Ρόλο στην ευρωπαϊκή άμυνα διεκδικεί η Αγκυρα
Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ
Η αναθέρμανση των συζητήσεων για μια πιθανώς «ειδική σχέση» της Ε.Ε. με την Τουρκία έχει ως κινητήρια δύναμη κατ’ αρχάς το «παραθυράκι» που άνοιξε για τη διεύρυνση των σχέσεων της Ευρώπης με «τρίτους» δρώντες λόγω της γεωπολιτικής αναταραχής, την οποία προκαλεί η επιθετική αλλαγή συσχετισμών που επιβάλλει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, και εν συνεχεία λόγω της επιτακτικής ανάγκης να ενισχυθούν το ταχύτερο δυνατόν οι περιορισμένες αμυντικές δυνατότητες της Ευρώπης.
Η προσέγγιση με τις μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες της Ε.Ε. και η σχετική προωθημένη ρητορική του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ιδιαίτερα μετά την πρόσκληση του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στη συνάντηση των επιλεγμένων κρατών-μελών της Ε.Ε. με πρωτοβουλία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, αναδεικνύουν κάποια πολύ ισχυρά σημεία ευρωτουρκικής σύγκλισης, με αιχμή την άμυνα.
Αναδεικνύουν, παράλληλα, και την ανασφάλεια που αισθάνεται ο κ. Ερντογάν έναντι του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και της πιο φιλοϊσραηλινής κυβέρνησης των τελευταίων ετών στην Ουάσιγκτον. Αν και η Ελλάδα αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. και έχει στηρίξει όλες τις βασικές επιλογές, παραμένει, την ίδια στιγμή, αφοσιωμένη στη στρατηγική εταιρική σχέση με το Ισραήλ, γεγονός που εκ των πραγμάτων ενισχύεται από την τρέχουσα κατάσταση στη Συρία, όπου Αγκυρα και Ιερουσαλήμ βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Για την ελληνική διπλωματία δεν είναι τόσο ανησυχητικό το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έλαβε πρόσκληση για τη συνάντηση του Λονδίνου, όσο είναι η επικράτηση της αρχής των συναλλακτικών σχέσεων, καθώς η Ευρώπη φαίνεται να επιθυμεί να μπει σε αυτή τη λογική με την Τουρκία.
Σε κύκλους εντός του πυρήνα του κράτους υπήρχε πάντα η ανησυχία ότι μια ραγδαία βελτίωση των σχέσεων της Ευρώπης με την Τουρκία θα ασκούσε εκ των πραγμάτων πίεση για υποχωρήσεις και εκ μέρους της Ελλάδας σε κάποιες περιπτώσεις.
Αν και κάτι τέτοιο βρίσκεται μακριά αυτή τη στιγμή, οι τελευταίες 45 ημέρες έχουν δείξει, αν μη τι άλλο, ότι όσο επίπονα και μακροχρόνια οικοδομήθηκαν ορισμένες ισορροπίες, τόσο απότομα και γρήγορα μπορεί να καταρρεύσουν και να αντικατασταθούν από άλλες.
Στον αμυντικό τομέα, για την προσέγγιση της Ευρώπης με την Τουρκία υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό και δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να περάσει μέσα από τις διαδικασίες της Ε.Ε., αλλά να προχωρήσει διμερώς.
Τα πρόσφατα παραδείγματα (συζητήσεις για αεροσκάφη Eurofighter, πυραύλους Meteor, εξαγορά ιταλικής εταιρείας από τουρκική) δείχνουν ότι τα βασικά βιομηχανικά κράτη της Ε.Ε. –Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία– και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αποφασίσει να συνεργαστούν διμερώς με την Τουρκία και να εκμεταλλευθούν τις τουρκικές δυνατότητες.
Η τουρκική αμυντική βιομηχανία διαθέτει στη συντριπτική πλειονότητά της πιστοποιήσεις, κυρίως στον αεροναυπηγικό τομέα, που την καθιστούν επιθυμητό εταίρο για κάθε ευρωπαϊκό κολοσσό.
Ο κ. Ερντογάν δήλωσε προχθές ενώπιον πρεσβευτών ότι επιθυμεί τη διατήρηση του θετικού κλίματος στα ελληνοτουρκικά, ενώ σημείωσε ότι «η ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς την Τουρκία είναι αδιανόητη. Αναμένουμε από τους Ευρωπαίους φίλους μας να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα και να προωθήσουν τη διαδικασία πλήρους ένταξής μας με μια οραματική προοπτική».
Οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν έχουν μια πολύ ισχυρή βάση και αυτή είναι η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία διαθέτει έναν πολύ ισχυρό εξαγωγικό χαρακτήρα (7,2 δισ. δολάρια μόνο το 2024).
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας ήταν η εισβολή στην Κύπρο το 1974, η οποία οδήγησε σε μερικό εμπάργκο εξαγωγών οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ (1975-1978). Η άνθηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας συνδέεται με τις κυβερνήσεις Ερντογάν (από το 2003 και έπειτα) και την έμφαση που δόθηκε τόσο σε παλαιές υποδομές β΄ βιομηχανικής επανάστασης (ναυπηγεία), αλλά και στην αεροναυπηγική.
Οπως αναδεικνύεται και στα δύο γραφήματα που συνοδεύουν το κείμενο, αν και η τουρκική αμυντική βιομηχανία έχει ακόμη ελλείψεις (κυρίως στο επίπεδο των κινητήρων και των αισθητήρων), ανέπτυξε αρκετά υψηλό βαθμό αυτονομίας από τις εισαγωγές. Μάλιστα, τέσσερις από τις αμυντικές βιομηχανίες της Τουρκίας βρίσκονται στη λίστα των 100 μεγαλύτερων στον κόσμο.
Ισως το μεγαλύτερο επίτευγμα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια είναι η ανάπτυξη συμπλεγμάτων επιχειρήσεων, ειδικά στο σκέλος της αεροναυπηγικής, ανά την επικράτεια (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη, Προύσα, Κιρίκαλε, Εσκί Σεχίρ).
Οι ελληνικές επιδόσεις
Στον αντίποδα, η Ελλάδα έχει πενιχρές επιδόσεις, οι οποίες οφείλονται, κατά κύριο λόγο, σε απαρχαιωμένη οργάνωση και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κύριες αμυντικές βιομηχανίες της χώρας ολοκληρώνουν τις εργασίες τους πολλές φορές με την υπενοικίαση συνεργείων τεχνικών και όχι με το μόνιμο προσωπικό. Γίνεται, πάντως, προσπάθεια να ενισχυθεί η εγχώρια καινοτομία – μάλιστα, χθες, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας ανακοίνωσε τις δύο πρώτες προσκλήσεις ενδιαφέροντος από το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) που αφορούν την ανάπτυξη Μη Επανδρωμένων Θαλάσσιων Σκαφών Επιφανείας (USV) και την ανάπτυξη συστήματος μάχης με αρχική εφαρμογή στις κανονιοφόρους του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.).
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” στις 5 Μαρτίου 2025