Η «Α&Δ» δεν εκδηλώνει πολιτικές ή κομματικές προτιμήσεις, αλλά είναι σαφές ότι, ως έντυπο που κρίνει εθνικά αναγκαία τη συμμετοχή της Ελλάδας στις ευρωατλαντικές δομές, δεν μπορούσε παρά να προβληματίζεται με τις, προ ετών, εξαγγελίες του –σήμερα-κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ περί διάλυσης του ΝΑΤΟ και ριζικού αναπροσανατολισμού της εξωτερικής μας πολιτικής.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι, ακόμα και στο πρώτο εξάμηνο άσκησης εξουσίας από τη σημερινή κυβέρνηση το 2015, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, δεν παρασύρθηκε, όπως με την υιοθέτηση της απερίγραπτης οικονομικής πολιτικής Βαρουφάκη, σε ενέργειες που θα κλόνιζαν τις βασικές εθνικές επιλογές σε θέματα διπλωματίας και ασφάλειας. Ακόμα και η σύντομη αναφορά του, στο Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης τον Ιούνιο του 2015, περί «αναζήτησης άλλων ασφαλών λιμένων» δεν είχε νόημα: η Ρωσία (όπως και η Κίνα) είχε ξεκαθαρίσει εγκαίρως στην ελληνική πλευρά ότι δεν θα διακινδύνευε τις σχέσεις της με την Ε.Ε. λόγω της Ελλάδας και ότι ενδεχόμενες επενδύσεις στη χώρα μας θα ενδιέφεραν μόνον υπό τις προϋποθέσεις της συμμετοχής στην Ευρωζώνη και της σταθερότητας. Η δε -πιο πρόσφατη- σαφής απαίτηση είναι ότι τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια απαιτούν την προηγούμενη, με μέριμνα της Αθήνας, επίλυση προβλημάτων στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και άλλα αρμόδια όργανα των Βρυξελλών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στις ΗΠΑ πρόσφερε και τη συμβολική, δημόσια επιβεβαίωση προσγείωσης της κυβέρνησης της Αριστεράς στην πραγματικότητα. Η δήλωση του Πρωθυπουργού, στην Ουάσιγκτον, ότι δεν θα επιθυμούσε να ξοδέψει «ούτε ένα ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες, αν οι γείτονες μας ήταν το Λουξεμβούργο ή το Βέλγιο», αποτελεί επιβεβαίωση της πολιτικής που ασκούσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 ως σήμερα. Προφανέστατα όλοι οι προκάτοχοι του κ. Τσίπρα δεν ήταν τρελοί, ώστε να θέλουν να ξοδεύουν δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς αντί να τα μοιράζουν στο λαό και να δοξάζονται! Έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια, για να συνειδητοποιήσει η Αριστερά (ή, ορθότερα, για να το ομολογήσει δημόσια) ότι η γειτονία με την Τουρκία και τα ταραγμένα Βαλκάνια (και πλέον και η αστάθεια λόγω των μεταναστευτικών ροών) απαιτούν μεγάλες αμυντικές δαπάνες; Όπως, επίσης, έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια, για να δηλωθεί από έναν ηγέτη της Αριστεράς στη Βουλή ότι υπάρχει «ανάγκη να δούμε προοπτικά μια πιθανότητα αναβάθμισης του ρόλου» της Σούδας και μάλιστα με «την αναβάθμιση και του ρόλου των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη βάση»;

Η προσγείωση στο ρεαλισμό είναι κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη και μόνον εμπιστοσύνη μπορεί να εμπνεύσει στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και της διπλωματικής μας υπηρεσίας, όπως και στους συμμάχους της χώρας.

«Α&Δ»