Το 2024 ήταν μια κατά κοινή ομολογία κακή χρονιά για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Μέσα σε ολίγους μήνες, η Τεχεράνη είδε την περιφερειακή της ισχύ, την οποία έχτιζε εδώ και χρόνια μέσα από τον καλούμενο «άξονα της αντίστασης», να απομειώνεται σημαντικά και κάποιους από τους πιο σημαντικούς της πληρεξουσίους (τη Χεζμπολάχ, τον Μπασάρ αλ Άσαντ) να «αιμορραγούν».

Παράλληλα, δέχθηκε κι ένα άνευ προηγουμένου πλήγμα στην έδρα της (με τη δολοφονία του Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη), το οποίο ήρθε να φανερώσει κενά, αδυναμίες και τρωτότητες, τρωτότητες ακόμη μεγαλύτερες από εκείνες της ανεπάρκειας των ιρανικών πτητικών μέσων που αποκαλύφθηκαν όταν έχασαν τη ζωή τους πέρυσι σε αεροπορικό δυστύχημα οι Εμπραχίμ Ραϊσί και Χοσεΐν Αμιραμπντολαχιάν.

Το Ιράν δέχθηκε, λοιπόν, μια σειρά από εξαιρετικά σημαντικά πλήγματα, ενώ όταν πήγε να αντεπιτεθεί τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο του 2024 – με drones και πυραύλους ενάντια στο Ισραήλ, το αποτέλεσμα μάλλον δεν ήταν το επιθυμητό για την Τεχεράνη, αφού οι ισραηλινές αεράμυνες απέκρουσαν τη συντριπτική πλειονότητα των εισερχομένων πυρών.

Το Ιράν εξετέθη, με άλλα λόγια, ως αποδυναμωμένο· και λαμβάνοντας ως δεδομένη αυτήν την αποδυνάμωση, το ερώτημα το οποίο ανέκυψε στην πορεία μεταξύ των αντιπάλων του Ιράν (Νετανιάχου, Τραμπ), ήταν το εξής: Τι κάνουμε τώρα; Πλήττουμε περαιτέρω τον εχθρό, τώρα που είναι πεσμένος; Ή τον αφήνουμε να σηκωθεί μεν, αλλά με την προοπτική να τον κρατήσουμε αποδυναμωμένο;

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου το ξεκαθάρισε, έπειτα από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, ότι η χώρα του πρόκειται να αλλάξει τον χάρτη της ισχύος στη Μέση Ανατολή. Στον πυρήνα ωστόσο μιας τέτοιου τύπου αναδιαμόρφωσης δεν μπορεί παρά να βρίσκεται το ίδιο το Ιράν, από το οποίο άλλωστε επί σειρά ετών αντλούσαν τεχνογνωσία και στήριξη ομάδες όπως ήταν εκείνες της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και των Χούθι στην Υεμένη.

Τι θα μπορούσε, όμως, να ακολουθήσει τώρα σε πρακτικό επίπεδο; Μια ανοιχτή στρατιωτική επίθεση ενάντια στο ίδιο το Ιράν, ενδεχομένως, από Ισραηλινούς και Αμερικανούς;

Υπάρχουν Ισραηλινοί ιθύνοντες που θα έβλεπαν θετικά το ενδεχόμενο μιας τέτοιας «προληπτικής» επίθεσης, ενώ και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε αποσύρει τις ΗΠΑ από την JCPOA κατά την πρώτη θητεία του το 2018, τώρα διαμηνύει (βλ. συνέντευξη στο δίκτυο NBC) ότι εάν το Ιράν δεν καταλήξει σε μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για το πυρηνικό του πρόγραμμα, τότε θα ακολουθήσουν βομβαρδισμοί πρωτοφανούς κλίμακας («τέτοιοι που δεν έχουν ξαναδεί οι Ιρανοί»).

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο Τραμπ παρουσιάστηκε να δίνει στο Ιράν ένα περιθώριο περίπου 60 ημερών, μέσα στο οποίο θα πρέπει να έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων. Επί της ουσίας ωστόσο, το διάστημα αυτό εκλαμβάνεται ως απαγορευτικά σύντομο.

Ισραήλ αξιωματούχοι φέρονται, από την πλευρά τους, να έχουν προωθήσει, σε επαφές που είχαν με την αμερικανική πλευρά, την προοπτική πραγματοποίησης καλά στοχευμένων στρατιωτικών πληγμάτων με στόχο τις εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Μάλιστα λέγεται ότι τέτοιου τύπου πλήγματα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν τους προσεχείς μήνες, πριν από το καλοκαίρι του 2025 ή κατά τη διάρκεια αυτού.

Σύμφωνα με όσους προκρίνουν τέτοιου τύπου δράσεις, αυτά τα επαπειλούμενα πλήγματα θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο τη διαπραγματευτική ισχύ των Ιρανών· ενώ και η τρέχουσα συγκυρία της προεδρικής θητείας Τραμπ εκλαμβάνεται ως «ευκαιρία», καθώς μερίδα Ισραηλινών θεωρεί ότι η νυν αμερικανική διοίκηση θα μπορούσε να δώσει πλήρη ελευθερία κινήσεων στην πλευρά Νετανιάχου…

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Ο Ντόναλντ Τραμπ ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος να δώσει τέλος στους πολέμους. Ενας πόλεμος με το Ιράν ωστόσο, θα ήταν ίσως ό,τι πιο έντονο θα είχε ζήσει η Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες. Μια τέτοιου τύπου σύρραξη θα είχε διάρκεια, ένταση και ενδεχομένως απρόβλεπτες διεθνείς επιπτώσεις, ενώ παράλληλα θα άφηνε αναπάντητο και το κρίσιμο ερώτημα της «επόμενης μέρας» στο οποίο δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις ούτε οι Ισραηλινοί.

Ακόμη και στην περίπτωση «προληπτικών» πληγμάτων κατά ιρανικών στόχων δε, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι «εκρηκτικά»: η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της Τεχεράνης, η παγίωση της ιρανικής στροφής στα πυρηνικά τα οποία θα αντιμετωπίζονται πια ως ύστατο μέσο άμυνας για την ισλαμική δημοκρατία, η εξαπόλυση αντιποίνων κατά αμερικανικών δυνάμεων ευρύτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κ.ά.

Η Τεχεράνη απαντά, από την πλευρά της, ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ υπό καθεστώς εκβιαστικής πίεσης και απειλών. Στον αντίποδα, διαμηνύει ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μεν με τους Αμερικανούς, αλλά εμμέσως, μέσω Ομάν, όπως άλλωστε είχε κάνει και στο παρελθόν. Απαντώντας ωστόσο συγκεκριμένα στην απειλή Τραμπ περί «βομβαρδισμών», το Ιράν προειδοποιεί με «πυρηνικοποίηση».

Ο Αλί Λαριτζανί, κορυφαίος σύμβουλος του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, υποστήριξε κατά τη διάρκεια δημόσιας παρέμβασής του, έπειτα από τις πρόσφατες απειλές Τραμπ, ότι η Τεχεράνη θα μπορούσε να επιδιώξει την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων εάν βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο λόγω εξωτερικών πιέσεων.

Ο Λαριτζανί έχει όμως προφίλ μετριοπαθούς/πραγματιστή πολιτικού και το γεγονός ότι προχώρησε αυτός -κι όχι κάποιος άλλος, ακραίος- στις προαναφερθείσες προειδοποιήσεις, εκλαμβάνεται ως ειδικού βάρους μήνυμα προς την πλευρά των ΗΠΑ, αλλά και του Ισραήλ.

Οι Αμερικανοί πάντως παρουσιάζονται να ενισχύουν επί του παρόντος την στρατιωτική τους παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, στέλνοντας εκεί: αεροπλανοφόρα, νέες συστοιχίες αεράμυνας Patriot και αντιπυραυλικά THAAD, μαχητικά F-35 και βομβαρδιστικά B-2. Αμερικανικά B-2 έχουν πια πάρει θέση στη νήσο Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό από όπου θα μπορούσαν, όπως λέγεται, να πραγματοποιήσουν επιχειρήσεις εναντίον ιρανικών θέσεων.

Τα εν λόγω αεροσκάφη δύνανται, ωστόσο, να μεταφέρουν βόμβες τύπου GBU-57A/B MOP, βόμβες που θα μπορούσαν δηλαδή, ως «bunker buster», να πλήξουν… υπόγειες πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Ιράν.

Τι θα μπορούσε να ακολουθήσει, με σημείο αναφοράς τη νήσο Ντιέγκο Γκαρσία, μένει να φανεί. Οι Αμερικανοί βομβάρδισαν μεν θέσεις των (υποστηριζόμενων από το Ιράν) Χούθι στην Υεμένη στα μέσα Μαρτίου, με το βλέμμα στραμμένο στην Τεχεράνη. Ένα πλήγμα κατά του Ιράν ωστόσο, ειδικά εντός των ιρανικών συνόρων (συγκριτικά, υπενθυμίζεται ότι τον Κασέμ Σολεϊμανί τον είχαν σκοτώσει στο Ιράκ), θα αποτελούσε άλλης κλίμακας πρόκληση…