Ρωσοτουρκική σύγκρουση στη Συρία: εξίσωση ενός πιθανού πολέμου;
Του Κώστα Μαργαρίτου, *Μέλος ΔΣ ΚΕΔΙΣΑ
Πιθανός Πόλεμος= ΝΑΤΟ (Τουρκία+Σαουδική Αραβία) vs Ρωσία (Συρία + Ιράν + Ιράκ) + Χ
Η κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού SU-24 από την τουρκική αεροπορία πάνω από τη συροτουρκική μεθόριο και εντός του συριακού εναερίου χώρου και η συνεπακόλουθη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κρατών προσέφερε το τελευταίο διάστημα ένα ευρύτατο πλαίσιο ερμηνειών και αναλύσεων, οι οποίες τροφοδοτούν πολλά σενάρια και πολλαπλές εκτιμήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι στις σχέσεις των δύο κρατών, καθώς και για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Η ανωτέρω ιδιότυπη εξίσωση θα επιχειρήσει να συγκεντρώσει όλα τα δεδομένα που ερμηνεύουν τα αίτια του συγκεκριμένου περιστατικού, επιχειρώντας παράλληλα να αποτιμήσει την πιθανότητα ενός ενδεχόμενου πολέμου μεταξύ των δύο κρατών, αναζητώντας, σε κάθε περίπτωση, το περιστατικό Χ, που θα τροφοδοτήσει μία γενικευμένη σύρραξη με αφορμή τη μαρτυρική Συρία και το πολύπαθο Βορειοδυτικό Ιράκ.
Το ΝΑΤΟ, η «Αραβική Άνοιξη» και ο ρόλος της Τουρκίας
Έπειτα από την ανάληψη των καθηκόντων του (2009), ο B. Obama πραγματοποίησε μία από τις πρώτες περιοδείες του στην Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, χαράσσοντας μια νέα πολιτική για τις ΗΠΑ στη διαπεριφέρεια της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ως νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Obama αποφάσισε να πραγματοποιήσει μία στροφή 180ο σε σχέση με τον προκάτοχό του G.W. Bush, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή στις σχέσεις ΗΠΑ και Μουσουλμανικού Κόσμου, κατά την οποία το Ισλάμ δεν θα ήταν εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ο πυλώνας για μια νέα συνεργασία, αφού πρωτίστως οι Μουσουλμάνοι της ευρύτερης περιοχής αφομοίωναν δυτικές αρχές και αξίες με προεξάρχουσα την πολιτική δημοκρατία, για τη διάδοση της οποίας η Τουρκία θα διαδραμάτιζε έναν στρατηγικό ρόλο ως πρότυπο ανάπτυξης της ισλαμικής δημοκρατίας για τον Αραβικό Κόσμο.
Λίγους μήνες αργότερα, ξέσπασε η κρίση της «Αραβικής Άνοιξης» και οι Ευρωπαίοι ηγέτες (Sarkozy, Berlusconi, Merkel, και στην πορεία Hollande και Cameron), όπως και το ΝΑΤΟ, επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου, προκειμένου να συμβάλλουν στην πτώση των δικτατόρων (Gaddafi, Mubarak, Assad κ.ο.κ.), ήτοι στην πτώση των κοσμικών καθεστώτων, έναντι της έλευσης του «εκδημοκρατισμού» στα αντίστοιχα κράτη, με μοντέλο προσομοίωσης το σουνιτικό καθεστώς του Erdogan στην Τουρκία. Ο τότε πρωθυπουργός και μετέπειτα πρόεδρος της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τις ενέργειες του αρχιτέκτονα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής Α. Davutoglu, επικοινωνούσαν την ενδεχόμενη εγκαθίδρυση ενός νέου «Ottoman Commonwealth», δηλαδή μιας μελλοντικής Οθωμανικής Κοινοπολιτείας, πάνω στις στάχτες των εμφύλιων συγκρούσεων των αραβικών πληθυσμών. Οι επισκέψεις του Erdogan στην Αίγυπτο, στην Αλγερία και στη Λιβύη μεσούσης της κρίσης (2011), καθώς και οι δηλώσεις Davutoglu (2012), έπειτα από τη συνάντησή του με τον πρόεδρο της Αλγερίας, πιστοποίησαν το σχεδιασμό αυτής της οιονεί οντότητας.
Κατά την ίδια περίοδο στην Ε.Ε. και, ειδικότερα, στις Βρυξέλλες πλήθαιναν οι αναλύσεις και οι φωνές που ήθελαν την Τουρκία ως έναν στρατηγικό εταίρο – μη πλήρες μέλος της Ένωσης, ο οποίος θα ανελάμβανε την ασφάλεια της ευρωπαϊκής επικράτειας κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της, συμμετέχοντας ενδεχομένως και στις δράσεις της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ) στα πλαίσια των ειρηνευτικών αποστολών της. Ο κομβικός αυτός ρόλος της Τουρκίας έμελε να πιστωθεί, λίγα χρόνια αργότερα, μέσω των πρόσφατων εξελίξεων στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. (Δεκέμβριος 2015), όπου η Τουρκία αναδείχθηκε σε πρωτεύοντα παράγοντα για την ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών προς την Ένωση, καθώς και κατά την επαύριο της κατάρριψης του ρωσικού SU-24, όπου ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, P. Stoltenberg, συνέστησε τη διπλωματική αποκλιμάκωση της κρίσης μεταξύ των δύο χωρών, την αλληλεγγύη των υπολοίπων μελών του ΝΑΤΟ προς την Τουρκία και τη λήψη μέτρων προς ενίσχυσή της στην εκπλήρωση των σκοπών της ως μεθοριακής- περιφερειακής δύναμης του Οργανισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, η προεδρία Obama ευνόησε και καλλιέργησε τη δημιουργία μιας νέας οντότητας στη διαπεριφέρεια της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Τουρκία θα είχε έναν εποπτικό ρόλο, ενισχυτικό ως προς αυτόν της Σαουδικής Αραβίας, με βάση το σουνιτικό δόγμα, στον ανταγωνισμό της τελευταίας για την περιφερειακή επιρροή στη Μέση Ανατολή έναντι του σιϊτικού Ιράν.
Η Ρωσία
Η σύγχρονη Ρωσική Ομοσπονδία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την άλλοτε παρακμάζουσα διάδοχη δύναμη της ΕΣΣΔ. Τουναντίον, πρόκειται για μια αναγεννημένη οντότητα, η οποία έχει ως στόχο την αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας στην κεντρική Ασία και την παλινόρθωση της ρωσικής επιρροής στον ευρύτερο διαπεριφερειακό γεωγραφικό χώρο της Ευρασίας συναρτήσει του ηγεμονικού παρελθόντος της. Το συριακό λιμάνι της Ταρτούς αποτελεί ένα παρωχημένο σοβιετικό στρατηγικό εφαλτήριο, που καθίσταται το μόνο αξιόπιστο σημείο ελλιμενισμού του ρωσικού στόλου στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Παρά τις περιορισμένες δυνατότητές του το λιμάνι της Ταρτούς αποτέλεσε την παρακινητήριο αιτία για την ενεργοποίηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων προς υποστήριξη του καθεστώτος Assad. Πέραν τούτου, η ρωσική επέκταση, δια μέσου της Ευρασιατικής Ένωσης, φανερώνει μία λανθάνουσα μακροσκοπική στρατηγική φιλοδοξία για την κάθοδο της Ρωσίας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, εγκοιτώνοντας νέα μέλη, όπως η Συρία και το Ιράν, στη νέα οντότητα που διαμορφώνεται μεταξύ των περιφερειών της Κεντρικής και Νοτιοδυτικής Ασίας. Ήδη οι συριακές αρχές και το Ιράν έχουν δηλώσει προθέσεις συνεργασίας με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, όπως και το Ισραήλ, στους τομείς του εμπορίου και της ενέργειας. Μεταξύ άλλων δε, θα πρέπει να προστεθεί ότι, ιστορικά, η Ρωσία είχε ως στόχο την εδραίωση της παρουσίας της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και η συριακή τραγωδία καθίσταται μία μεγάλη ευκαιρία για την επίτευξή του, όπως και για την εξουδετέρωση των τρομοκρατικών δικτύων που αποτελούνται από τζιχαντιστές προερχόμενους από το ρωσικό Καύκασο και από άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής επικράτειας – νυν Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (Commonwealth of Independent States – CIS).
Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις και οι συνέπειες της κατάρριψης του SU-24
Αποτιμώντας ιστορικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών στο θέατρο των συγκρούσεων επί της διαπεριφέρειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Μαύρης Θάλασσας) και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει τη ρωσική στρατηγική βούληση για διασφάλιση της παρουσίας της στην περιοχή, καθώς και τη διαρκή υπεροχή της έναντι της Τουρκίας από την εποχή των ρωσο τουρκικών πολέμων με αφορμή τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας και της Κριμαίας (1768-1783), αλλά και τη διαχρονική επιδίωξή της για μια σταθερή διέξοδο προς τα «θερμά ύδατα της Μεσογείου». Το περιστατικό της κατάρριψης του ρωσικού βομβαρδιστικού αφυπνίζει αυτές τις μνήμες, τροφοδοτώντας σενάρια για μία νέα σύγκρουση, όπως και το επακόλουθο συμβάν με το τουρκικό αλιευτικό και το ρωσικό αντιτορπιλικό Smetlivy στο βόρειο Αιγαίο.
Εντούτοις, η σύγχρονη αλληλεξάρτηση των δύο οικονομιών στον τομέα της ενέργειας, καθώς και ο ενισχυμένος ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. λειτουργεί, προς το παρόν, αποτρεπτικά για το ενδεχόμενο ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά την τελευταία 15ετία, και ιδιαίτερα έπειτα από την άνοδο του Erdogan στην εξουσία, Ρωσία και Τουρκία συνήψαν εξαιρετικά σημαντικές διπλωματικές σχέσεις και αμοιβαία επωφελή οικονομική συνεργασία με αποτελέσματα: τον αγωγό φυσικού αερίου Blue Stream και την προμήθεια της Τουρκίας με ρωσικό φυσικό αέριο στο 60% των αναγκών της, την εκκίνηση του Turk Stream και τη μελέτη για τη δημιουργία πυρηνικού σταθμού επί τουρκικού εδάφους, τη σύσταση διακρατικής- διακυβερνητικής επιτροπής για το εμπόριο και την οικονομική συνεργασία, την πραγματοποίηση τουρκικών επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα της Ρωσίας, την ενίσχυση της τουρκικής οικονομίας με περίπου 4 εκατομμύρια Ρώσων τουριστών ανά έτος, το προνομιακό καθεστώς εισόδου των Τούρκων υπηκόων στη ρωσική επικράτεια, ένα συνολικό όγκο συναλλαγών 30 δις $ και, πάνω απ’ όλα, μία εγκάρδια διαπροσωπική σχέση μεταξύ των δύο ηγετών (Putin-Erdogan), η οποία απέτρεψε την εκατέρωθεν αντιπαράθεση με αφορμή την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία (2014), καθώς και τη συμμετοχή της Τουρκίας στην επιβολή των οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία από πλευράς ΕΕ και ΗΠΑ.
Το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας έπειτα από την κατάρριψη του SU-24, στην πραγματικότητα, δεν προκαλεί δυσεπανόρθωτες επιπτώσεις στις οικονομικές σχέσεις των δύο κρατών, αφού οι κυρώσεις στον τομέα του εμπορίου μπορούν εύκολα να ξεπεραστούν μέσω της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης, η οποία, ούτως ή άλλως, εξαιρείται από το εφαρμοστικό πεδίο του διατάγματος. Οι άμεσες συνέπειες εμφανίζονται στον κατασκευαστικό κλάδο, στις μεταφορές, στον τουρισμό και, κυρίως, στον τομέα της ενέργειας, όπου διαφαίνεται, προς το παρόν, η αναστολή του Turk Stream, καθώς και το ενδεχόμενο της μείωσης παροχής φυσικού αερίου. Η τουρκική πλευρά ανταπάντησε μέσω καθυστερήσεων των ρωσικών πλοίων στα στενά του Βοσπόρου, μέσω της πρόκλησης του νέου περιστατικού στο βόρειο Αιγαίο, καθώς και με τις εκ διαμέτρου αντίθετες των ενεργειών αυτών δηλώσεις του Erdogan, ο οποίος στα πλαίσια επίσκεψής του στο Τουρκμενιστάν υποστήριξε ότι «δεν πρέπει από ένα λάθος του (Ρώσου) πιλότου να επηρεαστούν οι στρατηγικές σχέσεις Ρωσίας Τουρκίας». Κοινώς, συμπεραίνεται ότι οι σχέσεις των δύο χωρών μπορούν να αποκατασταθούν ουσιωδώς, αν εξαιρεθεί ωστόσο μία -ενδεχόμενη- νέα τουρκική πρόκληση.
Ανεπανόρθωτες ωστόσο φαίνεται πως καθίστανται οι σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών και των κυβερνήσεών τους, έπειτα από τις αποκαλύψεις του ρωσικού υπουργείου Άμυνας σχετικά με τη συμμετοχή του ίδιου του Erdogan και του γιού του στο λαθρεμπόριο πετρελαίου του ISIS και η δημόσια διαπόμπευση του Τούρκου προέδρου από τον V. Putin με τη φράση «ξέρουμε ποιοι γεμίζουν τις τσέπες τους από το λαθρεμπόριο» ενώπιον της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης της Ρωσίας, καθώς και η προειδοποίηση ότι η Τουρκία «θα πληρώσει» για την πράξη της αυτή με πολλούς τρόπους, αλλά και η δήλωσή του έπειτα από την κατάρριψη ότι «η Ρωσία δέχθηκε μία πισώπλατη μαχαιριά» από την Τουρκική κυβέρνηση «που συνδέεται – ευθέως – με τους τρομοκράτες». Η εκκίνηση διπλωματικών ενεργειών από πλευράς Ρωσίας στα πλαίσια του ΟΗΕ για την ενημέρωση του Συμβουλίου Ασφαλείας, κατ’ ενεργοποίηση του ψηφίσματος 2199, σχετικά με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και η δυνατότητα επιβολής πρόσθετων οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία μέσω των εταίρων της Μόσχας στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση αποτελούν στοιχεία και παραμέτρους μιας, καταρχήν, διεθνούς νομικής και θεσμικής αντιμετώπισης της Τουρκίας.
Η διαμορφωθείσα αυτή πραγματικότητα δεν επιτρέπει την επαναφορά των διακρατικών σχέσεων στην ομαλότητα και επιτείνεται εξαιτίας της μεροληπτικής στάσης του Λευκού Οίκου στο πλευρό της Τουρκίας, αφού οι ΗΠΑ απέρριψαν, τόσο τις αιτιάσεις του Putin περί λαθρεμπορίας πετρελαίου, όσο και την άσκηση κάποιας κριτικής σε σχέση με την ενέργεια της τουρκικής στρατιωτικής καθόδου στο βόρειο Ιράκ, στην κατεχόμενη ουσιαστικά από το ISIS επαρχία της Nineveh (Μοσούλη), δίχως τη βούληση της ιρακινής κυβέρνησης. Θα μπορούσε, κυριολεκτικά, να ειπωθεί πως ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, δυστυχώς, δεν κράτησαν ούτε τα προσχήματα για την αποκλιμάκωση της ρωσοτουρκικής κρίσης και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την εξέλιξη των γεγονότων από τούδε και στο εξής.
Ορίζοντας το Χ
Η τραγωδία της Συρίας εδράζεται στο γεγονός ότι ο τόπος αυτός κατέστη ένα πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ του σιϊτικού και του σουνιτικού στοιχείου υποκινούμενων αμφότερων από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία, καθώς και ένα γεωστρατηγικό πλαίσιο αντιπαράθεσης, όπου διοχετεύθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας για την αύξηση της επιρροής και της ισχύος τους στην διαπεριφέρεια. Η Τουρκία και η Ρωσία οδηγούνται, αναγκαστικά, σε μία εντεινόμενη αντιπαράθεση πρεσβεύοντας την εκατέρωθεν σύγκρουση όλων των προαναφερθέντων πτυχών και διαστάσεων της κρίσης που έχει ξεσπάσει στον Αραβικό Κόσμο κατά τα τελευταία 5 έτη. Σε κάθε περίπτωση, παρόλα τα δεδομένα που προοιωνίζουν σύγκρουση, ένας άμεσος πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων δεν είναι πιθανός εκτός και αν προστεθεί στην εξίσωση μία απρόσμενη παράμετρος.
Μετά την κατάρριψη και κατά το αμέσως προσεχές διάστημα η Ρωσία θα κλιμακώσει τις επιχειρήσεις της κατά του ISIS και δεν πρόκειται να αφήσει αναπάντητο οποιοδήποτε πλήγμα στις δυνάμεις της που επιχειρούν στην περιοχή. Ο Ρώσος πρόεδρος άλλωστε έχει προειδοποιήσει δημόσια για το ενδεχόμενο αυτό και η προβολή της συνομιλίας του με τον υπουργό Άμυνας S. Shoigu σχετικά με τη μη χρήση πυρηνικών κεφαλών αποτελεί ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση. Συνεπώς, εάν ο συνασπισμός των δυτικών δυνάμεων πραγματοποιούσε ένα εσφαλμένο χτύπημα σε ρωσικές υποδομές και μέσα επί συριακού εδάφους, θα έπραττε ένα ολέθριο σφάλμα για τη γενίκευση και τη συνέχιση των συγκρούσεων, οι οποίες θα περιορίζονταν ωστόσο σε έμμεσο πλαίσιο επί συριακού εδάφους. Είναι εξαιρετικά απίθανο η Ρωσία να αναλάβει τη διεθνή ευθύνη και να προχωρήσει σε στρατιωτική εμπλοκή με τις συμμαχικές δυνάμεις, είτε σε έναν πόλεμο με την Τουρκία, γεγονός που θα σήμαινε αλυσιδωτά τη σύγκρουση με το ΝΑΤΟ και έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Τουρκία, έπειτα από τη δυναμική κάθοδό της στη Μοσούλη, σε συνδυασμό με τις άριστες σχέσεις με τον πρόεδρο του Ιρακινού Κουρδιστάν (Kurdish Regional Government – KRG), M. Barzani, την πολιτική στήριξη από το ΝΑΤΟ και το Λευκό Οίκο και την αδυναμία του Ιράκ να αντιδράσει αποτελεσματικά, θα μπορούσε να προκαλέσει μία σύρραξη μεταξύ των δυνάμεών της και των ενόπλων σουνιτικών δυνάμεων έναντι των σιϊτικών δυνάμεων ασφαλείας του Ιράκ και ενόπλων μονάδων καθοδηγούμενων από το Ιράν, που θα σπεύσουν προς υποστήριξη του σιϊτικού Ιράκ, εκτός και αν το τελευταίο περιορισθεί κυριαρχικά στο νότιο τμήμα της χώρας. Παράλληλα, η Τουρκία θα μπορούσε να εισβάλλει στη βόρεια Συρία με πρόσχημα την προστασία των Τουρκμένων, εξουδετερώνοντας την κουρδική κυριαρχία του PYD (Democratic Union Party), το οποίο συνδέεται με το PKK και είναι αντίπαλος του Barzani. Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, ακόμη και αν η Ρωσία αποφάσιζε να υποστηρίξει τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας ή το PYD, η όποια σύγκρουση θα ήταν έμμεση και σε τοπική κλίμακα.
Το Αιγαίο και ο Εύξεινος Πόντος αποτελούν επίσης, πιθανές περιοχές εμπλοκής των δύο δυνάμεων, μέσω ενός πιθανού πλήγματος σε ρωσικό πολεμικό πλοίο που θα κινείτο προς τις συριακές ακτές για την υποστήριξη των εν Συρία επιχειρούντων ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εάν η Τουρκία περιπέσει σε ένα τέτοιο στρατηγικό σφάλμα, τότε μια άμεση σύγκρουση θα είναι ιδιαιτέρως πιθανή, αφού συνοδευτεί ωστόσο και από ένα πρώτο χτύπημα της Τουρκίας επί ρωσικού εδάφους.
Η υπόθεση αυτή βασίζεται σε μία συγκεκριμένη περίπτωση προερχόμενη από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν: στην πρόκληση μιας «δεύτερης Τσετσενίας» στον ρωσικό Καύκασο, μέσω του καλούμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου του Καυκάσου, στον οποίο τζιχαντιστές θα πραγματοποιούσαν μία ένοπλη εξέγερση. Εάν στην εξέγερση αυτή εμπλέκονταν τουρκικής καταγωγής πληθυσμοί (Τατάροι) που διαβιούν στη ρωσική επικράτεια, η Τουρκία θα είχε πρόσφορο έδαφος για να επέμβει υποστηρίζοντας και προστατεύοντας τους πληθυσμούς αυτούς, όπως και στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι ανάλογο σε κράτος-μέλος (π.χ. Καζακστάν και Κυργιστάν, όπου υφίστανται μικρές μειονότητες Ουιγούρων και Τατάρων) του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization – CSTO), στον οποίο η Ρωσία έχει κυρίαρχο ρόλο. Εάν με βάση αυτό το σενάριο η Ρωσία δεχόταν ένα πρώτο πλήγμα στην επικράτειά της από τουρκικές δυνάμεις, τότε οι δύο χώρες θα οδηγούνταν σε άμεση στρατιωτική εμπλοκή.
Σε κάθε περίπτωση, Ρωσία και Τουρκία έχουν εγκλωβιστεί στη δίνη της κρίσης του ISIS και είναι δύσκολη η απόσυρσή τους από το μέτωπο, καθότι η φύση της κρίσης είναι αρκετά σύνθετη και περίπλοκη, όπως περιγράφηκε και ανωτέρω. Η Ρωσία εγκοιτώνει στα δικά της συμφέροντα την επιβίωση του Assad, την ισχυροποίηση του Ιράν και, ενδεχομένως και κατ’ επέκταση την επιβίωση του σιϊτικού Ιράκ, ενώ η Τουρκία λειτουργεί ως ο ανασχετικός πυλώνας του ΝΑΤΟ, τόσο ως προς την επέκταση της τρομοκρατίας προς τη Δύση, όσο και ως προς την επέκταση της Ρωσίας στο Νότο.
Η ισορροπία ισχύος στην περιοχή διανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τη διακύβευση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην ευρύτερη διαπεριφέρεια και οι δυτικές δυνάμεις και, κυρίως, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι στα χέρια τους η αποκλιμάκωση της κρίσης και η συνολική διευθέτηση των αιτιών που την επιδεινώνουν μέσω της συνεργασίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε συλλογικό επίπεδο, έπειτα από το διεθνές προσκλητήριο του Putin και την πρωτοβουλία Hollande, καθίσταται προεξάρχων παράγοντας αντιμετώπισης του ISIS, καθώς και ένα νέο εφαλτήριο, που θα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Δύσης, αναστρέφοντας τις κυριότερες αντίρροπες δυνάμεις που προκαλούν την υφιστάμενη αντιπαράθεση. Αντιθέτως, ενέργειες όπως βομβαρδισμοί των δυνάμεων του Assad «κατά λάθος» και βολικές δικαιολογίες περί παραβίασης του τουρκικού εναέριου χώρου, που θα σήμαινε την αναχαίτιση και όχι την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, καθώς και η διαρκής πολιτική κάλυψη στην Τουρκία για την επιτέλεση αποστολών που δεικνύουν συμφέροντα «αποκεντρωμένης τοποτήρησης», θα διατηρούν ενεργή την ανωτέρω εξίσωση, εγκυμονώντας σοβαρότατους κινδύνους με ολέθριες συνέπειες για την ασφάλεια της Ευρασίας.