Σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας: ποιος ορίζει την ατζέντα;
Του Βασιλείου Τσιάμη*
Στη φωτογραφία αγχωμένος ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ (αριστερά) ενώπιον του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ.Ερντογάν σε συνάντηση κατά τη διάρκεια της εαρινής κρίσης του Μεταναστευτικού.
Όταν το 2011 η Ευρωπαϊκή Ένωση, δειλά και αποσπασματικά. αποφάσισε να «ορίσει» τα της γειτονιάς της και να αναλάβει την πρωτοβουλία επιχειρήσεων στην ζώνη της Λιβύης, πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ότι ήταν παντελώς ανέτοιμη τόσο πολιτικά (λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ των Κρατών-Μελών) όσο και επιχειρησιακά να το πράξει. Είναι αληθές ότι χωρίς την τότε υποστήριξη των ΗΠΑ σε μέσα επιτήρησης και πληροφοριών, σε εναέρια μέσα – κυρίως ιπτάμενα τάνκερ ανεφοδιασμού – και σε οπλικά συστήματα αεροσκαφών, η Ε.Ε. θα οδηγείτο σε πλήρη αποτυχία και απαξίωση.
Αμέσως μετά, οι ΗΠΑ (σημειωτέον όχι η διοίκηση Τραμπ που έχει δαιμονοποιηθεί για τις σχέσεις με την Ευρώπη) είχαν τονίσει ότι η Ε.Ε. πρέπει να ετοιμάζεται για την επόμενη κρίση, ώστε να αναλάβει τις ευθύνες της ως γεωπολιτικός παράγοντας και πάντως σίγουρα στα της γειτονιάς της. Έκτοτε οι ΗΠΑ έστελναν σταθερά αυτό το μήνυμα, ανεξαρτήτως του προσώπου του Προέδρου. Η κατάσταση που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο και η προφανής διακριτική αποχή ή αντίστροφα παρουσία (όπως το δει κανείς) των ΗΠΑ ίσως συνεπάγεται ότι η στιγμή αυτή έφτασε.
Η στάση και οι αποφάσεις της Ε.Ε. σε αυτό το θέμα, αλλά και ευρύτερα στις σχέσεις με την Τουρκία, πιθανώς να επιβεβαιώσουν την θέση της ως παγκόσμιου παίχτη ή να την απαξιώσουν πλήρως. Δεν είναι τυχαία η στάση της Γαλλίας και του προέδρου Μακρόν. Η Γαλλία πάντα υπήρξε ο στρατηγικός στοχαστής της Ε.Ε., και σε αυτή τη φάση αντιλαμβάνεται αυτόν τον κίνδυνο. Μπορεί η Γαλλία, όπως κάθε χώρα, να βλέπει κέρδη και ζημιές μέσα από το εθνικό της πρίσμα, αλλά εδώ γίνεται σαφές ότι σε αυτή τη γωνία των συνόρων της Ε.Ε. αντιλαμβάνεται την κατάσταση και υπό τον κοινό ευρωπαϊκό φακό. Αν η Ανατολική Μεσόγειος μετατραπεί σε τουρκικής επιρροής λίμνη, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αντίστοιχο ντόμινο σε ό,τι αφορά τα νότια και τα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε. Και αυτό μπορεί να διευρυνθεί σε ότι αφορά σφαίρες επιρροής ή σε στρατηγικούς τομείς, όπως αυτός της ενέργειας. Είναι σαφές λοιπόν ότι, για την Ε.Ε., το σύνθημα είναι ένα: ή τώρα ή πότε. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ξεκάθαρα, η Ε.Ε. πρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος και τη δύναμή της εν τη ενώσει. Επίσης, να κινηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανακτήσει την πρωτοβουλία.

Αν κάτι αναγνωρίζεται στη διοίκηση Ερντογάν, είναι η συστηματική εκδήλωση ενεργειών στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδιασμού και, ασφαλώς, η εκδήλωση ενεργειών και κινήσεων που δημιουργεί γεγονότα και ειδήσεις και θέτει τον εκάστοτε συζητητή σε αμυντική θέση. Η δυνατότητα που έχει να σχεδιάζει με ορίζοντα μακρύτερο της πολιτικής τετραετίας (ή σε κάποιες περιπτώσεις πενταετίας), όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. αλλά και στα όργανα της Ε.Ε., αναμφισβήτητα προσδίδει στην Τουρκία ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Με λίγα λόγια, διατηρεί σταθερά την πρωτοβουλία, αλλάζοντας πεδίο παίγνιου κατά το δοκούν.
Δείτε, για παράδειγμα, πως από την έντονα «επιθετική» στάση στην Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία μονομιάς τήρησε «σιγή ασυρμάτου», με δυνατότητα ασφαλώς να επανέλθει δυναμικά ανά πάσα στιγμή. Αντίστοιχα, ενεργοποιεί, κατά το δοκούν, πεδία δράσης πότε στην Ανατολική Μεσόγειο, πότε στη Συρία, πότε στην Λιβύη και πότε στην Κύπρο. Άλλες φορές σε συνδυασμό και άλλες φορές ανεξάρτητα. Είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Ε.Ε. διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, δεδομένων των διακριτικών σχέσεων και συμφερόντων με κάποια από τα Κράτη-Μέλη κάτι που εκμεταλλεύεται στο έπακρο.

Αν η Ε.Ε. επιτέλους γενναία διατύπωνε αυτό που είναι κοινώς γνωστό, ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι ουσιαστικά νεκρή και στη συνέχεια πρότεινε την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια ειδική σχέση που θα περιλαμβάνει υποχρεώσεις και δικαιώματα άρρηκτα συνδεδεμένα, αυτό θα έθετε την Άγκυρα προ των δικών της ευθυνών και αποφάσεων. Μέχρι την ουσιαστική δέσμευση, καμία κοινοτική χρηματοδότηση δεν θα ήταν εφικτή. Η πρόταση της Ε.Ε. θα είχε ημερομηνία λήξης οπότε μέτρα, όπως η άρση τελωνειακής σύνδεσης, ο αποκλεισμός της τουρκικής αγοράς συμπεριλαμβανομένου του τουριστικού προϊόντος και αλλά θα αποτελούσαν τα συνεπακόλουθα. Η στάση αυτή της Ε.Ε. θα συμπληρωνόταν με προώθηση των επαφών με τις γειτονικές προς την Τουρκία χώρες και ευρύτερα με τον ισλαμικό κόσμο, την ξεκάθαρη ετοιμότητα αλληλεγγύης σε περίπτωση που η Τουρκία θα επιθυμούσε να «εξωτερικεύσει» την αντίδραση της με απειλές και κρίσεις, καθώς και την ενεργοποίηση της ισχυρής θέσης της Ε.Ε. σε διεθνή συλλογικά όργανα και οργανισμούς.
Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον και την ανάπτυξη της Ε.Ε.. Τώρα λαμβάνουν και σημαντική σημασία σε ότι αφορά τον γεωπολιτικό της ρόλο. Είναι προς όφελος και των δυο να εξελιχθούν με αρμονία. Η διοίκηση Ερντογάν έχει την πολιτική νομιμοποίηση και τη δύναμη στο εσωτερικό και ίσως είναι η καταλληλότερη, για να προωθήσει λύσεις κοινώς αποδέκτες με την Ένωση. Για να γίνει αυτό, η Ε.Ε. πρέπει να διαπραγματευτεί με βάση το μέγεθος, τη δύναμη και το σημαντικό της ρόλο στον κόσμο. Και, προς τούτο, σημαντικό σημείο αφετηρίας είναι να γίνει εκείνη που θα ορίζει την ατζέντα.
*Associate Partner Ernst & Young Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας – Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας (Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο αυτό είναι προσωπικές).