ΣΧΕΔΙΟ ΑΤΣΕΣΟΝ: η στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ για την Ένωση Ελλάδας και Κύπρου (Μέρος Β’)
Του Πέτρου Τασιού*
ΠΡΩΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΤΣΕΣΟΝ
Μετά από ισχυρές πιέσεις, ο Γεώργιος Παπανδρέου πείστηκε για την αναγκαιότητα μεσολάβησης των ΗΠΑ σε μυστικές διαπραγματεύσεις υπό τον Ντιν Άτσεσον, ο οποίος έφτασε στη Γενεύη (5 Ιουλίου 1964), για να προωθήσει τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Εκεί, ήδη διεξάγονταν συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με στόχο την εκτόνωση της κρίσης που προκλήθηκε λόγω της τουρκοκυπριακής ανταρσίας και των απειλών της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο. Στις συνομιλίες, ρόλο μεσολαβητή είχαν αναλάβει ο Σακάρι Τουομιόγια, εκ μέρους του ΟΗΕ και ο Ντιν Άτσεσον από την πλευρά των ΗΠΑ
Ο Ντιν Άτσεσον υπέβαλε το πρώτο επίσημο σχέδιο λύσης του Κυπριακού που προέβλεπε:
- Ένωση Ελλάδας-Κύπρου.
- Παραχώρηση της χερσονήσου της Καρπασίας στην Τουρκία με πλήρη κυριαρχία που θα χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτική βάση.
- Καθορισμό ειδικών περιοχών με τουρκοκυπριακή πλειοψηφία, οι οποίες θα απολάμβαναν ειδικού διοικητικού καθεστώτος με ευρείας έκτασης αρμοδιότητες.
- Ειδικές εγγυήσεις των μειονοτικών δικαιωμάτων που εξασφαλίζονταν σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε μεταξύ του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της τουρκικής βουλής, Νιχάτ Ερίμ, και του Ντιν Άτσεσον (9 Ιουλίου 1964). Η Τουρκία πρότεινε είτε τη διχοτόμηση του βόρειου τμήματος της Κύπρου, το οποίο θα διατηρούσε, είτε τη λύση της ομοσπονδίας.
Ο Αμερικανός διαμεσολαβητής απάντησε ότι αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο. Ο Νιχάτ Ερίμ θεώρησε πως, σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει στην Ένωση ως τετελεσμένο γεγονός (fait accompli) το οποίο όμως η Τουρκία ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει.
Ο Ντιν Άτσεσον πρότεινε τη δημιουργία μιας κυρίαρχης τουρκικής βάσης στην Καρπασία, όπου θα μπορούσαν να κατοικήσουν εκεί όσοι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν να είναι υπό ελληνική διοίκηση.
Για τους υπόλοιπους, εισηγήθηκε δυο ημιαυτόνομες περιοχές με τουρκική πλειοψηφία. Η τουρκική διπλωματία επέμενε στην πλήρη διχοτόμηση ως τη μόνη ικανοποιητική λύση ενώ, σε περίπτωση μονομερούς ένωσης, η Τουρκία θα αντιδρούσε. Ο Ντιν Άτσεσον απάντησε και πάλι αρνητικά.
Η ελληνική πλευρά, μέσω του απεσταλμένου της Δημήτρη Νικολαρεΐζη, αποδεχόταν τις αμερικανικές εισηγήσεις για τις τουρκοκυπριακές περιοχές με δικαστήρια υπό τουρκική διοίκηση και το διορισμό τούρκων έπαρχων από την Αθήνα.
Επίσης, ήταν πρόθυμη να παραχωρήσει το Καστελόριζο ως στρατιωτική βάση στην Τουρκία, αλλά στην Κύπρο δεν δεχόταν την ύπαρξη τουρκικών ένοπλων δυνάμεων παρά μόνο τη διατήρηση των βρετανικών βάσεων.
Ο Μακάριος επέτρεψε να διαρρεύσει το Σχέδιο στον ελληνικό Τύπο εις βάρος της ελλαδικής κυβέρνησης, εκμηδενίζοντας, εν τη γενέσει τους, τις όποιες προοπτικές υλοποίησής του.
Τελικά, το Σχέδιο απορρίφθηκε, τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Τουρκία. Η απόρριψή του θορύβησε την αμερικανική διπλωματία, η οποία πίστευε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου μπορούσε να ελέγξει το Μακάριο.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιβεβαίωσε τις αμερικανικές ανησυχίες, ενημερώνοντας τον Χάρρυ Λαμπουίζ ότι ήταν αδύνατον να συνεννοηθεί με τον Μακάριο. Τότε, για πρώτη φορά, προτάθηκε η ιδέα της Ένωσης με κοινή απόφαση ελληνοκυπριακού και ελληνικού κοινοβουλίου.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να εξετάζουν την ιδέα του Γεωργίου Παπανδρέου περί άμεσης ένωσης, η οποία περιλάμβανε την ανατροπή του Μακαρίου και την παροχή αδιευκρίνιστων ανταλλαγμάτων στην Τουρκία. Αυτό προϋπέθετε τη μυστική προσυνεννόηση Ελλάδας και Τουρκίας, ώστε να μην υπάρξει πρόκληση στρατιωτικής επέμβασης από την τελευταία.
Ο Μακάριος ενοχλούσε έντονα πλέον τις ΗΠΑ με την άρνησή του στο Σχέδιό τους και με τα ανοίγματα που επιχειρούσε προς τη Σοβιετική Ένωση και τις αδέσμευτες χώρες. Αρχικά, η υπερδύναμη θεωρούσε τον Αρχιεπίσκοπο σαν το καλύτερο ανάχωμα έναντι των κομμουνιστών λόγω της μεγάλης δυναμικής του ΑΚΕΛ.
Στην πορεία, όμως, διαπίστωσε ότι ο Μακάριος, κρατώντας σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας για ψηφοθηρικούς λόγους, αρνούμενος την αποδοχή αμερικανικών στρατευμάτων ως ειρηνευτική δύναμη και ελισσόμενος, ώστε να δημιουργήσει σύγχυση στους Ελληνοκυπρίους για την Ένωση, έθετε σε άμεσο κίνδυνο τη συνοχή του ΝΑΤΟ.
Εν τω μεταξύ, η κρίση στο εσωτερικό της Κύπρου βάθαινε ακόμη περισσότερο λόγω της επέκτασης των τουρκοκυπριακών θυλάκων, όπου μεταφερόταν βαρύς οπλισμός από την Τουρκία, θέτοντας επιτακτικά θέμα ασφάλειας όχι μόνο των Ελληνοκυπρίων, αλλά και του ίδιου του κυπριακού κράτους.
Η προσπάθεια εξουδετέρωσης του ισχυρού θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων από την Εθνική Φρουρά (7 Αυγούστου 1964) προκάλεσε, την επόμενη μέρα, την αεροπορική επέμβαση της Τουρκίας. Οι Ελληνοκύπριοι ανταπέδωσαν, εξαπολύοντας επιθέσεις εναντίον των Τουρκοκυπρίων και η Τουρκία απάντησε με περισσότερες αεροπορικές επιχειρήσεις.
Χρησιμοποιώντας βόμβες Ναπάλμ, βομβάρδισε ανελέητα την περιοχή της Τηλλυρίας με 55 Ελληνοκύπριους στρατιώτες και αμάχους νεκρούς. Η κατάσταση ξέφυγε εκτός ελέγχου με τα δύο αντίπαλα κράτη, νομοτελειακά, να οδηγούνται σε πόλεμο.
Στην τρομακτική τροπή των πραγμάτων, οι Ελληνοκύπριοι ζήτησαν από τη Σοβιετική Ένωση να παρέμβει. Ως αντίδραση ο Λύντον Τζόνσον έστειλε προσωπικές επιστολές στους Γεώργιο Παπανδρέου και Ισμέτ Ινονού, καλώντας σε αυτοσυγκράτηση και συνεργασία για αποκατάσταση της ειρήνης.
Προκειμένου να αποφευχθεί γενικευμένη αναμέτρηση μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων, ο Έκτος Στόλος αναπτύχθηκε στα ανοιχτά της Κύπρου, ώστε να αποτρέψει ένα σοβιετικό στρατιωτικό αντιπερισπασμό. Η θετική απάντηση των Σοβιετικών στην έκκληση της Κύπρου προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στην αμερικανική πλευρά για τη δημιουργία μιας νέας Κούβας.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ συνεδρίασε (15 Αυγούστου 1964), για να εξετάσει την τεταμένη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και το προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο των συνομιλιών της Γενεύης.
Τρεις μέρες αργότερα, ο ειδικός βοηθός του Προέδρου σε θέματα εθνικής ασφαλείας, Μακ Τζορτζ Μπάντι, και το μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Ρόμπερτ Κόμερ συνέταξαν ένα μνημόνιο για τον Λύντον Τζόνσον, υποστηρίζοντας ότι, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων της Γενεύης (οι οποίες συνεχίζονταν υπό τον Ντιν Άτσεσον με τα ενδιαφερόμενα μέρη), μοναδική εναλλακτική λύση ήταν η πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου για άμεση ένωση: «Ο Παπανδρέου ισχυρίζεται ότι ο μόνος τρόπος να βραχυκυκλωθεί ο άξονας Λευκωσίας-Μόσχας είναι η επιβολή της Ένωσης τώρα. Εν συνεχεία οι Έλληνες θα κάνουν μια συμφωνία με τους Τούρκους».
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΤΣΕΣΟΝ
Υπό το βάρος της κρισιμότητας των εξελίξεων και ως αποτέλεσμα της απόρριψης του πρώτου Σχεδίου, ο Ντιν Άτσεσον υπέβαλε, εσπευσμένα, το δεύτερο συμβιβαστικό Σχέδιο, το οποίο υπήρξε και το τελικό. Αποτελείτο από 15 σημεία στα οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν τα ακόλουθα:
- Άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας.
- Διορισμός υπουργού ως Γενικού Διοικητή, ο οποίος θα ήταν μέλος της ελληνικής κυβέρνησης.
- Εκμίσθωση βάσης στην Τουρκία για 50 χρόνια με έκταση που δεν υπερέβαινε το 4,5% του εδάφους της Κύπρου. Τα κυριότερα ελληνικά χωριά εξαιρούνταν της έκτασης αυτής και στην υπό εκμίσθωση περιοχή αναγνωριζόταν η ελληνική κυριαρχία.
- Διορισμός Τουρκοκύπριων έπαρχων στις δύο από τις οκτώ επαρχίες της Κύπρου.
- Δημιουργία θέσης Συμβούλου επί Μουσουλμανικών Υποθέσεων.
- Καθορισμός ειδικού μειονοτικού καθεστώτος για τους Τουρκοκύπριους ανάλογο με αυτό της Δυτικής Θράκης.
- Μόνιμη εγκατάσταση εκπροσώπου του ΟΗΕ στην Κύπρο για την επίβλεψη της εφαρμογής του μειονοτικού καθεστώτος.
- Αναγνώριση. στην Ελλάδα και στην Τουρκία. του δικαιώματος ατομικών προσφυγών, βάσει της Σύμβασης της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
- Δημιουργία κοινού αμυντικού οργάνου Ελλάδας και Τουρκίας για συνεργασία στο στρατιωτικό, πολιτικό και τουριστικό τομέα.
- Υποχρέωση της Τουρκίας να δεχθεί την επανεγκατάσταση των απελαθέντων από την Κωνσταντινούπολη και άλλες τουρκικές πόλεις Ελλήνων, καθώς και τήρηση των διεθνών της υποχρεώσεων για την Ίμβρο και την Τένεδο.
Το Σχέδιο παραδόθηκε σε μορφή επιστολής, με κάθε επισημότητα, από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Χάρρυ Λαμπουίζ, συνοδεία των δύο πολιτικών συμβούλων της πρεσβείας, Νόρμπερτ Άνσουτζ και Νταν Μπρούστερ (20 Αυγούστου 1964). Από ελληνικής πλευράς, δίπλα στον Γεώργιο Παπανδρέου ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος, ο υπουργός Συντονισμού Ανδρέας Παπανδρέου και ο εκπρόσωπος στις συνομιλίες της Γενεύης, Ιωάννης Σωσσίδης.
Η επιστολή, πέρα από τις λεπτομέρειες του Σχεδίου, ανέφερε τον επείγοντα χαρακτήρα για τη διευθέτηση του Κυπριακού ζητήματος λόγω της επικείμενης σοβιετικής ανάμιξης και του κινδύνου να περιέλθει η Μεγαλόνησος υπό κομμουνιστική επιρροή.
Ο Σοβιετικός πρόεδρος Νικήτας Χρουστσόφ είχε προειδοποιήσει την τουρκική κυβέρνηση ότι, σε περίπτωση επεμβάσεως, η Μόσχα δεν θα έμενε αδιάφορη, ενώ ο πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής Σπύρος Κυπριανού δήλωσε πως η κυβέρνηση αποφάσισε να δεχθεί σοβιετική στρατιωτική βοήθεια (12 Αυγούστου 1964).
Παράλληλα, η επιστολή επισήμανε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι οι ΗΠΑ θα πείσουν την Τουρκία να αποδεχτεί το Σχέδιο ως έχει: «Είμαι έτοιμος να ασκήσω τη μέγιστη δυνατή πίεση και πειθώ για να επιτύχω, ώστε να παραιτηθούν οι Τούρκοι κάθε απαίτησης για εδαφική περιοχή υπό την κυριαρχία των εις Κύπρο… Ειδικότερα, θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το Σχέδιο για την εκμίσθωση 50 ετών του τμήματος εκείνου της χερσονήσου της Καρπασίας» και «πιστεύω, ότι θα καταφέρω να επιτύχω συμφωνία με την Τουρκική Κυβέρνηση ώστε να μην παρέμβει, για να αποτρέψει ή για να απαιτήσει διακυβερνητική συμφωνία προ της πραγματοποιήσεως της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα».
Την ίδια μέρα, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, υπουργός Άμυνας της Ελλάδας, βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία, προσπαθώντας να πείσει το Μακάριο ότι έφτασε η ώρα της Ένωσης και εξηγώντας το Σχέδιο. Ο τελευταίος πρόβαλε διάφορες απαιτήσεις, πριν από το αναμενόμενο τελικό «ναι» και, όταν πήρε όλες τις απαντήσεις, ρώτησε αν μπορούσε να γίνει Αντιβασιλέας μετά την Ένωση, εισπράττοντας την αρνητική απάντηση του Πέτρου Γαρουφαλιά.
Ο Ιωάννης Σωσσίδης μετέβη στη Γενεύη την επόμενη ημέρα (21 Αυγούστου 1964). Στις 18:00, παρουσία του Δημήτρη Νικολαρεΐζη ανακοίνωσε στον Αμερικανό διαμεσολαβητή τη (σχεδόν) πλήρη αποδοχή του Σχεδίου, ζητώντας κάποια αιτήματα-τροποποιήσεις (τα οποία ο Ντιν Άτσεσον ήταν θετικός να εγκρίνει) που αφορούσαν, κυρίως, την οροθετική γραμμή για την έκταση της βάσης.
Ο Πέτρος Γαρουφαλιάς παρέμεινε στη Λευκωσία, για να αποσπάσει την αποδοχή του Μακαρίου. Ο τελευταίος, τελικά, του απάντησε ότι ως ιερωμένος δε δεχόταν να χυθεί αίμα σε περίπτωση εισβολής και έτσι απέρριψε το Σχέδιο. Ταυτόχρονα, απείλησε τον Γεώργιο Παπανδρέου ότι θα αποκάλυπτε την «αλήθεια ως συμπαιγνία Ελλάδας-ΗΠΑ για την επιβολή διχοτόμησης».
Η Ένωση Ελλάδας-Κύπρου κράτησε, θεωρητικά, μόλις 1 ώρα και 30 λεπτά. Στις 19:30, ο Έλληνας πρωθυπουργός τηλεφώνησε στον Ιωάννη Σωσσίδη, δίνοντάς του εντολή να συναντήσει τον Ντιν Άτσεσον, γνωστοποιώντας την αδυναμία της Ελλάδας να δεχτεί τελικά τις προτάσεις του λόγω της άρνησης του Μακαρίου.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου εξήγησε, την ίδια μέρα, στον Χάρρυ Λαμπουίζ ότι ο Μακάριος θα απέρριπτε οποιαδήποτε πρόταση που θα προέβλεπε την παραχώρηση εδάφους στην Τουρκία.
Ο Τζορτζ Μπολ απάντησε αμέσως στον Αμερικανό πρέσβη με ένα αποφασιστικό τηλεγράφημα: «δεν μπορούμε να δεχτούμε τη συνεχή ταλάντευση της ελληνικής κυβέρνησης… Ο Πρόεδρος έχει ενημερωθεί για την αποδοχή του Σχεδίου μας από την Ελλάδα και σκοπεύουμε να προχωρήσουμε με βάση αυτό το δεδομένο. Χρησιμοποιούμε κάθε μέσο, για να εξασφαλίσουμε τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και δεν μπορούμε τώρα να δεχτούμε αμφιβολίες από την πλευρά της Ελλάδας».
Είχε προηγηθεί το τηλεγράφημα του υπουργού Εξωτερικών Ντην Ρασκ στην Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας, καθιστώντας σαφές στην ελληνική κυβέρνηση ότι οι ΗΠΑ «θα σταματούσαν τους Τούρκους εάν η (ελληνική κυβέρνηση) κινούνταν αποφασιστικά για να πραγματοποιήσει την άμεση ένωση υπό όρους που θα έδιναν στους Έλληνες το 95% αυτού που ήθελαν».
Ταυτόχρονα, η τουρκική πλευρά ανακοίνωσε στον Ντιν Άτσεσον την απόρριψη του Σχεδίου (21 Αυγούστου 1964), αρνούμενη να αποδεχθεί την υπενοικίαση της βάσης και εμμένοντας σε καθεστώς κυριαρχίας. Ο Ισμέτ Ινονού συμφώνησε να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν ως έχουν ή να γίνει ένωση χωρίς καμία διευθέτηση.
Ακόμη και μετά την απόρριψη του Σχεδίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου ταλαντευόταν μεταξύ της ιδέας της Ένωσης μέσω της ανατροπής του Μακαρίου (23 Αυγούστου 1964) και της ικανοποίησης της κοινής γνώμης στο εσωτερικό, συμφωνώντας δημόσια με το Μακάριο για την απόρριψη του διχοτομικού Σχεδίου (30 Αυγούστου 1964).
Ο Ντην Ρασκ, στην ύστατη προσπάθεια να περισώσει τις εναπομείνασες δυνατότητες, απευθύνθηκε στις αμερικανικές πρεσβείες σε Αθήνα και Άγκυρα, δίνοντας οδηγίες. Η πρότασή του στον Χάρρυ Λαμπουίζ ήταν να προτρέψει την ελληνική κυβέρνηση να πραγματοποιήσει την Ένωση, ενώ οι ΗΠΑ αναλάμβαναν την ευθύνη της αποτροπής οποιασδήποτε άλλης εξωτερικής δύναμης που θα προέβαινε σε στρατιωτική ενέργεια.
Η τελευταία προσπάθεια πραγματοποιήθηκε με την προσέγγιση στον Λύντον Τζόνσον από ελληνικής πλευράς, ώστε να μεσολαβήσει εκ νέου για την αποδοχή του δεύτερου Σχεδίου με μικρές παραλλαγές.
Η απάντησή του δεν ήταν το ίδιο ενθαρρυντική, εφόσον δεχόταν μεν να επαναλάβει τη μεσολάβηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά υποδείκνυε τη μεταβίβαση αντί της εκμίσθωσης της κυρίαρχης βάσης για 50 χρόνια στους Τούρκους: «Τώρα πλέον είναι αργά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το μόνο που θα μπορούσα ίσως να κάνω ήταν να επέμβω, εφόσον δέχεστε την κατά την κυριαρχία παραχώρηση της βάσης της Καρπασίας στην Τουρκία».
Ο Έλληνας πρωθυπουργός απέστειλε ευχαριστήρια επιστολή, κλείνοντας τον κύκλο των διαπραγματεύσεων (4 Σεπτεμβρίου 1964). Οι μυστικές διαβουλεύσεις στη Γενεύη είχαν τερματιστεί επίσημα, λίγο νωρίτερα, ύστερα από σχεδόν δύο μήνες (1 Σεπτεμβρίου 1964).
ΓΙΑΤΙ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΚΥΠΡΟΥ
Οι ΗΠΑ, στη δεδομένη συγκυρία, θεωρούσαν ότι ένα ανεξάρτητο κυπριακό κράτος αποτελούσε απειλή για τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα προκρίθηκε ως η πιο συμφέρουσα επιλογή γιατί:
– α) η απομάκρυνση του Μακαρίου από την ηγεσία απέτρεπε μια ενδεχόμενη αύξηση της σοβιετικής επιρροής που ο τελευταίος υποδαύλιζε με την αλλοπρόσαλλη πολιτική του.
– β) επανάφερε την ισορροπία στις διαταραγμένες σχέσεις δύο κρατών-μελών της Συμμαχίας, αποσοβώντας την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ τους και η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ γινόταν πάλι αρραγής.
– γ) ο Οργανισμός διευρυνόταν, αποκτώντας -στη νευραλγική αυτή γεωγραφική θέση- νέα βάση με την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα που ήταν ήδη μέλος του.
Η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, την περίοδο Φεβρουαρίου-Απριλίου 1964, είχε μελετήσει όλα τα ενδεχόμενα. Σε αλλεπάλληλες συσκέψεις και σε συνεννόηση με τη Μεγάλη Βρετανία, προέκρινε την ενωτική λύση που αποκαθιστούσε τη συνοχή των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και εξασφάλιζε την Κύπρο από πιθανό έλεγχο της Μόσχας.
Η αποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να τερματίσει την εκκρεμότητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσω της εφαρμογής του συγκεκριμένου Σχεδίου σε πολύ σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα, συνάγεται από πλήθος στοιχείων. Στοιχείων που αποδεικνύουν ότι θεωρούσε σχεδόν δεδομένο ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να παρεκκλίνει από αυτή την επιλογή.
Κατ’ αρχάς η αμερικανική ανάμειξη έγινε στο ανώτατο δυνατό επίπεδο με την προσωπική ενασχόληση του προέδρου Λύντον Τζόνσον. Υπήρξε ο τελευταίος Πρόεδρος που ασχολήθηκε επισταμένως με το Κυπριακό, αφού μετέπειτα το ζήτημα υποβιβάστηκε σε επίπεδο υπουργών, υφυπουργών και, στο τέλος, επιτροπών εμπειρογνωμόνων.
Ο ίδιος είχε σταματήσει (τουλάχιστον) δύο φορές την τουρκική απόβαση το 1964. Η πρώτη ήταν, όταν στη σύσκεψη της ηγεσίας του State Department και της CIA, ο Τζορτζ Μπολ ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους ότι η τουρκική επέμβαση ήταν ζήτημα δύο-τριών ημερών και το μόνο που είχε πετύχει να εξασφαλίσει από πλευράς Τουρκίας ήταν απλώς να ενημερωθούν νωρίτερα οι ΗΠΑ (25 Ιανουαρίου 1964).
Τότε, ο Αμερικανός Πρόεδρος δεσμεύτηκε να σταματήσει την επιθετική ενέργεια των Τούρκων (28 Ιανουαρίου 1964). Η δεύτερη ήταν με το αυστηρότατο τελεσίγραφο προς τον Ισμέτ Ινονού, ο οποίος είχε ήδη αποφασίσει τη λύση της απόβασης (5 Ιουνίου 1964). Η παρέμβαση αυτή προκάλεσε αντιαμερικανικές εκδηλώσεις στην Τουρκία.
Όταν κατατέθηκε το δεύτερο Σχέδιο, η συμφωνία με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για την προτεινόμενη λύση της Ένωσης θα έπρεπε να ήταν ζήτημα ολίγων εβδομάδων, αν όχι ημερών σύμφωνα με τον αμερικανικό σχεδιασμό.
Αυτό επιβεβαιώνεται και σε τηλεγράφημα στην πρεσβεία των Αθηνών, με κοινοποίηση στον Ντιν Άτσεσον και στις πρεσβείες σε Άγκυρα και Λονδίνο, από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών (22 Αυγούστου 1964): «Μία ταχεία λύση, μέσω της αμερικανικής πρότασης, είναι η μόνη δίοδος που παραμένει ανοικτή για την αποτροπή κομμουνιστικοποίησης της Κύπρου».
Επίσης, στο ίδιο τηλεγράφημα επισημαίνεται: «χρησιμοποιούμε κάθε δυνατό μέσο, ώστε να συμφωνήσει η Τουρκία και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε οποιεσδήποτε δεύτερες σκέψεις από ελληνικής πλευράς σε αυτή τη φάση.
Γι’ αυτό και κατά την επόμενη συνάντησή σου με τον Παπανδρέου, εισηγούμαι να του μεταφέρεις το βαθύτατο αίσθημα έκπληξης της Ουάσινγκτον από την υπαναχώρησή του. Πρέπει να διατηρήσεις την πίεση στο μέγιστο επίπεδο, ωσότου επιτύχουμε με όλη αυτή τη δουλειά».
Αυτό το οποίο προκύπτει από τα έγγραφα -τα οποία έχουν αποχαρακτηριστεί και δημοσιοποιήθηκαν- είναι ότι, τόσο η ελληνική, όσο και η αμερικανική κυβέρνηση είχαν καταλήξει στο κοινό συμπέρασμα πως η επίλυση του Κυπριακού περνούσε αναπόφευκτα μέσα από την ανατροπή του Μακαρίου. Σε αυτό συνέκλιναν αμέσως μετά την άρνηση του τελευταίου να δεχθεί το Σχέδιο Άτσεσον στην τελική του μορφή.
Συγκεκριμένα, ο Γεώργιος Παπανδρέου γνωστοποίησε στον Ντιν Άτσεσον στη Γενεύη (23 Αυγούστου 1964), μέσω των τηλεφωνικών εντολών που έδωσε στους διαπραγματευτές μας Ιωάννη Σωσσίδη και Δημήτρη Νικολαρεΐζη, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανατρέψει το Μακάριο μέσα σε μία εβδομάδα, να κηρύξει «άμεση ένωση» και να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους στη βάση του Σχεδίου Άτσεσον.
Η μυστική αποστολή ελληνικού στρατού από την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, για να καταστήσει την Κύπρο αμυντικά αυτοδύναμη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, είχε φτάσει τους 8.000 άνδρες εκείνη την εποχή.
Αναμφισβήτητα, δύναμη ικανή και για την ανατροπή του Μακαρίου, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, αν αντιδρούσε η τουρκική πλευρά.
Ο Ντιν Άτσεσον απάντησε ότι η Ουάσινγκτον συμφωνεί με το προτεινόμενο πραξικόπημα με την προϋπόθεση ότι η Άγκυρα πρέπει να ενημερωθεί από πριν και όχι μετά. Αλλιώς θα εισβάλει στην Κύπρο, μη μπορώντας να τη σταματήσει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, τελικά, δεν προχώρησε στη λήψη της απόφασης περί ανατροπής του Μακαρίου.
Το ενδεχόμενο ανατροπής του συζητήθηκε εκτενέστατα στη σύσκεψη στην Ουάσινγκτον μερικές μέρες αργότερα (8 Σεπτεμβρίου 1964). Οι Ντιν Άτσεσον και Τζορτζ Μπολ συμφώνησαν στην απομάκρυνση του Μακαρίου, η οποία θα γινόταν αφού η Τουρκία θα καταλάμβανε τη χερσόνησο της Καρπασίας και η Ελλάδα την υπόλοιπη Κύπρο σύμφωνα με το Σχέδιο Άτσεσον. Ο Λύντον Τζόνσον εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσο το όλο εγχείρημα θα ήταν ελεγχόμενο, διστάζοντας να δώσει το πράσινο φως.
(Η συνέχεια στο www.amynanet.gr αύριο 29 Σεπτεμβρίου 2024)
*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική-