Στη μάχη «υπερηχητικών» Κίνα και Ρωσία κατά ΗΠΑ
Στη φωτογραφία Σύμφωνα με το αποκαλυπτικό δημοσίευμα των Financial Times, η εκτόξευση του G-FOBS έγινε με πύραυλο “Long March” που παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί και κατά την -εικονιζόμενη- εκτόξευση του “Chang’e-5” στο πλαίσιο του διαστημικού προγράμματος της Κίνας.
…Ο κινεζικός πύραυλος «έχασε» μεν τον στόχο του κατά πολύ, καθώς έπεσε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, πλην όμως -ακόμη και έτσι- κατάφερε να προκαλέσει συναγερμό στην Ουάσιγκτον. Και δικαίως θα πουν πολλοί, καθώς μιλάμε για έναν -δυνητικά εξοπλισμένο με πυρηνικά- πύραυλο που εκτοξεύθηκε από το «διάστημα» και «ταξίδεψε» προς τον «εχθρό» με ταχύτητα υπερπενταπλάσια της ταχύτητας του ήχου, κάνοντας μάλιστα και ελιγμούς στην πορεία.
Η εν λόγω δοκιμή, που μοιάζει βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας, λέγεται πως έλαβε χώρα τον περασμένο Αύγουστο, στο πλαίσιο του κινεζικού προγράμματος δοκιμής του πυραυλικού συστήματος Gliding Fractional Orbital Bombardment System ή G-FOBS.
Η είδηση «έσκασε» στα μέσα Οκτωβρίου, με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, και μοιάζει να επιβεβαιώνεται και από την αμερικανική πλευρά, αν και το Πεκίνο επισήμως την διαψεύδει.
Ο υπουργός Αεροπορίας Φρανκ Κένταλ, ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στη Διάσκεψη της Γενεύης για τον Αφοπλισμό, Ρόμπερτ Γουντ, ο ίδιος ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν, καθώς και ο πτέραρχος Γκλεν Βαν Χερκ, διοικητής της U.S. Northern Command (USNORTHCOM) που είναι υπεύθυνη για την προστασία των ηπειρωτικών ΗΠΑ και της Αλάσκα, έχουν, μεταξύ άλλων, εκφράσει δημοσίως το τελευταίο διάστημα την ανησυχία τους αναφορικά με τις υπό ανάπτυξη «υπερηχητικές» (hypersonic) και «διαστημικές» δυνατότητες των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων. Οι αμερικανικές ανησυχίες μάλιστα εντείνονται, πολύ δε περισσότερο τώρα που το «υπερηχητικό» και το «διαστημικό» δείχνουν να συνδυάζονται.

FOBS και G-FOBS
Τα επονομαζόμενα Συστήματα Βομβαρδισμού Κλασματικής Τροχιάς (Fractional Orbit Bombardment Systems-FOBS) δεν είναι κάτι το νέο. Κάθε άλλο μάλιστα. «Η προοπτική της χρήσης δορυφόρων για στρατιωτικούς σκοπούς δεν είναι μια νέα ιδέα. Οι Σοβιετικοί́ πρωτοστάτησαν και δοκίμασαν μια τέτοια συγκεκριμένη ικανότητα πριν από δεκαετίες, από το 1966 μέχρι το 1971. Επρόκειτο για το αποκαλούμενο «Σύστημα Βομβαρδισμού́ Κλασματικής Τροχιάς», όπως γράφει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διαστημικής Τεχνολογίας στη Σχολή Ικάρων και Ταξίαρχος ε.α. της Πολεμικής Αεροπορίας, Αλέξανδρος Κολοβός, σε παλαιότερο κείμενό του για το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής με τον τίτλο «Η Απειλή της Βόρειας Κορέας: Πυρηνικές Επιθέσεις με Ηλεκτρομαγνητικό Παλμό».
Ο κ. Κολοβός (που, επανειλημμένα έχει αρθρογραφήσει και στην «Α&Δ») σημειώνει πως «η Συνθήκη του Διαστήματος του 1967 (Άρθρο ΙV) απαγορεύει να τεθούν σε τροχιά πυρηνικά όπλα» και συνεχίζει: «συμμορφούμενη με το γράμμα αυτής της Συνθήκης, αλλά παραβιάζοντας το πνεύμα της, η ΕΣΣΔ ανέπτυξε το Σύστημα Βομβαρδισμού Κλασματικής Τροχιάς στο οποίο μια πυρηνική κεφαλή εκτοξευόταν μεν σε τροχιά, αλλά δεν την ολοκλήρωνε και συνεπώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας δορυφόρος που βρίσκεται σε τροχιά. Έτσι μια πυρηνική κεφαλή που εκτοξευόταν από το Baikonur (σ.σ. στο νότιο Καζακστάν) πάνω σε μια προσαρμοσμένη έκδοση του βαλλιστικού πυραύλου SS9, ακολουθούσε μια μερική τροχιά. Όταν θα έφθανε πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την πόλη που είχε επιλεγεί ως στόχος, θα εισέρχονταν πάλι στην ατμόσφαιρα στοχεύοντας τον προς προσβολή στόχο».
Αρκετές δεκαετίες έπειτα από τα σοβιετικά «πειράματα», το Πεκίνο έρχεται πλέον να «κουμπώσει» υπερηχητικούς πυραύλους πάνω στο σύστημα βομβαρδισμού FOBS, κάνοντας πιο δύσκολη τη ζωή των Αμερικανών. Υπό την έννοια ότι οι όποιες προηγμένες απειλές απαιτούν και αναλόγως προηγμένα μέσα θωράκισης τα οποία όμως οι ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται να διαθέτουν (όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και κανείς άλλος).
Ο συνδυασμός όντως αποτελεί πρόκληση, καθώς μιλάμε για έναν πύραυλο (ικανό να φέρει πυρηνική κεφαλή) που φεύγει προς το στόχο του, ενώ βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη γη, «τρέχοντας» όμως με ταχύτητα υπερπενταπλάσια από εκείνη του ήχου και μάλιστα σε χαμηλή τροχιά (low earth orbit), κάνοντας ελιγμούς. Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια πρόκληση που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως συνδυάζει το «διάστημα» (FOBS) με την υπερηχητική ταχύτητα (των βαλλιστικών πυραύλων) και τη δυνατότητα ελιγμών (των πυραύλων cruise).

Ανάμεικτες αντιδράσεις
Στο άκουσμα της είδησης για την κινεζική δοκιμή του Αυγούστου, οι αντιδράσεις υπήρξαν ανάμεικτες. Άλλοι έσπευσαν να καθησυχάσουν, υποστηρίζοντας ότι η Κίνα δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο να «κατέχει» την τεχνολογία για την οποία μιλάμε (με επιχείρημα, μεταξύ άλλων, και το ότι ο κινεζικός πύραυλος απέτυχε να βρει στόχο, τουλάχιστον, σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα των Financial Times). Άλλοι υποστήριξαν ότι η Κίνα δεν έχει στην πραγματικότητα καν ανάγκη αυτήν την τεχνολογία, καθώς μπορεί ήδη να πλήξει το έδαφος των ΗΠΑ με βαλλιστικούς πυραύλους (με το αντεπιχείρημα όμως πως και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν συστήματα ικανά να δουν εγκαίρως τους βαλλιστικούς πυραύλους του εχθρού και να ανταποδώσουν το όποιο χτύπημα).
Μεταξύ άλλων ωστόσο, υπήρξαν και φωνές που σαν να καλωσόρισαν την τελευταία εξέλιξη, υποστηρίζοντας πως έτσι διαφυλάσσεται στην πραγματικότητα η αποφυγή μιας σινοαμερικανικής σύγκρουσης: όταν δύο δυνάμεις γνωρίζουν πως μπορούν να επιφέρουν καταστρεπτικά πλήγματα η μία στην άλλη, τότε δεν επιτίθεται καμία εκ των δύο. Εάν αμφότερες οι πλευρές διαθέτουν τρωτά σημεία, τότε αμφότερες θα το σκεφτούν διπλά και τριπλά προτού προβούν σε κάποιο χτύπημα. Η απειλή μιας αμοιβαίας καταστροφής αποτελεί, υπό αυτό το πρίσμα, εγγύηση ειρήνης ή τουλάχιστον εγγύηση αποφυγής ενός ολοκληρωτικού πολέμου.
Ο κινεζικός στόχος για το 2050
Παράλληλα, υπάρχουν και εκείνοι που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας πως, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο παρελθόν επαναπαύθηκαν ή υποβάθμισαν τα οπλικά συστήματα του εχθρού, δέχθηκαν επίθεση (από τους Ιάπωνες για παράδειγμα, στο Περλ Χάρμπορ). Η κατάσταση είναι, βέβαια, πολύ διαφορετική σήμερα διεθνώς από ό,τι ήταν τον Δεκέμβριο του 1941, πλην όμως εξακολουθούν να υπάρχουν λόγοι ανησυχίας, οι οποίοι μάλιστα πολλαπλασιάζονται πια μέσα σε συνθήκες αναγεννημένου πολυπολικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και αναδιατάξεων στο διεθνές σκηνικό.
Από τη σκοπιά των ΗΠΑ, και σε ό,τι αφορά την Κίνα, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ειδικότερα, πως η κινεζική πολεμική μηχανή αναπτύσσεται όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά-τεχνολογικά. Ο ίδιος ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ υπενθυμίζεται πως έχει άλλωστε θέσει ως στόχο οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις να έχουν καταστεί «παγκοσμίου κλάσης» («world-class») έως και το 2050. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα αμερικανικά ΜΜΕ παρουσιάζονται πλέον να συζητούν, ολοένα συχνότερα, την περίπτωση της αναδυόμενης κινεζικής «πυρηνικής απειλής» αλλά και τις περιπτώσεις των υπερηχητικών (hypersonic) πυραύλων που δοκιμάζονται και αναπτύσσονται. Όχι μόνο από την Κίνα, αλλά και από άλλες χώρες, όπως είναι η Ρωσία και η Βόρεια Κορέα.


Το ρωσικό «υπερηχητικό» οπλοστάσιο
Η Ρωσία, για παράδειγμα, υποστηρίζει πως προχώρησε πρόσφατα στην πρώτη επιτυχή δοκιμή εκτόξευσης ενός υπερηχητικού πυραύλου τύπου Tsirkon από υποβρύχιο. Ο πύραυλος φέρεται, σύμφωνα πάντα με τις επίσημες ανακοινώσεις του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, να εκτοξεύθηκε από πυρηνοκίνητο υποβρύχιο Severodvinsk που βρισκόταν σε βάθος περίπου 40 μέτρων, και να έπληξε στόχο στη Θάλασσα του Μπάρεντς. Τέτοιου τύπου πύραυλοι έχουν εκτοξευθεί και στο παρελθόν (το 2020 και τον Ιούλιο του 2021 για παράδειγμα), αλλά από μονάδες επιφανείας του ρωσικού πολεμικού ναυτικού.
Ο Tsirkon, τα αποκαλυπτήρια του οποίου είχαν κάνει οι Ρώσοι το 2018, φέρεται να μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα έως και εννεαπλάσια του ήχου, πλήττοντας στόχους έως και 1.000 χιλιόμετρα μακριά. Όλα αυτά πάντοτε σύμφωνα με την ίδια τη Μόσχα, στο οπλοστάσιο της οποίας φέρεται να έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια και ένα άλλο υπερηχητικό όπλο: εν προκειμένω ο πύραυλος Avangard που, σύμφωνα με τη ρωσική πλευρά, μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα 27πλάσια του ήχου και να φέρει πυρηνικά. Παράλληλα, η Μόσχα διαμηνύει πως έχει ξεκινήσει να δοκιμάζει και έναν ακόμη υπερηχητικό πύραυλο, τον επονομαζόμενο Kh-95, ενώ ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού θέλει οι πύραυλοι Tsirkon να βρίσκονται στις θέσεις τους (πάνω σε υποβρύχια, μονάδες επιφανείας κ.ά.) έτοιμοι προς χρήση μέσα στο 2022.
Μερίδα δυτικών αναλυτών αμφισβητεί το εάν και κατά πόσο όντως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσα προπαγανδίζει επισήμως κάθε φορά η ρωσική πλευρά σχετικά με το οπλοστάσιό της. Πάντως η -σημερινή υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ- Βικτόρια Νούλαντ είχε το καλοκαίρι του 2020, μέσα από τις σελίδες τότε του περιοδικού Foreign Affairs, εκφράσει την ανησυχία της για τους υπερηχητικούς πυραύλους της Ρωσίας, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά πως αυτό είναι ένα από τα μέτωπα στα οποία η Μόσχα έχει ήδη εξασφαλίσει ή επιδιώκει να εξασφαλίσει προβάδισμα.

Η Βόρεια Κορέα και ο Hwasong 8
Σημειώνεται, μέσα σε όλα αυτά, πως, στα τέλη Σεπτεμβρίου, και οι Βορειοκορεάτες υποστήριξαν από την πλευρά τους πως προχώρησαν σε επιτυχημένη δοκιμή υπερηχητικού πυραύλου, του επονομαζόμενου Hwasong-8.
Το ερώτημα που ανακύπτει, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι το προφανές: διαθέτουν άραγε οι Αμερικανοί, ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, συστήματα αεράμυνας ικανά να «αντιλαμβάνονται», να «παρακολουθούν» και να αντικρούουν υπερηχητικές επιθέσεις; Η απάντηση είναι πως όχι ή, τουλάχιστον, προς το παρόν όχι. Με την υποσημείωση, βέβαια, ότι και τα υπερηχητικά συστήματα επίθεσης ακόμη βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Αντιθέτως, «τρέχουν» και εκείνοι, από τη μία πλευρά, τα δικά τους προγράμματα ανάπτυξης υπερηχητικών πυραύλων (σχετικές δοκιμές πραγματοποιήθηκαν μέσα στον μήνα Οκτώβριο σε Βιρτζίνια και Αλάσκα) και, από την άλλη, προγράμματα προηγμένης αντιπυραυλικής άμυνας και έγκαιρης προειδοποίησης.

Κινήσεις από ΗΠΑ
«Η απόκτηση υπερηχητικών όπλων είναι μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες του υπουργείου Άμυνας», διαβάζουμε σε δελτίο Τύπου του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 2021. Σύμφωνα μάλιστα με όσα αναφέρονται, οι Αμερικανοί θέλουν να έχουν ξεκινήσει να μπορούν να κάνουν χρήση τέτοιου τύπου όπλων επί του πεδίου έως και τα μέσα της δεκαετίας που διανύουμε. Στο πλαίσιο αυτό, η Lockheed Martin προσφάτως άνοιξε νέο εργοστάσιο (Assembly Building 4) στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ, αποστολή του οποίου θα είναι να κατασκευάζει υπερηχητικά όπλα στο πλαίσιο των προγραμμάτων Conventional Prompt Strike του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και Long Range Hypersonic Weapon του αμερικανικού στρατού ξηράς.
Προς την ίδια κατεύθυνση εργάζεται και η αμερικανική Sandia National Laboratories αλλά και η Dynetics Technical Solutions, μαζί με τα γραφεία Navy Strategic Systems Programs (SSP) και Army Hypersonic Program Office (AHPO). Υπό την ομπρέλα τους οποίων εντάσσονται και τα προαναφερθέντα προγράμματα Conventional Prompt Strike και Long Range Hypersonic Weapon.
Παράλληλα ωστόσο, η διεύθυνση αντιπυραυλικής άμυνας (Missile Defense Agency) του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας εμφανίζεται να προωθεί, σε συνεργασία με εταιρείες όπως είναι η L3Harris και η Northrop Grumman, και την ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων αντιπυραυλικής αεράμυνας (Hypersonic and Ballistic Tracking Space Sensor – HBTSS, Next Generation Interceptor) που θα βασίζονται μεταξύ άλλων και σε διαστημικούς αισθητήρες και δορυφόρους.