Του Πέτρου Τασιού*

Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από το Σχέδιο Άτσεσον και 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή, κατοχή και εποικισμό στην Κύπρο. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι να καταδείξει τους λόγους για τους oποίους το καλοκαίρι του 1964 ήταν τελικά πιο καθοριστικό από αυτό του 1974 για την πορεία του Κυπριακού. Αναμφισβήτητα θέρος μοιραίο, αφού τότε χάθηκε η ευκαιρία της ένωσης με την Ελλάδα και η Τουρκία φανέρωσε με ξεκάθαρο τρόπο το στόχο της για τη διχοτόμηση του νησιού. 

Το κείμενο χωρίζεται σε οκτώ ενότητες. Οι τρεις πρώτες είναι εισαγωγικές, αλλά απαραίτητες για την κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν στο Σχέδιο Άτσεσον.

Στην πρώτη, αναδεικνύεται η γεωπολιτική θέση και σημασία της Μεγαλονήσου.

Στη δεύτερη, περιγράφεται συνοπτικά η εσωτερική κατάσταση και το διεθνές περιβάλλον, όπως είχαν διαμορφωθεί έως το 1963, έτος στο οποίο φάνηκε η εντελώς προβληματική λειτουργία του νεοσύστατου κράτους.

Στην τρίτη, αναλύεται η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ την περίοδο 1960-1963. Το κύριο μέρος έχει πέντε ενότητες.

Στην τέταρτη, σκιαγραφούνται τα δραματικά γεγονότα του 1964 που ανάγκασαν τις ΗΠΑ να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο Κυπριακό και τους λόγους που υιοθέτησαν την αλλαγή του status quo της Κύπρου υπέρ των ελληνικών θέσεων.

Στις ενότητες πέντε και έξι, εξιστορούνται οι λεπτομέρειες της αμερικανικής ανάμιξης για την υιοθέτηση του Σχεδίου Άτσεσον στις δύο εκδοχές του.

Η έβδομη, ερμηνεύει, γιατί ο αμερικανικός παράγοντας επεδίωκε διακαώς την ένωση Ελλάδας – Κύπρου.

Στην όγδοη, αποκρυσταλλώνονται οι αιτίες για τη μη ευόδωση του Σχεδίου.

Τέλος, η ένατη ενότητα κλείνει με αξιολογικά συμπεράσματα για την τελευταία μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τον ελληνισμό. 

H ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΑ

Η Ανατολική Μεσόγειος υπήρξε διαχρονικά πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Την περίοδο εκείνη υπαγόταν στον αμερικανικό πολιτικό σχεδιασμό στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, έχοντας ορίσει υφυπουργό Εξωτερικών αποκλειστικά αρμόδιο για τις υποθέσεις αυτές και ξεχωριστή διεύθυνση στο υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον.

Συγκεκριμένα το Γραφείο Ελληνικών, Τουρκικών και Ιρανικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών ασχολούνταν με το κρίσιμο διεθνές υποσύστημα, όπου βρίσκονταν τα τρία -κομβικής σημασίας- κράτη. Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Κύπρος αποτελούσαν κατά τον Νίκολας Σπάικμαν  τη Γέφυρα του Ρίμλαντ, η οποία ορίζεται ως διαμετακομιστική και ανασχετική ζώνη που συνδέει το Ευρωπαϊκό και Ασιατικό τμήμα του Ρίμλαντ.

Η αξία της Γέφυρας του Ρίμλαντ έγκειται στην κομβική τοποθεσία της και στην αλληλεξάρτηση των μερών που τη συναποτελούν. Οι τρεις χώρες μαζί σχηματίζουν αφενός ένα εμπόδιο εναντίον της εξόδου της δύναμης του Χάρτλαντ στην Ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου μια εμπορική αρτηρία μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Η συνεργατική σχέση Ελλάδας-Τουρκίας αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε οι ΗΠΑ να ελέγχουν τη Γέφυρα του Ρίμλαντ με εξαιρετικά πλεονεκτήματα. Λειτουργούσε ταυτόχρονα ως στρατηγικό στενό πέρασμα, πολύτιμη πύλη εμπορίου, αλλά και ως επικίνδυνη εστία συγκρούσεων λόγω της διαρκούς ελληνοτουρκικής διένεξης.

Η υπερδύναμη έχοντας κατορθώσει να ελέγξει τη Γέφυρα του Ρίμλαντ βρέθηκε αναπόφευκτα στο μέσο των εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η Κύπρος, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της περιοχής, αποτελούσε μια χρήσιμη βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η γεωστρατηγική της θέση ήταν ιδανική, τόσο για τις αεροπορικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο, όσο και για τον εναέριο έλεγχο ρύθμισης της αεροπορικής κυκλοφορίας, αλλά και για την επίβλεψη των επικοινωνιών από τον Ατλαντικό ως τα βορειοδυτικά της Ινδίας.

Οι ΗΠΑ χρειάζονταν, πέραν της Ελλάδας και της Τουρκίας, και την Κύπρο προκειμένου ο έλεγχος των υδάτων της Ανατολικής Μεσογείου να προσφέρει ευελιξία κινήσεων στο αμερικανικό ναυτικό ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίζει ταυτόχρονα χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις.

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Το νεοσύστατο κράτος της Κύπρου διένυε τον τρίτο χρόνο της ζωής του. Η ανεξαρτησία του (που επίσημα ανακηρύχθηκε στις 16 Αυγούστου 1960) ήταν σε αναντιστοιχία με την εκπλήρωση του στόχου της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα που εκφράστηκε ξεκάθαρα τόσο, με το δημοψήφισμα (15 Ιανουαρίου 1950) με 95,7% υπέρ, όσο και με τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ την τετραετία 1955-1959.

Το δοτό Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσμα των μειοδοτικών συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου (11 και 19 Φεβρουαρίου 1959), υπήρξε βρετανική έμπνευση που καθιστούσε τη λειτουργία του κράτους αδύνατη.

Η τουρκική μειονότητα του 18% ήταν όχι μόνο συγκυρίαρχη, παρακάμπτοντας την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά είχε και το δικαίωμα να εμποδίζει την πραγμάτωση πολιτικών και αποφάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το ανεφάρμοστο Σύνταγμα, που αποτέλεσε παγκόσμια πρωτοτυπία, σε συνδυασμό με τη διαλυτική λειτουργία των Τούρκων και τα στρατηγικά συμφέροντα των Βρετανών έφεραν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα την οργάνωση και διοίκηση του νησιού σε αδιέξοδο.

Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής ο Ψυχρός Πόλεμος Ανατολής-Δύσης συνεχιζόταν, με αμείωτη ένταση, με την κρίση των πυραύλων της Κούβας (14-28 Οκτωβρίου 1962) να οδηγεί τις δύο τότε υπερδυνάμεις ένα βήμα πριν από την ένοπλη αναμέτρηση.

Η Σοβιετική Ένωση, μεταξύ άλλων, εμφανιζόταν απειλητική στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, συνάπτοντας συμμαχίες με την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Συρία, ενώ τα ρωσικά πολεμικά σκάφη διείσδυαν στις «θερμές θάλασσες». Αντίστροφα, οι ΗΠΑ, με το δόγμα της ανάσχεσης στην περίμετρο της Ευρασίας, πίεζαν τη Σοβιετική Ένωση να συγκρατηθεί στη γεωπολιτική ενδοχώρα.

Για την Ουάσιγκτον, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μια χρονική στιγμή που η Σοβιετική Ένωση την αμφισβητούσε ευθέως ασκώντας επιθετική πολιτική.

Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1960-1963)

Η υπόθεση της Κύπρου είχε προκαλέσει τρομερή δυσαρμονία στις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Σύμφωνα με εκτίμηση της CIA, «η ανεξαρτησία δεν θα εξαλείψει τις σοβαρές εντάσεις μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής κοινότητας. Η συμφωνία είναι διάσπαρτη με διατάξεις που θα τείνουν να διαιωνίζουν τις διαιρέσεις μεταξύ τους». Αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε ότι η αμερικανική πολιτική πρέπει εδράζεται σε δύο άξονες:

  • Τη δυνατότητα αδιάλειπτης χρήσης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων από τις ΗΠΑ και
  • Την αποφυγή κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να δείξει ότι οι ΗΠΑ μεροληπτούν υπέρ της ελληνικής ή τουρκικής κοινότητας.

Τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο επιδίωκαν την πολιτική σταθερότητα, την αποφυγή μιας νέας ελληνοτουρκικής κρίσης, τη διατήρηση της πρόσβασης της Δύσης σε στρατιωτικές βάσεις και εγκαταστάσεις, τη συλλογή πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση της πιθανής επιρροής από τη Σοβιετική Ένωση.

Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν ανάμιξη ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα υποδήλωνε εύνοια υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, επιτρέποντας στη Μεγάλη Βρετανία να αναλάβει τον πρωτεύοντα ρόλο στις υποθέσεις της Κύπρου. Ενώ όλα τα παραπάνω ικανοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό αρχικά, η ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών μέσω του ΑΚΕΛ, η ένταξη της στο Κίνημα των Αδέσμευτων, ακολουθώντας ανεξάρτητη πολιτική, προκαλούσαν σοβαρές ανησυχίες στις ΗΠΑ στο ενδεχόμενο η Κύπρος να μετατραπεί σε μια «Κούβα της Μεσογείου».

Μολονότι η Κύπρος προσπαθούσε να οικοδομήσει ειδικές σχέσεις ταυτόχρονα και με τις δυο υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ θεωρούσαν ως πιθανό σενάριο η Σοβιετική Ένωση να προσεταιριστεί τη νεόκοπη δημοκρατία, διαρρηγνύοντας τη συνοχή της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Οι ΗΠΑ αν και υποστήριξαν τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ήταν πεπεισμένες για το δυσλειτουργικό τους καθεστώς και γι’ αυτό δεν αντιτάσσονταν σε αλλαγή διακυβέρνησης της Κύπρου. Με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα επιβαλλόταν δια της βίας από οποιαδήποτε πλευρά, γεγονός που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Οι ΗΠΑ ήθελαν να αποφύγουν την παγίδευσή τους σε μια ενδοσυμμαχική σύγκρουση. Σε αυτό το πλαίσιο, η στόχευση της αμερικανικής διπλωματίας ήταν να πείσει τους Κύπριους να λύσουν οι ίδιοι τα προβλήματά τους και παράλληλα να ενθαρρύνει τους Βρετανούς να εμπλακούν πιο ενεργά.

Όμως, καθώς η δυσπιστία μεταξύ των δυο κοινοτήτων καθιστούσε κάθε συνεργασία αδύνατη, αμφότερες προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αμερικανική υποστήριξη. Στις αρχές του 1963, ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού ζήτησε τη στήριξη για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ενώ ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ απεύθυνε έκκληση στην αμερικανική πλευρά να υποστηρίξει τις δικές τους απόψεις.

Αντίστοιχα, ο υπουργός Εξωτερικών, Φεριντούν Τζεμάλ Ερκίν, προειδοποίησε ότι η Τουρκία θα αντιδρούσε έντονα σε οποιαδήποτε παραβίαση ή παρέκκλιση από το Σύνταγμα. Ο Μακάριος ενημέρωσε τον Αμερικανό πρέσβη στην Κύπρο,  Φρέιζερ Ουίλκινς, ότι θα επιδίωκε σημαντικές συνταγματικές αλλαγές, με τις ΗΠΑ να μην τον αποτρέπουν να προχωρήσει το σχέδιό του.

Η CIA στην Κύπρο είχε ενημερώσει εγκαίρως τον Αμερικανό πρόεδρο Τζον Κέννεντυ ότι οι δυο πλευρές εξοπλίζονται και το νησί ήταν σε έκρυθμη κατάσταση.

Ενώ οι ΗΠΑ είχαν αναγνωρίσει τη στρατηγική θέση της Κύπρου ως το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» και είχαν αντιληφθεί ότι ήταν απαραίτητη η λήψη προληπτικών μέτρων για να υπάρχει ειρήνη, απέφευγαν να εμπλακούν ενεργά ως τη στιγμή που ο Μακάριος υπέβαλε την πρόταση για την τροποποίηση δεκατριών σημείων του Κυπριακού Συντάγματος (30 Νοεμβρίου 1963).

ΑΝΑΛΗΨΗ ΠΡΩΤΕΥΟΝΤΑ ΡΟΛΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ (1964)

Σε συνθήκες τελμάτωσης για το Κυπριακό ζήτημα, τα ενδιαφερόμενα μέρη ξανακάθισαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μετά από τρία χρόνια. Η Πενταμερής Διάσκεψη στο Λονδίνο (15 Ιανουαρίου 1964) με πρωτοβουλία της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α και το προτεινόμενο Σχέδιο Σάντις-Μπολ δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Η Μεγάλη Βρετανία ενημέρωσε τις ΗΠΑ ότι δεν μπορεί να αναλάβει πλέον την ευθύνη για την Κύπρο, συνιστώντας τη συγκρότηση μιας ειρηνευτικής δύναμης από χώρες του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, η υπερδύναμη έδειχνε ακόμη ανέτοιμη να δεσμευτεί σε ένα πρόβλημα χωρίς τέλος στον ορίζοντα. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία, μέσω του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού, προχώρησε στη δεύτερη απειλή επέμβασης στην Κύπρο (28 Ιανουαρίου 1964), ύστερα από την πρώτη μόλις ένα μήνα πριν (23 Δεκεμβρίου 1963), ζητώντας μάλιστα από τις ΗΠΑ να πάρουν άμεσα θέση, δίνοντάς τους προθεσμία για απάντηση ως το επόμενο πρωί.

Προηγήθηκε ελληνοκυπριακή επίθεση σε ένα τουρκοκυπριακό χωριό, ενώ οι διακοινοτικές μάχες συνεχίζονταν με ραγδαίους ρυθμούς. 

Λόγω της κλιμάκωσης της κρίσης ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Λύντον Τζόνσον, ζήτησε από τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ να τονίσει και στις δυο πλευρές την κρισιμότητα των εξελίξεων, απευθύνοντας αυστηρές συστάσεις σε Αθήνα και Άγκυρα.

Η σοβαρότητα της κατάστασης, το τελεσίγραφο του Τούρκου πρωθυπουργού και η έκκληση του Μακαρίου για σοβιετική βοήθεια, ανάγκασαν τον Λύντον Τζόνσον να ξεπεράσει τις αρχικές επιφυλάξεις του και να συμφωνήσει στη διάθεση αμερικανικών στρατευμάτων σε μια ΝΑΤΟϊκή ειρηνευτική δύναμη.

Ο Μακάριος αρνήθηκε την προοπτική αυτή, ζητώντας, αντ’ αυτής, παρουσία του ΟΗΕ στο νησί. Το Σχέδιο Μπολ, που προέβλεπε την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη των διαπραγματεύσεων, απορρίφθηκε από το Μακάριο, ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν. 

Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο, συγκρατώντας και τις δυο πλευρές από την ανάληψη επικίνδυνων ενεργειών, έως ότου αποσταλεί κάποια μορφή ειρηνευτικής δύναμης στο νησί.

 

Ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα Χάρρυ Λαμπουίζ -με τη σύμφωνη γνώμη του ομολόγου του στην Κύπρο- σε επιστολή του στην Ουάσινγκτον (21 Φεβρουαρίου 1964) εξέφρασε την ανησυχία του, συνιστώντας επαναξιολόγηση της αμερικανικής πολιτικής.

Υποστήριξε ότι η προσήλωση σε μια απροσδιόριστη στάση ουδετερότητας ενδέχεται όχι μόνο «να προξενήσει σοβαρή και μακροχρόνια ζημιά στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, η οποία θα είχε πολύ ευρύτερες επιπτώσεις από ότι το Κυπριακό», αλλά θα ήταν επίσης ανάρμοστο για το κύρος των ΗΠΑ να αρνούνται «το γεγονός ότι η πλειοψηφία του 82% των Ελληνοκυπρίων έχει το δικαίωμα σε μια κυρίαρχη φωνή για τον καθορισμό της κυβέρνησης και των πολιτικών του νησιού».

Το συμβιβαστικό ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας (4 Μαρτίου 1964) προέβλεπε τον διορισμό μεσολαβητή και τη συγκρότηση δύναμης του ΟΗΕ για χρονικό διάστημα τριών μηνών.

Ενώ η ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο αναπτυσσόταν και ο Φινλανδός μεσολαβητής του Οργανισμού Σακάρι Τουομιόγια προσπάθησε να φέρει κοντά τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναζητούν μια πολιτική διευθέτησης αποδεκτή, τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Τούρκους παρακάμπτοντας τους Κύπριους. 

Εντωμεταξύ η κατάσταση χειροτέρευε με χιλιάδες εκτοπισμένους και από τις δύο κοινότητες, με ανεξέλεγκτη βία, με μεταφορά όπλων από την Τουρκία προς τους ομοεθνείς της στη βόρεια Κύπρο, με το Μακάριο να ζητά εξοπλισμό από τη Σοβιετική Ένωση και τη δύναμη του ΟΗΕ -στο μέσο- ανίκανη να αντιδράσει.

Η κρίση κλιμακώθηκε με την απόφαση της Τουρκίας να εισβάλλει και τα στρατεύματα της να είναι έτοιμα για έναρξη της επιχείρησης από την Αλεξανδρέττα (4 Ιουνίου 1964).

Ο Αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία Ρέιμοντ Χειρ, πληροφορούμενος την πρόθεση της απόβασης, έπεισε τον Ισμέτ Ινονού να αναβάλλει το στρατιωτικό σχέδιο δράσης. Ακολούθησε μια ιδιαίτερα σκληρή επιστολή από τον Αμερικανό πρόεδρο προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, αναγκάζοντάς τον να ακυρώσει κάθε σκέψη που είχε για επέμβαση στην Κύπρο (5 Ιουνίου 1964).

Ταυτόχρονα, υπήρξε εντολή σε μοίρα του Έκτου Στόλου να μεταβεί σε σημείο από όπου δεν θα απαιτούνταν περισσότερο από οχτώ ώρες για να φτάσει στην Κύπρο. Η προεδρική παρέμβαση απέτρεψε την τουρκική εισβολή και πάγωσε τις εξελίξεις. 

Όμως οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι μια νέα κρίση ήταν θέμα χρόνου. Το γεγονός αυτό κατέστησε απολύτως σαφές ότι δεν μπορούσαν πλέον να μην έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο.

Ο Λύντον Τζόνσον βρισκόταν αντιμέτωπος με το δίλημμα του φύλακα, παγιδευμένος σε μια ανεξέλεγκτη ελληνοτουρκική διένεξη για την οποία έπρεπε να δράσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να ικανοποιήσει ταυτόχρονα ή τουλάχιστον να δυσαρεστήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τα δυο σημαντικά μέλη του ΝΑΤΟ.

Χρειαζόταν μια μόνιμη πολιτική διευθέτηση, αποδεκτή από τα εμπλεκόμενα μέρη, παρακάμπτοντας την κυπριακή ηγεσία. Προσανατολίστηκε στην αναγνώριση της ελληνοκυπριακής υπεροχής με κάποια μορφή ένωσης με τη μητροπολιτική Ελλάδα «ένωσης μετά παραχωρήσεων».

Είχε προηγηθεί η επιστολή του Χάρρυ Λαμπουίζ προς την Ουάσιγκτον που ζητούσε από τις ΗΠΑ να ακολουθήσουν μια πιο καθαρή γραμμή υποστηρίζοντας την αρχή της αυτοδιάθεσης «με απώτερο στόχο την ένωση» (4 Ιουνίου 1964). 

Ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ ταξίδεψε σε Αθήνα και Άγκυρα (Ιούνιος 1964),, για να πείσει τις δυο πλευρές να προσέλθουν σε διάλογο.

Ο Λύντον Τζόνσον προσκάλεσε παράλληλα τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών να επισκεφθούν την Ουάσινγκτον. Ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν αποφασισμένος να διευθετήσει οριστικά το πρόβλημα, αναθέτοντας στον Ντιν Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης.

Ο τελευταίος είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών (1949-1953) και ήταν ο εμπνευστής του Δόγματος Τρούμαν, διατυπώνοντας την περίφημη φράση «post war order» (μεταπολεμική τάξη πραγμάτων). Έχοντας φήμη δεινού διαπραγματευτή, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο που πίστευε ότι θα ήταν αποδεκτό από την Ελλάδα και την Τουρκία.

Ο Λύντον Τζόνσον έστειλε το προεδρικό αεροσκάφος με διαφορά μίας μόνο ημέρας, πρώτα στην Άγκυρα και μετά στην Αθήνα, για να μεταφέρει τους Ισμέτ Ινονού (22 Ιουνίου 1964) και Γεώργιο Παπανδρέου (24 Ιουνίου 1964) για συνομιλίες στο Λευκό Οίκο.

Σταθερή θέση των Η.Π.Α ήταν η αποσύνδεση του Κυπριακού από τον ΟΗΕ και η ενδονατοϊκή διευθέτηση με μυστικές συνομιλίες μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων χωρών υπό την αμερικανική εποπτεία. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά επέμενε ότι η διαδικασία έπρεπε να βρίσκεται εντός του πλαισίου του ΟΗΕ υπό την ευθύνη του εκπροσώπου του Οργανισμού.

Η συμμετοχή των ΗΠΑ θα μπορούσε να ήταν επικουρική. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αρνήθηκε σθεναρά να συναντηθεί απευθείας με τον Τούρκο πρωθυπουργό, πιστεύοντας ότι, σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών, η κατάσταση θα επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο και τότε θα υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες για σύρραξη.

Άλλωστε, το κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα, λόγω της απειλής της τουρκικής κυβέρνησης για άμεση εισβολή, δεν άφηνε περιθώρια για κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Οι διαβουλεύσεις των επιτελείων των δύο χωρών στις οποίες συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών και οι πρέσβεις τους στην Ουάσινγκτον, ο υπουργός Συντονισμού Ανδρέας Παπανδρέου, ο διπλωματικός σύμβουλος Ιωάννης Σωσσίδης, ο υπουργός Άμυνας Μακ Ναμάρα και ο Ντιν Άτσεσον, έλαβαν χώρα στην αμερικανική πρωτεύουσα (24-28 Ιουνίου 1964).

Οι ΗΠΑ, αφού ξεκαθάρισαν ότι η Δυτική Συμμαχία δεν ήταν διατεθειμένη να επωμισθεί το κόστος μίας πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παρουσίασαν το Σχέδιο Άτσεσον.

Το Σχέδιο προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και, σε αντάλλαγμα, μια στρατιωτική βάση για την Τουρκία, δύο τουρκικά καντόνια με τοπική αυτονομία και την παραχώρηση του Καστελόριζου για την οποία η Τουρκία ήταν ιδιαίτερα θετική.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, παρά τις ισχυρές αμερικανικές πιέσεις, αρνήθηκε την αποδοχή του με το αιτιολογικό ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν δίνει το δικαίωμα παραχώρησης ελληνικού εδάφους.

(η συνέχεια στο www.amynanet.gr αύριο στις 28 Σεπτεμβρίου 2024)

*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική-