Στη φωτογραφία οι Κυρ. Μητσοτάκης και Σ. Λαβρόφ στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Λαβρόφ, προ εβδομάδος στην Αθήνα, ήταν αναμφισβήτητα χρήσιμη για την επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων, αλλά δεν δικαίωσε τις κυβερνητικές προσδοκίες για -μικρή έστω- μεταβολή της πολιτικής της Μόσχας έναντι της Άγκυρας.

Ο κ. Λαβρόφ προέβη στην, επί της αρχής, θετική δήλωση ότι «σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, κάθε συμβαλλόμενο κράτος έχει δικαίωμα να καθορίζει το εύρος των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια». Ωστόσο, ως ένα μικρό δείγμα της μεγάλης πείρας του και θυμίζοντας τον θρυλικό Γκρομίκο της ΕΣΣΔ, ο κ. Λαβρόφ πρόσθεσε ότι η άσκηση του ελληνικού δικαιώματος πρέπει να γίνει «φυσικά, υπολογίζοντας τις προβλέψεις της ελάχιστης κοινής λογικής και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες». Υπαινίχθηκε, δηλαδή, ότι το Αιγαίο ίσως και να αποτελεί ειδική περίπτωση, όπως υποστηρίζει η Άγκυρα από τη δεκαετία του ‘70.

Ταυτόχρονα, στις δημόσιες επισημάνσεις του ενώπιον του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, ο κ. Λαβρόφ αποκάλυψε το διεθνές διπλωματικό παιγνίδι που εξελίσσεται, αυτή την εποχή, με επίκεντρο την Αθήνα. Έκρινε πως «οι συνομιλίες επιβεβαίωσαν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των σχέσεων με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Θα ήταν επιθυμητό και αυτοί, η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, να μην μας εμποδίζουν να αναπτύξουμε τις σχέσεις με την Ελλάδα».

Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική πλευρά φέρεται να έχει παρέμβει εν ψυχρώ και στις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, εκφράζοντας δυσαρέσκεια για την ένταση των αντιρωσικών τόνων κατά την προηγηθείσα επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μ. Πομπέο και τις συνομιλίες του με τον κ. Μητσοτάκη και τους υπουργούς Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδια και Ν. Παναγιωτόπουλο.

Φυσικά, ο κ. Λαβρόφ και ο πρεσβευτής στην Αθήνα Αντρ. Μασλόβ (αρμόδιος για την Ελλάδα και στην προηγούμενη θέση του στη Μόσχα από το 2010) γνωρίζουν άριστα ότι οι δηλώσεις του κ. Πομπέο κατά της Ρωσίας και της Κίνας είναι αυτονόητες μεταξύ συμμάχων. Η Ελλάδα δεν πρωταγωνιστεί στις κινήσεις και ανακοινώσεις της Ατλαντικής Συμμαχίας και της Ε.Ε. και μάλιστα είναι η πρώτη που υπογράμμισε (εν μέσω των κρίσεων στην Ουκρανία και την Κριμαία το 2013-14) ότι δεν νοείται ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, χωρίς συμμετοχή της Ρωσίας. Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί να παραστεί στις εκδηλώσεις, το Μάιο φέτος στην Μόσχα, για τα 75 χρόνια από τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία, ο Πρωθυπουργός (σκόπιμα ή μη) θα ήταν μάλλον ο μοναδικός ηγέτης δυτικής χώρας στην εξέδρα επισήμων της Κόκκινης Πλατείας. Επομένως, γίνεται σαφές ότι οι ισχυρισμοί του κ. Λαβρόφ είναι υπερβολικοί. Η ουσία είναι ότι η ρωσική πλευρά δημιουργεί κλίμα δυσαρέσκειας και ιδιότυπης διαπραγμάτευσης, ώστε να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο εντός της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το κλίμα, το Κρεμλίνο προωθεί σειρά αιτημάτων προς το Μέγαρο Μαξίμου. Πρώτιστη επιδίωξη της Μόσχας είναι η ακώλυτη δραστηριότητα του Ρωσικού Στόλου στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου και, κυρίως, ο ελλιμενισμός πλοίων του στην Ελλάδα. Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη την αντίθεσή τους στη χορήγηση αδειών ελλιμενισμού ήδη από το Νοέμβριο του 2019 με την επίκληση κινδύνων κατά βασικών συμμαχικών υποδομών και διεξαγωγής επιχειρήσεων κατασκοπίας, ενώ πιο πρόσφατα οι πλόες ρωσικών σκαφών επιφανείας συνδέθηκαν με τη μεταφορά υλικών στη Λιβύη. Η Μόσχα επιθυμεί εξάλλου τη θετική ή ουδέτερη στάση της Αθήνας έναντι της πρότασης αναστολής ανάπτυξης πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς από τη Ρωσία και τα μέλη του ΝΑΤΟ. Η πρόταση κρίνεται από την Ατλαντική Συμμαχία ως παραπλανητική.

Παράλληλα, η Ρωσία επιθυμεί τη στήριξη της Ελλάδας στην ήπια πολιτική της Γερμανικής Προεδρίας της Ε.Ε. για τη Λευκορωσία (συνδρομή στην αντιπολίτευση, χωρίς επιδίωξη αλλαγής καθεστώτος) και την Ουκρανία (τήρηση ανακωχής και σύγκληση συνόδου σε αόριστο μελλοντικό χρόνο). Ομοίως, η κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται με την πολιτική του κ. Λαβρόφ για διεύρυνση των λεγόμενων «κατευθυντήριων αρχών» στις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας, ώστε να περιλαμβάνουν τα ζητήματα των Δυτικών Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και του Ιράν.

Το ερώτημα βέβαια, μετά τη θετική ανταπόκριση στις ρωσικές αξιώσεις, είναι αν το Μαξίμου ζήτησε και έλαβε κάποιο χειροπιαστό αντάλλαγμα. Η απάντηση είναι αρνητική σε αντίθεση με την Κύπρο που εξασφάλισε τουλάχιστον τη συνδρομή της Μόσχας στον ΟΗΕ για τα Βαρόσια.