Με νωπές ακόμη τις μνήμες από το πρόσφατο εκλογικό μπαράζ (βουλευτικές/προεδρικές 2023, αυτοδιοικητικές 2024) και το βλέμμα στραμμένο πια αφενός στις δημοσκοπήσεις και αφετέρου στους κομματικούς συσχετισμούς που αναδιαμορφώνονται (με φόντο το υπό κατάρρευση İYİ και τους τριγμούς στον άξονα AKP-MHP), κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ερίζουν πλέον στην Τουρκία… για το ποιος είναι περισσότερο εθνικιστής.

Το σκηνικό, όπως διαμορφώνεται πια στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, προκαλεί ανησυχία μεν αλλά δεν εκπλήσσει.

Εάν υπάρχει άλλωστε μια «σταθερά» που διατρέχει το τουρκικό πολιτικό φάσμα «ενώνοντας» τους γκρίζους λύκους με την αριστερά (το Vatan του Ντογού Περιντσέκ για παράδειγμα) και τους κεμαλιστές με τους ισλαμιστές, αυτή είναι διαχρονικά η «σταθερά» του σκληρού εθνικισμού.

Το πρόβλημα ωστόσο με αυτήν την «σταθερά» είναι ότι εδώ και χρόνια ενισχύεται, μέσα από συμπράξεις όπως ήταν εκείνες του AKP με το MHP και του CHP με το İYİ, αλλά και μέσα από τη δράση μεμονωμένων πολιτικών που εμφανίζονται ανά περιόδους στο προσκήνιο ως ρυθμιστές των εξελίξεων όπως ήταν για παράδειγμα ο Σινάν Ογάν και ο Ουμίτ Οζντάγ.

Στο κοινοβούλιο που προέκυψε, επί παραδείγματι, από τις περυσινές βουλευτικές εκλογές, οι (διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων) εθνικιστές κυριαρχούν. Δεν είναι πια μόνον το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Μπαχτσελί και το Καλό Κόμμα (İYİ) της Ακσενέρ που έχουν παρουσία στην εθνοσυνέλευση. Στα έδρανα δίπλα τους έχουν πλέον πάρει θέση και άλλοι ακραίοι… του Κόμματος της Νέας Ευημερίας (YRP) του Φατίχ Ερμπακάν, του ακροδεξιού HÜDA-PAR και του Κόμματος Ευδαιμονίας (Saadet) του Τεμέλ Καραμολάογλου. Αυτές οι αναδυόμενες δυνάμεις επηρεάζουν μεν τις τάσεις, πλην όμως οι πρακτικά σημαντικότερες εστίες εθνικισμού εξακολουθούν να εντοπίζονται στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Τουρκίας, το AKP και το CHP.

Πριν από χρόνια, το 2017 για παράδειγμα, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ως ηγέτης τότε του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως πρόεδρος της Τουρκίας και επικεφαλής του κυβερνώντος ισλαμοσυντηρητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) συγκρούονταν για τα δεκάδες νησιά «που έχουν καταλάβει παρανόμως οι Ελληνες σε Βορειοανατολικό Αιγαίο, Δωδεκάνησα και Κρητικό Πέλαγος», παρουσιάζοντας ο ένας τον άλλον ως «μειοδότη» που «παρέδωσε νησιά στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τους κεμαλιστές, τα νησιά αυτά «χάθηκαν» μετά το 2003, επί Ερντογάν. Σύμφωνα με τους ισλαμιστές από την άλλη πλευρά, τα νησιά αυτά «είχαν χαθεί» προτού ανέλθει το AKP στην εξουσία το 2002. «Ο εθνικισμός του CHP έχει γραφτεί στην Κύπρο, στα βουνά του Πενταδάκτυλου και στα χωράφια του Αφιόν», διεμήνυε ο Κιλιτσντάρογλου την περίοδο 2016-2017, ενώ ο εθνικισμός αντιστοιχεί άλλωστε και σε ένα από τα έξι βέλη που ως θεμελιώδεις αρχές αποτελούν το σήμα του CHP.

Εν έτει 2024 πια, AKP και CHP έχουν καταλήξει να συγκρούονται για την «πατρότητα» του επεκτατικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Στο πλαίσιο ανακοίνωσης που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα, το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα υποστηρίζει ότι «δικοί του απόστρατοι ναύαρχοι συνέβαλαν στη δημιουργία της έννοιας της Γαλάζιας Πατρίδας» την οποία ο Ερντογάν «θυμάμαι μόνο σε προεκλογικές περιόδους». Συνεχίζοντας, το CHP κατηγορεί μάλιστα την ηγεσία Ερντογάν ότι αφήνει «αναπάντητες» «ελληνικές προκλήσεις» όπως είναι εκείνες της «στρατιωτικοποίησης» των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, της «παρενόχλησης Τούρκων αλιέων» και της «κατάληψης» νήσων και νησίδων. «Γαλάζια Πατρίδα για εμάς σημαίνει να μην κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω σε Μαύρη Θάλασσα, Αιγαίο και Μεσόγειο», σημειώνει στην ανακοίνωσή του το CHP.

Όσο για τον νέο ηγέτη της κεμαλικής παράταξης, τον Οζγκιούρ Οζέλ, εκείνος βρέθηκε στις 19-20 Ιουλίου στα κατεχόμενα για να γιορτάσει τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή χαρακτηρίζοντας το ψευδοκράτος «αδελφή χώρα», ενώ στις 24 Ιουλίου τίμησε και τη μνήμη του Σαδίκ Αχμέτ τον οποίο χαρακτήρισε «αείμνηστο ηγέτη των Τούρκων της Δυτικής Θράκης».

«Δεν θα κάνουμε το παραμικρό βήμα πίσω στην προστασία της Γαλάζιας Πατρίδας η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πατρίδας μας. Να το γνωρίζουν όλοι αυτό. Θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων», απαντά από την πλευρά του ο Ερντογάν.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ωστόσο διακομματικής τουρκικής εθνικιστικής πλειοδοσίας, διερωτάται κανείς εάν μπορεί να έχει πια επί της ουσίας μέλλον η Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, μια διακήρυξη στο πλαίσιο της οποίας τα δύο μέρη δεσμεύονταν «να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους».

Η πρόσφατη κρίση στην Κάσο, η επίμονη τουρκική γραμμή περί δύο κρατών στο Κυπριακό, οι τουρκικές «επιθέσεις» στον Νίκο Δένδια, οι εμπρηστικές ανακοινώσεις των τουρκικών κομμάτων, το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας το οποίο θυμήθηκε έπειτα από ένα διάλειμμα αρκετών μηνών την Ελλάδα (καλώντας την να μην επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την τουρκική «εποικοδομητική προσέγγιση» στα ελληνοτουρκικά), τα υπό μορφή κατηγοριών τουρκικά «πυρά» κατά της ελληνικής ακτοφυλακής (τα σχετικά με «παρενοχλήσεις αλιέων» και «επαναπροωθήσεις μεταναστών») και η ακύρωση της επίσκεψης που ήταν προγραμματισμένο να πραγματοποιήσει αυτήν την εβδομάδα στην Αθήνα ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Αλί Γερλίκαγια έρχονται να μας υπενθυμίσουν τις ουκ ολίγες «αρρυθμίες» των ελληνοτουρκικών λίγους μήνες προτού οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν μεταβούν στις ΗΠΑ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο για τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

Τι άλλο θα έχει γίνει ως τότε, μένει να φανεί. Η τουρκική προκλητικότητα έχει, πάντως, αρχίσει να ανεβάζει ξανά ρυθμούς…