Του ΒΑΣΙΛΗ ΝΕΔΟΥ

Στην Αθήνα, όπως και στις υπόλοιπες πρωτεύουσες της Ε.Ε., γίνονταν μέχρι πρότινος συζητήσεις και προετοιμασίες σχετικά με την πιο ισχυρή σταθερά της ευρωπαϊκής ασφαλείας και την πιθανότητα επαναπροσδιορισμού της: τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ από τις 20 Ιανουαρίου και έπειτα.

Oλες αυτές οι συζητήσεις και οι προετοιμασίες απέκτησαν τελικά περιεχόμενο πολύ νωρίτερα, καθώς μεσολάβησε η πτώση του καθεστώτος Aσαντ.

Η αποκάλυψη του εύρους της εμπλοκής της Τουρκίας στην οργάνωση και την καθοδήγηση τμήματος των επιχειρήσεων, που τελικά οδήγησαν τον Μπασάρ αλ Aσαντ στην πτήση για τη Μόσχα και τους Ρώσους με τους Ιρανούς εκτός παιχνιδιού, προξένησε ανησυχία στην Αθήνα.

Και τούτο διότι κατέστη σαφές ότι η Τουρκία είναι σε θέση να υποστηρίξει περίπλοκες επιχειρήσεις που προϋποθέτουν αγαστή συνεργασία ενόπλων δυνάμεων, μυστικών υπηρεσιών και ξένων παραγόντων.

Στη μάλλον τρομακτική αυτή διαπίστωση προστέθηκε και η ανησυχία για τη συνολικότερη στάση του κ. Τραμπ, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες έκανε μια αμφίσημη δήλωση περί «επιθετικής εξαγοράς» της Συρίας από την Τουρκία, με πρωταγωνιστή τον «πολύ έξυπνο τύπο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Oλη αυτή η ανησυχία πολύ γρήγορα άρχισε να μετουσιώνεται σε προοπτική νέων εξελίξεων, όπως φάνηκε και από την παραδοχή ότι η Aγκυρα επιθυμεί ένα τουρκοσυριακό μνημόνιο στα πρότυπα του τουρκολιβυκού, αυτή τη φορά με «θύμα» την επήρεια θαλασσίων ζωνών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ζωτικός χώρος στον Μπίμπι

Η συμπάθεια του κ. Τραμπ στη χαρισματική και αυταρχική ηγετική φιγούρα που ενσαρκώνει ο κ. Ερντογάν είναι γνωστή ήδη από την πρώτη προεδρική θητεία του κατά την περίοδο 2016-2020.

Οι αρμόδιοι στην Αθήνα γνωρίζουν καλά αυτή την ιδιαιτερότητα. Αντιλαμβάνονται, ωστόσο, παράλληλα ότι για τον κ. Τραμπ η σχέση με τον κ. Ερντογάν μπορεί να παραμείνει σε αυτό το πλαίσιο του θαυμασμού σε προσωπικό επίπεδο, εφόσον η Τουρκία δεν παίξει με σύνεση τα πολύ καλά χαρτιά που κρατάει αυτή τη στιγμή στο τραπέζι της Μέσης Ανατολής.

Η Aγκυρα εκδίωξε τους Ρώσους και τους Ιρανούς από τη Συρία και, με τον τρόπο αυτό, έδωσε –έστω και ακούσια, αν και αυτό είναι συζητήσιμο– τη δυνατότητα στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου να αυξήσει περαιτέρω το ειδικό βάρος του μέσα και έξω από τη χώρα του, οδηγώντας τις δυνάμεις άμυνας του Ισραήλ σε απόσταση βολής πυροβολικού από τη Δαμασκό.

Ως αυτό το σημείο τα παραδοσιακά σχέδια της αμερικανικής διπλωματίας εξυπηρετούνται άψογα. Τι θα γίνει όμως αν η Τουρκία επιχειρήσει να βγάλει από το παιχνίδι τους Κούρδους της Συρίας; Ή αν, όπως αρκετοί στην Αθήνα εκτιμούν, οι σουνιτικές και άλλες φατρίες, που αυτή τη στιγμή έχουν συμφιλιωθεί, αρχίσουν να αντιμάχονται ξανά;

Ειδικά το κουρδικό ζήτημα αποτελεί θέμα εθνικής ασφαλείας και εντός της Τουρκίας υπάρχει πολιτική σύμπλευση για τη δραστηριοποίηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (ΤΕΔ) στη βόρεια Συρία, είτε απευθείας είτε μέσω των πολιτοφυλακών που ελέγχει η Aγκυρα εναντίον των Κούρδων.

Και τούτο, είτε συμφωνεί η Ουάσιγκτον είτε όχι. Το κουρδικό είναι, πάντως, ένα ζήτημα με δαιδαλώδεις σχέσεις ανάμεσα στους κύριους πρωταγωνιστές και ακόμη κι αν προσωρινά βρεθεί μια λύση, το αγκάθι θα παραμείνει. Και σε αυτό το θέμα οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες, καθώς δεν είναι λίγοι οι υποστηρικτές των Κούρδων ως πλέον αξιόπιστων μαχητών κατά του Ισλαμικού Κράτους τα προηγούμενα χρόνια, ακόμη και μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Eνας επιπλέον παράγων που θα κρίνει την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι, προφανώς, η στάση της Aγκυρας έναντι του Ισραήλ. Για τις ΗΠΑ η Ιερουσαλήμ αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο σύμμαχο και διαμορφωτή των εξελίξεων και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα γίνει προσπάθεια να γεφυρωθεί το υφιστάμενο χάσμα.

Στην πολύ πιθανή περίπτωση που κάτι τέτοιο θα αποτύχει, η Aγκυρα θα πρέπει να κινηθεί πολύ προσεκτικά έναντι των Ισραηλινών, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι δεν θα μπει (ξανά) στο στόχαστρο του κ. Τραμπ.

Αυτές οι αμερικανοτουρκικές προτεραιότητες σημαίνουν, κατ’ αρχάς, ότι τα ελληνοτουρκικά είναι για την Ουάσιγκτον σε πολύ χαμηλότερη προτεραιότητα.

Η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γνωρίζει ότι αυτό το ιδιότυπο μορατόριουμ στο Αιγαίο και η απουσία εντάσεων είναι πολύ προτιμότερο από οποιαδήποτε επιστροφή στην προ του Φεβρουαρίου του 2023 κατάσταση, όταν κάθε ημέρα το σοβαρό ατύχημα φαινόταν ότι δεν είναι παρά λίγα λεπτά ή ένας λάθος χειρισμός μαχητικού μακριά.

Ταις πρεσβείαις της Κίμπερλι

Αυτή η θεωρητικά διαχειρίσιμη κατάσταση, παρά το γεγονός ότι οι ελληνοτουρκικές συζητήσεις δεν φαίνεται να φτάνουν σε κάποιο αποτέλεσμα έπειτα από σχεδόν 17 μήνες επαφών σε διάφορα επίπεδα, θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως ένα στάτους κβο που αξίζει να διατηρηθεί.

Και σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα –αν μη τι άλλο– η πρόταση της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, πρώην συντρόφου του Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, υιού του επανεκλεγέντος προέδρου των ΗΠΑ, ως Αμερικανίδας πρέσβειρας στην Αθήνα.

Η κ. Γκίλφοϊλ είναι σαρξ εκ της σαρκός της ιδεολογίας που εκπροσωπεί ο κ. Τραμπ. Μπορεί να αποτελεί τη δεύτερη συνεχόμενη πρέσβη (εφόσον εγκριθεί ο διορισμός της από τη Γερουσία) που δεν προέρχεται από το διπλωματικό σώμα, μετά τον Τζορτζ Τσούνη, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία.

Η κ. Γκίλφοϊλ θα φέρει στην Αθήνα την πολιτική ατζέντα του κ. Τραμπ, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ορθότητα που είθισται να πρεσβεύουν συνήθως οι εκπρόσωποι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανά τον κόσμο.

Υπ’ αυτή την έννοια στην Ελλάδα, μια χώρα όπου η πολιτική ορθότητα δεν επηρέασε παρά μόνο επιδερμικά την πολιτική και την κοινωνία, το κήρυγμα που θα μεταφέρει η κ. Γκίλφοϊλ δεν θα μοιάζει και πολύ ξένο.

Ως πρόσωπο που διατηρούσε, μέχρι πρότινος, πολύ στενές σχέσεις με την οικογένεια του Τραμπ, αλλά και τον μηχανισμό του, η κ. Γκίλφοϊλ είναι πολύ πιθανόν ότι θα έχει άμεση πρόσβαση στο Οβάλ Γραφείο. Το ερωτηματικό είναι αν η ένταση στα ελληνοτουρκικά θα επιστρέψει, ώστε να χρειαστεί η δική της μεσιτεία…

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής” στις 22 Δεκεμβρίου 2024