσεις, τα Κράτη Μέλη αναμφίβολα γνωρίζουν ότι οι απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος κάνουν την επιλογή της «Στρατηγικής Αυτονομίας» αναπόφευκτη. Το ζητούμενο είναι υπό ποιους όρους και με ποιους εταίρους. Η Ε.Ε. οφείλει να διατυπώσει, χωρίς περιστροφές, την επιλογή της να παίξει πλήρως το ρόλο που της επιφυλάσσει η ιστορία της προς όφελος των λαών της. Επίσης, ότι σε αυτή την διαδικασία θέλει και πρέπει να έχει όλες τις επιλογές για τις στρατηγικές της αποφάσεις στα χέρια της. Αυτό σε κοινή συνεργασία και σε αρμονία με τους εταίρους της που μοιράζονται τις ίδιες αρχές. Όχι ως ένδειξη αδυναμίας, όπως ισχύει σήμερα, αλλά ως επίδειξη δύναμης. Τώρα που έχει πραγματοποιηθεί η κυβερνητική μετάβαση στις ΗΠΑ, υπάρχει η δυνατότητα για ένα νέο  διατλαντικό deal, για μία ισοδύναμη  συνεργασία μεταξύ «Στρατηγικά Αυτόνομων» εταίρων.

*Associate Partner Ernst & Young για θέματα Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Χρηματοδότησης –Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος της Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας

[1] EUCO 217/13-20 December 2013: Europe needs a more integrated, sustainable, innovative and competitive defence technological and industrial base (EDTIB) to develop and sustain defence capabilities. This can also enhance its strategic autonomy and its ability to act with partners.

[2] https://www.consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2020/09/28/l-autonomie-strategique-europeenne-est-l-objectif-de-notre-generation-discours-du-president-charles-michel-au-groupe-de-reflexion-bruegel/

[3] Group of Friends of the Internal Market: Austria, Belgium, Czech Republic, Denmark, Estonia, Finland, Ireland, Latvia, Lithuania, Luxembourg, Malta, Poland, Portugal, Slovakia, Slovenia and Sweden, Spain