Reverse Kissinger: Αναστροφές στο τρίγωνο Ρωσίας-ΗΠΑ-Κίνας λόγω Ουκρανίας; Τα σενάρια και τα αγκάθια
«I think we’ve seen enough… This is going to be great television… I will say that», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, έπειτα από τη «σύγκρουση» που είχε με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο την περασμένη Παρασκεύη, 28 Φεβρουαρίου. Σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση, αυτή η φράση θα μπορούσε να μεταφερθεί ως: «νομίζω ότι είδαμε αρκετά… θα πω μόνον αυτό… ότι προσφέραμε φοβερό τηλεοπτικό θέαμα».
Η επίκληση στο «τηλεοπτικό θέαμα», με την οποία ο Αμερικανός ηγέτης επέλεξε να «κλείσει», εν είδει αποφώνησης, ίσως ό,τι πιο άβολο έχει ποτέ λάβει χώρα on camera στο Οβάλ Γραφείο, σαφώς και ξενίζει, πολύ δε περισσότερο τους μη Αμερικανούς, όσους δηλαδή δεν γνώρισαν τον Τραμπ ως αστέρα της reality TV (παρουσιαστή εν προκειμένω του τηλεοπτικού ριάλιτι The Apprentice την περίοδο 2004-2015).
Μπίζνεσμαν, σόουμαν, πολιτικός
Ο -78χρονος πια- Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε μπίζνεσμαν, σόουμαν και πολιτικός, ακριβώς με αυτήν τη σειρά. Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ μπήκε ενεργά στην αμερικανική πολιτική μετά τα 68 του χρόνια, αφού είχε προηγουμένως στηρίξει και τα δύο κόμματα, όχι μόνο τους Ρεπουμπλικανούς, με τους οποίους τελικώς πολιτεύθηκε, αλλά και τους Δημοκρατικούς παλαιότερα.
Ο σόουμαν Τραμπ έχει όμως μάθει να «πείθει» το φιλοθεάμον κοινό κυρίως δια του εντυπωσιασμού και της συνθηματολογίας, κι όχι τόσο με την υπόσταση ή τη συνοχή των λόγων του.
«Οι δηλώσεις Τραμπ δεν έχουν σκοπό να είναι ιστορικά ακριβείς» («Trump’s statements are not intended to be historically accurate»), δήλωσε πρόσφατα ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, ένας πολιτικός ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των «φίλων» του Αμερικανού νυν προέδρου και που, ως εκ τούτου, δεν θα έλεγε εύκολα κάτι αρνητικό για εκείνον.
Το «κόλλημα» για τον Πούτιν
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε σκαμπανεβάσματα (περιόδους «θαυμασμού» αλλά και συγκρούσεων) στις σχέσεις του με πολλούς ηγέτες στο παρελθόν (τον Κιμ Γιονγκ Ουν, τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κ.ά.). Ακόμη και στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε ασκήσει (στιγμιαία) κριτική έπειτα από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου του 2023… Παράλληλα ωστόσο-και παρά τις μεταστροφές του, ο Τραμπ είχε κι ορισμένες σταθερές. Κορυφαία μεταξύ αυτών: η «λατρεία» του για τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, την οποία επαναβεβαιώνει δημοσίως με κάθε ευκαιρία.
Όταν οι κ.κ. Πούτιν και Τραμπ συναντήθηκαν στο Ελσίνκι τον Ιούλιο του 2018, ο Αμερικανός δήλωσε ανοιχτά ότι εμπιστεύεται πιο πολύ όσα του λέει ο Ρώσος πρόεδρος παρά όσα του μεταφέρουν οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε παρουσιαστεί τότε να δηλώνει μπροστά στις κάμερες: «Οι δικοί μου άνθρωποι ήρθαν σε μένα, ο Νταν Κόουτς (σ.σ. τότε διευθυντής της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών-DNI) ήρθε σε μένα, και που είπαν ότι νομίζουν ότι είναι η Ρωσία (σ.σ. εκείνη η οποία είχε εξαπολύσει επιχειρήσεις κακόβουλης ανάμειξης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016). Ο πρόεδρος Πούτιν μου είπε ότι δεν ήταν η Ρωσία και εγώ δεν βλέπω κανέναν λόγο γιατί να ήταν… Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους δικούς μου ανθρώπους, αλλά θα σας πω ότι ο πρόεδρος Πούτιν ήταν εξαιρετικά κατηγορηματικός στην άρνησή του».
Ζητήματα εμπιστοσύνης
Εν έτει 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζεται πια να παίρνει ακόμη πιο εμφατικά θέση στο πλευρό της Ρωσικής ηγεσίας, την οποία δηλώνει ανοιχτά ότι εμπιστεύεται περισσότερο από όσο τους νατοϊκούς Συμμάχους των ΗΠΑ, τους Ουκρανούς αλλά και τους πολιτικούς του αντιπάλους εντός των Ηνωμένων Πολιτειών.
Κατά τη διάρκεια της επεισοδιακής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μαζί τους κ.κ. Ζελένσκι και Βανς την περασμένη Παρασκευή, ο Αμερικανός πρόεδρος παρουσιάστηκε να αποκηρύσσει ως «κίβδηλο κυνήγι μαγισσών» («phony witch hunt») και «απάτη του κόμματος των Δημοκρατικών» («Democrat scam») τις έρευνες που έγιναν τα περασμένα χρόνια στις ΗΠΑ περί ρωσικής ανάμειξης στις αμερικανικές εσωτερικές υποθέσεις, παίρνοντας ο ίδιος έτσι ανοιχτά θέση στο πλευρό της ρωσικής ηγεσίας.
Οι βαθύτερες αιτίες
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο Ντ. Τραμπ επιμένει να στηρίζει τόσο εμφατικά, παλαιόθεν, τον Βλαντίμιρ Πούτιν, οι απόψεις διίστανται. Άλλοι αναζητούν τις βαθύτερες αιτίες αυτής της συμπάθειας στη «γοητεία» που παρουσιάζονται να ασκούν προσωπικά στον Ντ. Τραμπ οι αυταρχικοί ηγέτες τύπου Πούτιν, άλλοι στην προσωπική κόντρα που είχε και έχει ο Ντ. Τραμπ με τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ (οι οποίοι Δημοκρατικοί είχαν όμως βάλει στο στόχαστρο και τον Πούτιν, τον οποίο ο Τραμπ επιλέγει να στηρίζει ως εχθρό των εχθρών του), κι άλλοι σε περισσότερο συνωμοσιολογικού Τύπου σενάρια (που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις που φέρεται να είχε αναπτύξει ως επιχειρηματίας ο Ντ. Τραμπ με το σοβιετικό καθεστώς και την KGB μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970), σενάρια τα οποία έχουν αποτελέσει παράλληλα και το αντικείμενο βιβλίων (βλ. «American Kompromat»).
Ότι κι αν ισχύει (ή δεν ισχύει) από τα προαναφερθέντα, ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζεται πια, έπειτα από τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία, να «αγκαλιάζει» εκ νέου τη ρωσική ηγεσία… ενάντια σε Ευρωπαίους, νατοϊκούς, Ουκρανούς (και Κινέζους;).
«Reverse Kissinger»
Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν με γεωπολιτικούς όρους την στάση της νέας αμερικανικής ηγεσίας, κάποιοι σπεύδουν τώρα να δουν τη «ρωσική στροφή» της διοίκησης Τραμπ ως μια κίνηση που ακολουθεί μεν -αλλά κατά τρόπο αντίστροφο- την τακτική της «κινεζικής στροφής» που είχαν κάνει οι Κίσσινγκερ και Νίξον τη δεκαετία του 1970. Όπως η αμερικανική κυβέρνηση είχε τότε, πριν από πέντε δεκαετίες, προσεγγίσει την Κίνα ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, συνδαυλίζοντας έτσι τη σινοσοβιετική ρήξη, μια ρήξη που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950… έτσι και τώρα, μια νέα αμερικανική διοίκηση έρχεται να προσεγγίσει τη Ρωσία ενάντια στην Κίνα, υιοθετώντας δηλαδή μια στρατηγική που θυμίζει μεν εκείνη του Κίσσινγκερ αλλά από την ανάστροφη («Reverse Kissinger»). Εάν άλλοτε ο στόχος ήταν η ανάσχεση της ΕΣΣΔ με μοχλό την Κίνα, πλέον ο στόχος (θα μπορούσε να) είναι η ανάσχεση της Κίνας με μοχλό τη Ρωσία.
Το δημοσίευμα του 2017
Η εν λόγω εκτίμηση δείχνει λογικοφανής, πολύ δε περισσότερο εάν αναλογιστεί κανείς ότι είχε αποτελέσει και στο παρελθόν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των Αμερικανικών συντηρητικών. «Ο Νίξον έστρεψε την Κίνα ενάντια στην ΕΣΣΔ, ο Τραμπ μπορεί να στρέψει τη Ρωσία ενάντια στην Κίνα», έγραφε ο Μπλέικ Φράνκο στο περιοδικό the American Conservative πριν από οχτώ χρόνια, τον Ιανουάριο του 2017, με το βλέμμα τότε στραμμένο στην πρώτη τετραετία του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ που ξεκινούσε.
Οχτώ χρόνια μετά, εκείνο το σενάριο επανέρχεται πια υπό το βάρος της ανοιχτής πληγής του πολέμου στην Ουκρανία, αν και τα μηνύματα που έστειλε ο ίδιος ο Τραμπ τον περασμένο Ιανουάριο, με φόντο τότε το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ήταν διαφορετικά. «Ας ελπίσουμε ότι η Κίνα θα μπορέσει να μας βοηθήσει να σταματήσουμε τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Έχουν μεγάλη επιρροή πάνω σε αυτήν την κατάσταση και θα συνεργαστούμε μαζί τους», είχε δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ στις 23 Ιανουαρίου…
Αμφιβολίες
Πώς μπορεί να εξελιχθεί, όμως, αυτό το αμερικανορωσικό rapprochement; Γίνεται, άραγε, οι Αμερικανοί να τα βρουν με τους Ρώσους και οι Ρώσοι να τα σπάσουν με τους Κινέζους;
Με άρθρο που δημοσίευσε στον ιστοχώρο the Diplomat, ο Κινέζος ακτιβιστής Γιανγκ Τζιανλί (ο οποίος έχει έρθει σε σύγκρουση με την κινεζική ηγεσία στην οποία ασκεί παλαιόθεν σκληρή κριτική) αποκηρύσσει ως «στρατηγική ψευδαίσθηση» την ιδέα ότι θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να στρέψουν τη Μόσχα ενάντια στο Πεκίνο. Κι αυτό, για μια σειρά από λόγους: οικονομικούς, ενεργειακούς, εμπορικούς, στρατηγικούς, γεωπολιτικούς…
Πελάτες…
Οι Αμερικανοί δεν αγοράζουν ενέργεια από τη Ρωσία, ούτε οπλικά συστήματα. Έχουν τη δική τους ενέργεια και τη δική τους αμυντική βιομηχανία, που τους παρέχουν αυτάρκεια. Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να είναι σημαντικοί ως πελάτες για τους Ρώσους, αλλά οι Κινέζοι στον αντίποδα είναι και μάλιστα από τους καλούς (παρά τις χαμηλότερες τιμές που εξασφάλισαν, εκβιαστικά όπως καταγγέλλεται, από τη Μόσχα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία).
Το σινορωσικό εμπόριο εκτοξεύτηκε στα 240 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023 και στα 245 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, ενώ σχεδόν παράλληλα με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία οι ηγεσίες Κίνας και Ρωσίας εγκαινίασαν -στις 4 Φεβρουαρίου του 2022, μόλις τρεις εβδομάδες πριν από τη ρωσική εισβολή- μια νέα εποχή «απεριόριστων δυνατοτήτων» στις σχέσεις τους η οποία «δεν γνωρίζει όρια» και «απορρίπτει την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ δυτική ηγεμονία ως απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια και σταθερότητα».
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Μόσχα θα στήριζε τη γραμμή του Πεκίνου στο μέτωπο της Ταϊβάν και η Κίνα, από την άλλη πλευρά, θα στήριζε τους Ρώσους (διακριτικά αλλά εμφανώς) κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία. Γίνεται, άραγε, αυτά όλα ξαφνικά τώρα να ανατραπούν πλήρως, με απόφαση των κ.κ. Τραμπ και Πούτιν;
Οι σινορωσικές σχέσεις ουδέποτε υπήρξαν ανέφελες. Ακόμη και τα τελευταία χρόνια της σύσφιξης των σινορωσικών δεσμών, υπήρχαν αγκάθια, σκιές και εμπόδια για τα οποία είχαμε μάλιστα γράψει στο Α&Δ τον περασμένο Ιούλιο.
Ακόμη και υπό αυτά τα δεδομένα ωστόσο, προκειμένου να φτάσει στο σημείο να θυσιάσει τις σχέσεις του με το Πεκίνο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θα χρειαζόταν ανταλλάγματα εκ μέρους των ΗΠΑ και δυτικές «εγγυήσεις» που ξεπερνούν κατά πολύ τον πόλεμο στην Ουκρανία. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι (και από αυτούς κυρίως οι Γερμανοί) να αυξήσουν σημαντικά τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας που περιορίστηκαν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και να βάλουν ξανά σε τροχιά λειτουργίας αγωγούς (βλ. Nord Stream 2, Nord Stream 1) που εν τω μεταξύ «εκτροχιάστηκαν».
Εάν όμως αρχίσουν να αγοράζουν ξανά, σε μεγαλύτερες ποσότητες, υδρογονάνθρακες από τη Ρωσία, τότε δεν θα επηρεαστούν αρνητικά οι εισαγωγές αμερικανικού LNG στην Ευρώπη, τις οποίες όμως η πλευρά Τραμπ παρουσιάζεται να θέλει όχι μόνο να διατηρήσει αλλά και να αυξήσει;
…ή επενδυτές
Όπως προαναφέρθηκε, οι Αμερικανοί δεν μπορούν εκ θέσεως να γίνουν καλοί πελάτες των Ρώσων. Μπορούν όμως, σύμφωνα με σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, να συμμετάσχουν ως επενδυτές σε ρωσικά πρότζεκτ εξασφαλίζοντας έτσι μέρος των εσόδων.
Οι FT υποστηρίζουν ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 (ο ένας από τους δύο, γιατί ο άλλος καταστράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2022 μαζί με τους δύο αγωγούς Nord Stream 1) θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει στο όχι μακρινό μέλλον με αμερικανική στήριξη… εάν βέβαια ο πόλεμος στην Ουκρανία λάβει τέλος και οι δυτικές κυρώσεις, που είχαν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω αυτού του πολέμου, αρθούν…
Τα «εάν» που θα πρέπει να απαντηθούν ωστόσο σε μια τέτοια περίπτωση είναι πολλά, και τα πολυπαραγοντικά ερωτήματα που συνοδεύουν κάθε πιθανό σενάριο ακόμη περισσότερα. Κομβικό μεταξύ αυτών: το ζήτημα των μεταπολεμικών εγγυήσεων ασφαλείας που θα πρέπει να δοθούν στην Ουκρανία προκειμένου να τελειώσει ο πόλεμος, ένα ζήτημα το οποίο όμως γεννά διαφωνίες όχι μόνο μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών ή Ευρωπαίων και Ρώσων αλλά και μεταξύ… Ρώσων και Αμερικανών.