Οι διαρκείς απειλές της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, η συνεχιζόμενη ακαμψία της ΠΓΔΜ έναντι ακόμα και των πιο ελαστικών προτάσεων της χώρας μας, η υπόγεια καχυποψία Αθήνας-Τιράνων και τα πολυετή πλήγματα στην εικόνα της Ελλάδας, λόγω της οικονομικής κρίσης, συνθέτουν μια δύσκολα διαχειρίσιμη πολιτική, διπλωματική και αμυντική πραγματικότητα.

Αν και η πατρίδα μας, σε θεωρητικό επίπεδο, ευτυχεί να διαθέτει τη στήριξη των ΗΠΑ και της Ε.Ε. έναντι των απειλών του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν και της μη προσαρμογής των βαλκάνιων γειτόνων στις στοιχειώδεις αρχές φιλίας και καλής γειτονίας (και εσωτερικής τους ευνομίας), η πραγματικότητα είναι ότι, την ώρα της κρίσης, η Ελλάδα θα είναι μόνη. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, ειδικά τις πρώτες ώρες κλιμάκωσης μίας θερμής κρίσης με την Τουρκία, οι δυνατότητες παρέμβασης της Ουάσιγκτον θα είναι ελάχιστες και των Βρυξελλών μηδενικές!

Όσοι έχουμε ζήσει το παρασκήνιο και την εξέλιξη της κρίσης των Ιμίων, θυμόμαστε ότι -ακόμα και το τριήμερο πριν από τη νύχτα της 30ης προς 31 Ιανουαρίου 1996- η αμερικανική και η ευρωπαϊκή διπλωματία συναντούσαν την παγερή άρνηση της Τουρκίας στις παρεμβάσεις τους. Και στην τελευταία φάση της κρίσης, τα τηλέφωνα στην Άγκυρα ήταν «κατεβασμένα». Ο πρόεδρος Μπ. Κλίντον μάταια προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την πρωθυπουργό Τ. Τσιλέρ και η αμερικανική πλευρά ελάμβανε, επί ώρες, την απάντηση ότι «συνεδριάζει το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και δεν μπορούμε να διακόψουμε». Πολύ αργότερα, αποκαταστάθηκε επαφή μεταξύ του Πενταγώνου των ΗΠΑ και του τουρκικού Γενικού Επιτελείου και ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών Ρ. Χόλμπρουκ ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση στρατευμάτων, πλοίων και σημαιών από την περιοχή. Τα αποτελέσματα γνωστά: το κρίσιμο βράδυ αποφύγαμε την εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση για το Αιγαίο, αλλά τρεις μήνες αργότερα η τουρκική πλευρά παρουσίασε, για πρώτη φορά, τη θεωρία των γκρίζων ζωνών στον έκπληκτο υπουργό Εξωτερικών Θ. Πάγκαλο.

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, όπως π.χ. η -ελάχιστα πιθανή- αλλαγή προτεραιοτήτων του προέδρου Ρ.Τ.Ερντογάν, ενδεχόμενη αντιπαράθεση Ελλάδας-Τουρκίας θα γίνει υπό διαφορετικές συνθήκες συγκριτικά με το 1996. Αν και -παρά την οικονομική κρίση- η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει ικανή δύναμη αποτροπής, αντίδρασης και ανατροπής τετελεσμένων, αυτή τη φορά μάλλον δεν θα υπάρχει έξωθεν -Αμερικανός ή Ευρωπαίος- μεσολαβητής την ώρα της σύγκρουσης προς κατευνασμό του έξαλλου γείτονα και προς υπογράμμιση όσων κι αυτός θα έχει να χάσει.

Όσο η ένταση με την Τουρκία συνεχίζεται, το πρακτικό (και ιστορικό) βάρος της ετοιμότητας και αντίδρασης επωμίζονται, πέραν της πολιτικής ηγεσίας, οι  Ένοπλες Δυνάμεις μας και η Διπλωματική Υπηρεσία μας.  Τα στελέχη τους δίνουν, καθημερινά, αφανείς μάχες για τη διατήρηση της ειρήνης και την κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η, προ ημερών, φωτογράφηση του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου σε άρμα μάχης περιείχε συμβολισμούς τους οποίους οι νεότεροι Έλληνες δεν έχουν δει και ζήσει. Οι παλαιότεροι και οι ασχολούμενοι με τη διπλωματική και στρατιωτική ιστορία θυμούνται παρόμοιες πρωτοβουλίες μόνον επί κυβερνήσεων Κων. Καραμανλή τις εποχές αντιμετώπισης, αρχικά, του εκ βορρά κινδύνου και, αργότερα, του εξ ανατολών. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι κρίσιμες ώρες απαιτούν, μεταξύ άλλων, διαχείριση και στήριξη των συμβόλων.