Του Γιώργου Ξ. Πρωτόπαπα, Αναλυτής, Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (www.kedisa.gr)

Η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας και Τουρκίας αποτελεί απόρροια των συγκρουόμενων εθνικών τους συμφερόντων στο εμφύ­λιο της Συρίας που αναδείχθηκαν, ακόμα περισσότερο, από τη ρωσική στρατιωτική εμπλοκή με στόχο την ενίσχυση του καθε­στώτος της Δαμασκού.

Οι δυο χώρες, μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού Su-24 από το τουρκικό μαχητικό F-16 στο έδαφος της Συρίας, υιοθέτησαν μια επικοινωνιακή πο­λιτική με στόχο να εκθέσουν η μια την άλ­λη, ως υπαίτια, στη διεθνή διπλωματική σκηνή. Οι τεταμένες ρωσοτουρκικές σχέ­σεις μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν, καθώς και μέσω των γεωπολιτικών και ενεργειακών ισορροπι­ών της Μέσης Ανατολής.

Στρατηγικές αποδόμησης

H Μόσχα επικεντρώνεται στις μυστι­κές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία (ISIS) για να αποδείξει ότι αυτό και η Άγκυρα έχουν αμοιβαία γεωπολιτικά και εμπορικά συμ­φέροντα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν κατηγόρησε την κυβέρνηση της Άγκυρας για «συνεργασία» με το ISIS, προσθέτοντας ότι ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει προσωπικά οφέλη από το λαθρεμπόριο πετρελαίου με την ισλαμική εξτρεμιστική οργάνωση.

Η Τουρκία ισχυρίζεται, από την πλευ­ρά της, ότι υπήρξε παραβίαση του εναέριου της χώρου και κατηγορεί τη Ρωσία για προπαγάνδα σοβιετικού στυλ. Η τουρκική στρατηγική χρησιμοποιεί την παραβίαση της κρατικής κυριαρχίας, για να αποδείξει ότι η ρωσική εμπλοκή στη Συρία δεν είναι ανιδιοτελής και ότι εξυπηρετεί τις «αυτοκρατορικές φιλοδοξίες» του Πούτιν για κυ­ριαρχία στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα έχει, στο παρελθόν, επικρίνει σφοδρά τις αμε­ρικανικές παρεμβατικές πολιτικές στη Μέ­ση Ανατολή που έγιναν υπό το πρόσχημα της μη διάδοσης των όπλων μαζικής κατα­στροφής (WMD), της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της αλλαγής καθεστώ­των.

Οι πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν θεωρούνται από τη διεθνή κοινότητα δύο πανίσχυροι ηγέτες μέσα στις χώρες τους. Ελέγχουν τους κρατι­κούς μηχανισμούς, το στρατό, τις υπηρεσί­ες πληροφοριών, τα ΜΜΕ και χρησιμοποι­ούν τον εθνικισμό, για να διατηρούν υψη­λά τα επίπεδα της δημοτικότητας τους. Ο Πούτιν υπερασπίζεται τα δικαιώματα της ρωσικής διασποράς και επανάφερε τη Ρωσία στο status της μεγάλης δύναμης μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες απουσί­ας στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων που αφορούν σημαντικά διεθνή θέματα. Ο Πούτιν επικρίνεται, συνεχώς, από δυτι­κές κυβερνήσεις για παραβίαση των αν­θρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερί­ας του Τύπου.

Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, εξου­δετέρωσε όλα τα παραδοσιακά προπύργια του κοσμικού κράτους στην Τουρκία και έγινε ένας «νέος Σουλτάνος», ο οποίος επιδιώκει την ανασύσταση της «Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας».

Ο ισλαμιστής πρόεδρος Ερντογάν έχει αυτοανακηρυχθεί «προστάτης» των καταπιεσμένων σουνίτικων μουσουλμανι­κών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής. Πα­ράλληλα ο Ερντογάν έχει φυλακίσει πολ­λούς δημοσιογράφους, οι οποίοι εξέφρασαν διαφορετική άποψη κι έχει εκφοβίσει άλλους τόσους, για να ελέγχει τα τουρκι­κά ΜΜΕ.

Ωστόσο οι εσωτερικές πολιτικές των Πούτιν και Ερντογάν αντιμετωπίζονται δι­αφορετικά από τη Δύση, η οποία φαίνε­ται να ακολουθεί πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών. Ο Πούτιν αποτελεί παραδο­σιακό στόχο της Δύσης που τον επικρίνει για μη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων και έχει επιβάλει στη χώρα του οι­κονομικές κυρώσεις (για το ρόλο της στην­ ουκρανική κρίση). Όμως ο Ερντογάν, παρά τις τραγικές επιδόσεις της χώρας του στα ανθρώπινα δικαιώματα, αποφεύγει τις δυτικές επικρίσεις, ιδιαίτερα τώρα που οι ευρωπαίοι ηγέτες εκτιμούν ότι η Τουρκία μπορεί να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής κρίσης (αφού θα μπορούσε να περιορίσει την εισροή των προσφύγων στο ευρωπαϊκού εδάφους).

Η συριακή «ενεργειακή αρένα»

Ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας έχει εξελιχθεί σε μια αρένα συγκρουόμενων γεωπολιτικών συμφερόντων για τη Ρωσία και την Τουρκία: υποστηρίζουν αντίθετες πλευρές, το καθεστώς της Δαμασκού και τους σουνίτες μαχητές αντίστοιχα.

Η ρωσική στρατιωτική εμπλοκή αλλά­ζει σταδιακά την πορεία του εμφυλίου πο­λέμου υπέρ του καθεστώτος του Άσαντ. Η Μόσχα είναι στενός σύμμαχός του και επι­διώκει να διασφαλίσει, με οποιοδήποτε κό­στος, τα ρωσικά συμφέροντα σε μια μετα­πολεμική Συρία – ιδίως τη ρωσική ναυτική βάση της Tartus που προσφέρει πρόσβα­ση στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Η Τουρκία, αντίθετα, είναι σφοδρός επικριτής του Μπασάρ Άσαντ, υποστηρίζει τους σουνίτες αντάρτες (συμπεριλαμβανο­μένων και των ισλαμιστών εξτρεμιστών μα­χητών) και θέλει, απεγνωσμένα, να αποφύ­γει τη δημιουργία ενός αυτόνομου συριακού κουρδικού κράτους που θα αφύπνι­ζε, ακόμα περισσότερο, τον αλυτρωτισμό στις τουρκικές νοτιοανατολικές κουρδικές επαρχίες και θα υπονόμευε σημαντικά τα ενεργειακά της συμφέροντα.

Το ενεργειακό θεωρείται από ορισμέ­νους αναλυτές και η βασική αιτία για το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ξένων δυνάμε­ων που εμπλέκονται (είτε στρατιωτικά είτε με «proxy war») είναι χώρες που εξάγουν φυσικό αέριο, έχουν ανταγωνιστικά συμ­φέροντα και επιδιώκουν να χρησιμοποιή­σουν το συριακό έδαφος, για να περάσουν αγωγούς που θα διοχετεύουν φυσικό αέ­ριο προς την ευρωπαϊκή αγορά, προερχό­μενο είτε από το σουνίτικο Κατάρ είτε από το σιίτικο Ιράν.

Το Κατάρ, το 2009, πρότεινε την κατα­σκευή ενός αγωγού για την παροχή φυσι­κού αερίου από τα αποθέματα του North Field που, μέσω Σαουδικής Αραβίας, Ιορ­δανίας, Συρίας και Τουρκίας, θα κατέλη­γε στην ευρωπαϊκή αγορά. Όμως ο Σύρος πρόεδρος Άσαντ απέρριψε το συγκεκρι­μένο σχέδιο και αποδέχτηκε, το 2011, την εναλλακτική πρόταση του αγωγού φυσι­κού αερίου Ιράν-Ιράκ-Συρία.

Η Τουρκία θεωρεί ότι ο αγωγός του Κατάρ εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά και ενεργειακά της συμφέροντα, καθώς θα της έδινε την ευκαιρία να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της προμήθειες, να παρακάμψει το ρωσικό φυσικό αέριο και να εξε­λιχθεί σε ενεργειακό κόμβο μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.

Η υλοποίηση του αγωγού του Κατάρ θα υπονομεύσει σοβαρά τα ρωσικά ενερ­γειακά συμφέροντα στην Ευρώπη και το μονοπώλιο της Gazprom. Οι εξαγωγές της Gazprom ανήλθαν το 2014 στα 146,6 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αε­ρίου στις χώρες της Ευρώπης. Οι δυτικο­ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσώπευαν πε­ρίπου το 80% των εξαγωγών της ρωσι­κής εταιρείας, ενώ οι κεντροευρωπαϊκές το 20%. Τα ρωσικά ενεργειακά συμφέρο­ντα απειλεί και ο προτεινόμενος αγωγός Ιράκ-Ιράν- Συρίας, αλλά η διαφορά έγκει­ται στο ότι η Μόσχα έχει, σε αυτήν την πε­ρίπτωση, τη δυνατότητα να επηρεάσει κά­ποιες καταστάσεις.

Οι περιοχές που ελέγχει το ISIS στη Συρία εμποδίζουν την ενοποίηση των συ- ριακών κουρδικών περιοχών κατά μήκος των τουρκικών συνόρων. Η κυβέρνηση της Άγκυρας εκμεταλλεύεται την απειλή του ISIS και πιέζει και για τη δημιουργία μιας «buffer zone» από το Aleppo μέχρι την Kobani προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μελλοντική κα­τασκευή του σουνιτικού αγωγού φυσικού αερίου από το Κατάρ. Η δημιουργία ενός αυτόνομου συριακού κουρδικού κράτους ακυρώνει το σχέδιο του συγκεκριμένου αγωγού.

Η Μόσχα μπορεί να χρησιμοποιήσει τους Σύρους Κούρδους μαχητές και το PKK ως μοχλούς πίεσης απέναντι στην Τουρκία, καθώς έχει διατηρήσει στενούς δεσμούς με τις κουρδικές φυλές. Οι Σύροι Κούρδοι έχουν δική τους κυβέρνηση σε περιοχές της βόρειας Συρίας και έχουν αποδείξει τη μαχητική αποτελεσματικότητα τους εναντίον του ISIS.

Τέοοερα οενάρια

Η εξέλιξη της κρίσης στις σχέσεις Ρω­σίας και Τουρκίας περιλαμβάνει τα ακό­λουθα τέσσερα σενάρια.

  1. ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: υπάρχει η πιθανότη­τα μελλοντικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας στη τουρκο-συρι- ακή μεθόριο, εάν η Άγκυρα εξακολου­θήσει να στηρίζει τους Σύρους Τουκμένους και η Ρωσία συνεχίσει να βομ­βαρδίζει τις θέσεις των Τουρκμένων και άλλων Σύρων ανταρτών που θεω­ρούνται σύμμαχοι της Τουρκίας. Πα­ράλληλα και πολιτικοί λόγοι μπορούν να οδηγήσουν σε μια κλιμάκωση της κρίσης, όπως το αν απαγορευτεί από το Βόσπορο η διέλευση ρωσικών πλοί­ων παρά τις διεθνείς συνθήκες για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά.
  2.  «ΠΑΓΩΜΑ»: οι δύο πλευρές διατη­ρούν το ρήγμα, συνεχίζουν την πα­ρούσα πολιτική ρητορική τους, αλλά αποφεύγουν ενέργειες που θα μπο­ρούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, η Ρωσία θα μπορούσε να αναστείλει τις πτήσεις κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων και η Τουρκία να στα­ματήσει να υποστηρίζει τους Τουρκμένους και να κλείσει τα σύνορά της, για να αποτρέψει την είσοδο στους μαχη­τές του ISIS, τη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και το λαθρεμπόριο.
  3. ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΣΗ: Άγκυρα και Μό­σχα, με τη διαμεσολάβηση μιας χώ­ρας που να εμπιστεύονται και δυο, να καταφέρουν να συμφωνήσουν σε τα­κτικές επαφές με στόχο τη σταδιακή αποκατάσταση των διμερών τους σχέ­σεων, τουλάχιστον, σε επίπεδο στρατι­ωτικών και διπλωματικών υπηρεσιών.
  4.  ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: προϋποθέτει συ­νάντηση κορυφής μεταξύ Βλαντιμίρ Πούτιν και Ταγίπ Ερντογάν. Οι δυο χώρες θα πρέπει να αποφασίσουν τη συνεργασία τους σε ένα ευρύ φά­σμα στρατιωτικών και πολιτικών θεμά­των που θα αφορούν τη Συρία. Το συ­γκεκριμένο σενάριο προϋποθέτει και τη δημιουργία ενός υψηλού επίπεδου εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο πλευ­ρών, συνεπικουρούμενου και από τους μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ Ρω­σίας και ΝΑΤΟ.

Συμπεράσματα

Ρωσία και η Τουρκία φαίνεται να έχουν να εμπλακεί σε ένα «chicken game», χρη­σιμοποιώντας τα ΜΜΕ και την τακτική της προπαγάνδας, για να προωθήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα μέσα στο ναρ­κοπέδιο του συριακού εμφυλίου πολέμου. Οι Πούτιν και Ερντογάν έχουν ασκήσει μια επιθετική ρητορική και έχουν αποφύγει να δείξουν σημάδια αδυναμίας και παραχω­ρήσεων. Η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το όπλο της «ενέργειας» προκειμένου να συνετίσει και να τιμωρή­σει την Τουρκία, η οποία εισάγει, από τη Ρωσία, περίπου το 60% του φυσικού αερί­ου που χρειάζεται, για να καλύψει τις ενερ­γειακές ανάγκες της. Ωστόσο το ερώτη­μα που εγείρεται είναι, αν η Μόσχα είναι πραγματικά έτοιμη να το πράξει σε μία πε­ρίοδο που οι μειωμένες τιμές πώλησης του φυσικού αερίου και του πετρελαίου έχουν πλήξει την οικονομία της.

Η κλιμάκωση της κρίσης δεν εξυπη­ρετεί ούτε τη μια ούτε την άλλη πλευρά. Οι ηγέτες των δυο χώρων καλούνται να επι­δείξουν σύνεση διότι μια ενδεχόμενη σύ­γκρουσή τους μετά από ένα μη διαχειρίσι- μο «θερμό» επεισόδιο θα έχει οδυνηρές συνέπειες για τη Μέση Ανατολή και για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.