Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο αναμένεται, εντός του Οκτωβρίου, στην Αθήνα για μία συμβολική και ουσιαστική επίσκεψη που θα συνδυαστεί με το 2ο γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου Αθήνας-Ουάσιγκτον, τη δρομολόγηση της νέας Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) και, πιθανώς, το σχήμα συνεργασίας με την Κύπρο και το Ισραήλ.

Οι δύο πλευρές δηλώνουν, το εννοούν και είναι πραγματικότητα πως οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε άριστο επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι δεν είναι «στατικές» και πως οι ΗΠΑ θα τονίζουν διαρκώς την ανάγκη στενής συμμαχικής συνεργασίας σε όλα τα θέματα. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του ιδίου του κ. Πομπέο, ο οποίος μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών (και την εξάντληση κάθε διπλωματικής χρησιμότητας του τότε πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα ενόψει και εκλογών) δεν συγχώρησε τις (αδικαιολόγητα στενές) σχέσεις Ελλάδας-Βενεζουέλας. Η Αθήνα υποβιβάστηκε σε επαφές μόνον μέχρι το επίπεδο του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Τζ. Σάλιβαν, ενώ ο ίδιος οκ. Πομπέο παρέστη μεν στην τριμερή Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, στις 20 Μαρτίου, στην Ιερουσαλήμ (χάρη κυρίως στις παρεμβάσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπ.Νετανιάχου), αλλά αρνήθηκε διμερή συνάντηση με τον κ. Τσίπρα. Το γραφείο του απέρριψε, επίσης, τις ελληνικές προτάσεις για την έκδοση ανακοινωθέντος με σκληρές εκφράσεις κατά της Τουρκίας.

Ο κ. Πομπέο ενδιαφέρεται προσωπικά για τη διαφάνεια στην ελληνική εμπορική ναυτιλία και απαιτεί νίκη στο μεγάλο πόλεμο των κυρώσεων κατά του Ιράν «εδώ και τώρα»

Λαμβάνοντας, επομένως, υπόψη την απαίτηση του Στέητ Ντηπάρτμεντ για απόλυτη συνεργασία εφ’ όλης της ύλης, όπως και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης αξιολογείται σήμερα στην Ουάσιγκτον ως πιο συγκροτημένος και συνεργάσιμος συγκριτικά με τον προκάτοχό του, ο κ. Πομπέο και οι συνεργάτες του δεν αρκούνται στα αναμενόμενα. Εκτιμούν τη συγκρατημένη στάση της σημερινής κυβέρνησης έναντι των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, δεν φοβούνται μεγάλη αλλαγή πολιτικής της έναντι των Σκοπίων και των Τιράνων και κρίνουν χρήσιμη την παρουσία της για τα θέματα της Μέσης Ανατολής, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζουν τρία θέματα και απαιτήσεις τους:

  1. Την ανάγκη συμβολής της Αθήνας στην εξασφάλιση διαφάνειας στον κλάδο της ναυτιλίας και στην εφαρμογή των κυρώσεων κατά «ύποπτων» χωρών, εννοώντας κυρίως το Ιράν. Σε αντίθεση με την πολιτική του Βερολίνου για αποδιάρθρωση της εμπορικής ναυτιλίας μας (ώστε οι πολυμετοχικές γερμανικές εταιρίες να αποσπάσουν μερίδιο από τις επιτυχίες του ελληνικού αφοπλισμού), η Ουάσιγκτον σέβεται τον κλάδο και έχει εκτιμήσει τη συνεργασία των στελεχών του σε άλλα κρίσιμα θέματα κατά περιόδους. Όπως τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν χρειάστηκαν επείγοντα μέτρα για τον έλεγχο των Containers που έφταναν στα αμερικανικά λιμάνια.Σήμερα, οι αμερικανικές ανησυχίες (άλλοτε βάσιμες κι άλλοτε ίσως υπερβολικές)επικεντρώνονται στα περίπλοκα σχήματα ιδιοκτησίας ή μίσθωσης πλοίων υπό ελληνική σημαία, καθώς και στους εταιρικούς λαβύρινθους διαχείρισης και chartering που μπορεί να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τρίτους. Η πρόσφατη υπόθεση του ιρανικού τάνκερ, για το οποίο υπήρχε φόβος κατάπλου σε ελληνικό λιμάνι ή μετάγγισης του φορτίου του σε άλλο πλοίο εντός των εθνικών χωρικών υδάτων, είναι από τις πιο απλές, ενώ τα συμβόλαια ελληνικών εταιριών με -άγνωστους- τρίτους θεωρούνται από τα πιο περίπλοκα.

    Σε αυτό το πλαίσιο, η Ουάσιγκτον επιθυμεί από την ελληνική πλευρά την εφαρμογή νέων κανόνων διαφάνειας με τη «σε ζωντανό χρόνο» ανταλλαγή πληροφοριών για την ιδιοκτησία πλοίων (και, αν είναι εφικτό, για τα ίσως ύποπτα, συμβόλαιά τους),καθώς και τη συνεργασία του ελληνικού νηολογίου με ξένα, ώστε να ελέγχονται και περιοριστούν οι ξαφνικές και συχνές αλλαγές σημαίας που διευκολύνουν την παράκαμψη κυρώσεων. Ο κ. Πομπέο ενδιαφέρεται προσωπικά για το θέμα και είναι γνωστό ότι απαιτεί νίκη στο μεγάλο πόλεμο των κυρώσεων κατά του Ιράν «εδώ και τώρα». Η απαίτηση υιοθέτησης νέων κανόνων στη ναυτιλία ίσως ακούγεται παράξενη ή να κρίνεται σαν ανεδαφική από ορισμένους, αλλά μόλις πριν από λίγα χρόνια οι περισσότεροι θεωρούσαν αδιάβλητες και αιώνια κρυμμένες τις, ανά τον κόσμο, off shore μέχρι που βρέθηκαν προ εκπλήξεων.

  2. Την εφαρμογή μέτρων τήρησης αποστάσεων από τη Ρωσία, καθώς η Αθήνα θεωρείται, παραδοσιακά, ότι έχει μία ιδιόμορφη σχέση με τη Μόσχα, η οποία είναι πολύ διαφορετική (και θεωρείται «πιο ευάλωτη») συγκριτικά με εκείνες άλλων συμμάχων του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ θεωρούν αυτονόητη τη συμμετοχή της Ελλάδας στις πολιτικές κυρώσεων κατά της Μόσχας και θεωρούν κρίσιμο το ρόλο της για την ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή, όπως παρατηρείται με τον ελλιμενισμό πλοίων της στην Κύπρο και την αξιοποίηση ευπαθών σημείων του κυπριακού τραπεζικού συστήματος. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ένταξη σχετικών όρων και στην East Med Act, που ήδη πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και θα πάει στη Γερουσία, αν και ο κορμός του νομοσχεδίου αφορά τη γνωστή επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία.
  3. Την υιοθέτηση σαφούς πολιτικής κατά της δραστήριας ανάμιξης της Κίνας στην Ελλάδα και, εμμέσως στην Ε.Ε., επειδή η Ουάσιγκτον τονίζει πως το Πεκίνο εφαρμόζει, σαφέστατα, πολιτική οικονομικών κινήτρων, ώστε μετά να τα εξαργυρώσει με πολιτικά ανταλλάγματα και να ελέγχει έμμεσα τις χώρες-στόχους της. Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές αναφορές Αμερικανών αξιωματούχων εδώ και αρκετούς μήνες, όπως π.χ. κατά τον 1ο γύρο του Στρατηγικού Διαλόγου Ελλάδας-ΗΠΑ, τον περασμένο Δεκέμβριο, στην Ουάσιγκτον, το συμπέρασμα είναι πως για την κινεζική διείσδυση στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη ανησυχία απ’ ότι για τη ρωσική. Προφανώς, ο λόγος είναι ότι εκτιμάται πως η Μόσχα σέβεται τη θέση την Αθήνας στο δυτικό κόσμο και μόνον εκμεταλλεύεται ότι είναι από τους πιο αδύναμους κρίκους εντός του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., ενώ το Πεκίνο δεν έχει καμία αναστολή: ακόμα και, φαινομενικά, μικρές και αδιάφορες επενδύσεις συνήθως έχουν απώτερους στρατηγικούς στόχους. Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ιδίως για την κινεζική εμπλοκή στα νέα δίκτυα 5G, επειδή σχετίζεται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η απάντηση προς τις ΗΠΑ είναι ότι η Αθήνα ακολουθεί τη γενικότερη πολιτική της Ε.Ε. για το 5G και θα αξιολογήσει τους κινδύνους, αλλά η Ουάσιγκτον δεν αρκείται σε αυτήν την τοποθέτηση. Αντιστρέφει μάλιστα το επιχείρημα, αξιώνοντας πιο παραγωγική στάση της Ελλάδας στις συζητήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Οι αρμόδιοι αξιωματούχοι έχουν υιοθετήσει ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα μετά τις συνομιλίες, τον Ιούλιο, του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με τον ομόλογο του Μ. Πομπέο και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζ. Μπόλτον στην Ουάσιγκτον και τις -πιο εξειδικευμένεςεπαφές του βοηθού υπουργού Εξωτερικών Φ. Ρίκερ (και με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο) στην Αθήνα.

Χρονοδιάγραμμα

Γενικότερα επί των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι των δύο χωρών έχουν υιοθετήσει ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα μετά τις συνομιλίες, τον Ιούλιο, του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με τον κ. Πομπέο και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζ. Μπόλτον στην Ουάσιγκτον και τις -πιο εξειδικευμένες- επαφές του βοηθού υπουργού Εξωτερικών Φ. Ρίκερ (και με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο) στην Αθήνα.

Ορόσημο θα αποτελέσει ο 2ος γύρος του Στρατηγικού Διαλόγου τον Οκτώβριο με έμφαση σε ζητήματα άμυνας, ασφάλειας-αντιτρομοκρατίας, ενέργειας και, πιθανώς, επενδύσεων παρά τις συνεχιζόμενες δυσχέρειες με τους ξένους δανειστές. Έχει μάλιστα συμφωνηθεί πως ο Στρατηγικός Διάλογος θα είναι αναβαθμισμένος ανεξάρτητα από το αν θα καταστεί, τελικά, δυνατή η επίσκεψη Πομπέο, η οποία εξαρτάται από τις γενικότερες διεθνείς εξελίξεις το φθινόπωρο (σχέσεις με Ιράν, Ρωσία).

Σε κάθε περίπτωση, ο πρεσβευτής στην Αθήνα Τζ. Πάιατ έχει μεταφέρει προς την κυβέρνηση το σαφές μήνυμα ότι εκτιμάται η πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να συναινέσει στην αναθεώρηση – «επικαιροποίηση» ορισμένων διατάξεων της υφιστάμενης Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας(MDCA) του 1990. Το κύριο σκεπτικό των ΗΠΑ είναι ότι θα πρέπει η «επικαιροποίηση» να αντιμετωπίσει τις νέες ανάγκες στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή μέσω πρόσθετων διευκολύνσεων στη Σούδα, στην κεντρική Ελλάδα και στη Θράκη. Μετά από αυτή την πρώτη διαδικασία θα ακολουθήσει διαπραγμάτευση για την καινούρια MDCA, αν και δεν μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος τελικής υπογραφής της.

Σημειώνεται ότι προς την κατεύθυνση της, υπό μία έννοια, «διαδοχικής» διαπραγμάτευσης και συνομολόγησης δύο επίσημων κειμένων τάσσεται ανεπίσημα και η ελληνική κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης «θα προτιμήσει τον Σεπτέμβριο να προχωρήσει στην ανανέωση της Συμφωνίας για τις βάσεις για ένα μόνον έτος και έπειτα, με άνεση χρόνου, θα διαπραγματευθεί μία μεγάλη πολιτική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με τη σύμμαχο χώρα». Το ερώτημα πάντως είναι αν υφίσταται πράγματι «άνεση χρόνου» και αν θα αποδειχθεί επωφελής η καθυστέρηση δεδομένων των καταιγιστικών εξελίξεων γύρω από την Ελλάδα και λαμβάνοντας υπόψη ότι για την προηγούμενη MDCA είχαν απαιτηθεί διαπραγματεύσεις τριών ετών.

Η πρόσφατη υπόθεση του ιρανικού τάνκερ, για το οποίο υπήρχε φόβος κατάπλου σε ελληνικό λιμάνι ή μετάγγισης του φορτίου του σε άλλο πλοίο εντός των εθνικών χωρικών υδάτων, είναι από τις πιο απλές, ενώ τα συμβόλαια ελληνικών εταιριών με -άγνωστους- τρίτους θεωρούνται από τα πιο περίπλοκα.

Η MDCA

Το θέμα της MDCA άνοιξε με διερευνητικές συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της7ης Ιουλίου.

Η ισχύουσα MDCA υπεγράφη πριν από29 ακριβώς χρόνια, στις 8 Ιουλίου 1990,από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά και τον τότε υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Ντ. Τσένι και ετέθη σε ισχύ το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Είχε διάρκεια 8 ετών και, από το 1998 ως σήμερα, οι δύο πλευρές ακολουθούν την πρακτική της ανταλλαγής απλών ρηματικών διακοινώσεων για την – κάθε φορά – ετήσια μόνον ανανέωσή της, ώστε η εκάστοτε κυβέρνηση να αποφεύγει το πολιτικό κόστος και ρίσκο της κύρωσης στη Βουλή των Ελλήνων.

Ωστόσο η καινούρια πολιτική πραγματικότητα, με την κατάρρευση των μύθων της Αριστεράς κατά της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως και οι ποικίλες απειλές στα σύνορα της Ελλάδας και πέραν αυτών, μεταβάλλουν τα δεδομένα. Η απελθούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε δεχθεί η αναθεωρημένη MDCA να έχει πολυετή διάρκεια και να κατατεθεί, προς κύρωση, στη Βουλή. Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και η ελληνοαμερικανική συνεργασία θα ενταθεί. Το δε κείμενο της MDCA δεν θα αναφέρεται μόνον σε τεχνικά ζητήματα, όπως η βάση της Σούδας, αλλά και σε πιο περίπλοκα, όπως η υποστήριξη μεταφοράς δυνάμεων και η εκπαίδευση στρατιωτικού προσωπικού.

Οι ΗΠΑ θεωρούν αυτονόητη τη συμμετοχή της Ελλάδας στις πολιτικές κυρώσεων κατά της Μόσχας και θεωρούν κρίσιμο το ρόλο της για την ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Στη φωτογραφία, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον περασμένο Φεβρουάριο, με τον υπουργό Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ στη ρωσική πρωτεύουσα.

Ταυτόχρονα, ενδιαφέρουσα είναι η στροφή της Ουάσιγκτον που επίσης προτιμούσε τις ετήσιες ανανεώσεις είτε επειδή δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει μια πολιτική κρίση είτε επειδή δεν είχε καταλήξει στις στρατηγικές επιλογές της για την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας. Πέρυσι τον Απρίλιο, η αμερικανική αντιπροσωπεία στη σύνοδο της «Συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου» (HLCC) είχε προφασιστεί πως δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για τη νομική επεξεργασία και υπογραφή επικαιροποιημένης συμφωνίας μέχρι τα τέλη του 2018. Ακολούθησε η -δια της καθυστερήσεως- απόρριψη του αιτήματος που υπέβαλε, το Δεκέμβριο, ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Ευ. Αποστολάκης, για τη σύγκληση νέας συνόδου της HLCC, που θα συζητούσε και τη νέα Συμφωνία, στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Ως επικρατέστερα αίτια για την αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον εκτιμώνται αφενός η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με τη συναίνεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για την MDCA, και αφετέρου η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας.

Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση των προκαταρτικών, διερευνητικών συνομιλιών, θα πρέπει να διευκρινιστούν, τουλάχιστον, τρία θέματα:

  1. Πρώτον, αν οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις θα πραγματοποιηθούν μέσω των πρεσβειών στις αντίστοιχες πρωτεύουσες ή με συγκρότηση ειδικής επιτροπής, όπως το1982-83 για τις αμερικανικές βάσεις (επικεφαλής, ο υφυπουργός Εξωτερικών Ι. Καψής και ο πρέσβης Ρ. Μπαρτόλομιου) και το1987-90 για την MDCA (πρέσβεις Χρ. Ζαχαράκις και Α. Φλάνιγκαν). Συγγενές είναι το ζήτημα της σύνθεσης της ελληνικής αντιπροσωπείας με εκπροσώπους, πέραν του υπουργείου Εξωτερικών, και του υπουργείου Εθνικής Άμυνας υπό τον κ. Ν. Παναγιωτόπουλο και του ΓΕΕΘΑ.
  2. Δεύτερον, αν η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να εντάξει στη Συμφωνία συγκεκριμένες διατάξεις ή, εναλλακτικά, να λάβει συνοδευτικές επιστολές για την εγγύηση της ασφάλειας της χώρας έναντι επίθεσης (από την Τουρκία, χωρίς να κατονομάζεται). Αυτό είχε επιτευχθεί το 1976 με την επιστολή του Χ. Κίσσιντζερ προς τον υπουργό Εξωτερικών Δ. Μπίτσιο, και το 1992, με εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, μέσω επιστολής του προέδρου Τζ. Μπους προς τον ομόλογό του Κων. Καραμανλή.
  3. Τρίτον, αν η Αθήνα θα επιδιώξει να λάβει χρηματοδοτική ενίσχυση ή πλεονάζον στρατιωτικό υλικό. Η MDCA του 1990 προέβλεπε πλήθος τέτοιων ανταλλαγμάτων (και, παράλληλα, οι ΗΠΑ είχαν ευνοήσει μεγάλες παραδόσεις στην Ελλάδα από τις συμφωνίες αφοπλισμού CFE στην κεντρική Ευρώπη), αλλά σήμερα υφίστανται περιορισμοί στην αμερικανική νομοθεσία, αφού η χώρα είναι αναπτυγμένη και μέλος της Ευρωζώνης. Πρόσφατα, η Ουάσιγκτον άφησε να εννοηθεί ότι ίσως υπάρξουν κάποιες ευκαιρίες μέσω των προγραμμάτων FMS.
Η Αθήνα σημειώνει προς τις ΗΠΑ ότι ακολουθεί τη γενικότερη πολιτική της Ε.Ε. για το 5G και θα αξιολογήσει τους κινδύνους, αλλά η Ουάσιγκτον δεν αρκείται σε αυτήν την τοποθέτηση.