Προς αλλαγή υποδείγματος στα ελληνοτουρκικά – Oruc Reis, Τατάρ, όπλα και τελωνειακή ένωση
Το δημοσιογραφικό κλισέ θέλει την Τουρκία να «επιστρέφει» κάποια στιγμή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι πολυθρύλητες «διαπραγματεύσεις» ωστόσο, στην πραγματικότητα ουδέποτε σταμάτησαν από την πλευρά της Άγκυρας.
Διότι οι «διαπραγματεύσεις», όπως πλέον τις εννοεί το καθεστώς του ισλαμοεθνικιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, συνεχίζουν μεν να διεξάγονται αλλά με όρους εκβιαστικής πίεσης, μέσα σε ένα περιβάλλον αμφισβήτησης των διεθνών Συνθηκών και «συμβάσεων».
Κάθε τουρκική πρόκληση, υπό αυτήν την έννοια, αποτελεί και ένα πρόσθετο βέλος στη φαρέτρα της τουρκικής «διαπραγματευτικής» στρατηγικής: ένα δυνητικό επιχείρημα προς αξιοποίηση αλλά και ένα μέσο πίεσης. Η απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων, για την οποία γίνεται τόσος λόγος τελευταία, έχει ακριβώς αυτήν την έννοια: της μετέπειτα αξιοποίησης των όποιων τετελεσμένων ως διαπραγματευτικών βάσεων.
Η Τουρκία «διαπραγματεύεται» το προσφυγικό με την Ευρώπη, εισβάλλοντας στρατιωτικά στη Συρία. Έτσι, διεκδικεί ευρωπαϊκά κονδύλια όχι μόνο για τους πρόσφυγες εντός των τουρκικών συνόρων αλλά και για την ανοικοδόμηση της Συρίας (από τουρκικές εταιρείες προσκείμενες στο καθεστώς Ερντογάν). Έτσι, δημιουργεί ή επιτείνει ένα υπάρχουν πρόβλημα, με απώτερο σκοπό να το αξιοποιήσει «διαπραγματευτικά». Κάτι ανάλογο επιδιώκει όταν αναπτύσσει στρατιωτική δράση και στην εμφυλιοπολεμική Λιβύη.
Παίρνοντας εμφατικά θέση στο πλευρό του Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία «διαπραγματεύεται» τον δικό της δυνητικά ενισχυμένο περιφερειακό ρόλο στον Καύκασο απέναντι σε χώρες όπως είναι η Ρωσία, το Ιράν και το Ισραήλ, ενώ παράλληλα υπενθυμίζει και στη Δύση πόσο σημαντική συνεχίζει να είναι στην πράξη η θέση/δράση/επιρροή μιας ΝΑΤΟικής Τουρκίας (αντισταθμίζοντας έτσι και μέρος της κρίσης που έχει επιφέρει στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ το αγκάθι των ρωσικών S-400). Και εδώ, το καθεστώς Ερντογάν έρχεται να πατήσει πάνω σε ένα υπάρχον πρόβλημα (Ναγκόρνο Καραμπάχ) επιχειρώντας να το εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος.
Ο Τατάρ και η απειλή της διχοτόμησης
Παρόμοια είναι και η τουρκική τακτική στο Κυπριακό. Τορπιλίζοντας κάθε προοπτική επίλυσης, η Τουρκία κρατάει ανοιχτή προς εκμετάλλευση την κυπριακή «πληγή». Η νίκη-σοκ του – εγκάθετου της Άγκυρας, περισσότερο «Τούρκου» παρά Τουρκοκύπριου και υποστηριζόμενου από τους εποίκους – Ερσίν Τατάρ στις φερόμενες ως «προεδρικές εκλογές» της 18ης Οκτωβρίου έναντι του Μουσταφά Ακιντζί, έρχεται να επαναφέρει στο προσκήνιο την απειλή της διχοτόμησης. Η απειλή της διχοτόμησης θα μπορούσε όμως να εκληφθεί μεν κυριολεκτικά αλλά και… ως μέσο πίεσης προς την κατεύθυνση άλλων «λύσεων», όχι τύπου ΔΔΟ αλλά συνομοσπονδίας για παράδειγμα.
Ο φόβος απέναντι στα χειρότερα που επαπειλούνται μπορεί να λειτουργήσει, άλλωστε, και ως επιχείρημα υπέρ της αποδοχής λύσεων που άλλοτε θα απορρίπτονταν. Η απειλή, με άλλα λόγια, μπορεί επισήμως να λέει κατι («διχοτόμηση» εν προκειμένω), πλην όμως ο πραγματικός στόχος μπορεί να είναι άλλος (η συνομοσπονδία ενδεχομένως).
Από την Κύπρο στην Κρήτη
Αλλά και δυτικότερα, επεκτείνοντας τις διεκδικήσεις της ως «εκεί που δεν πάει» (έως και τις ανατολικές ακτές της Κρήτης εν προκειμένω) μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου Άγκυρας-GNA, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της «Γαλάζιας Πατρίδας» διευρύνει τα διαπραγματευτικά της πατήματα σε μια λογική ανατολίτικου παζαριού. «Όσο περισσότερα διεκδικείς, τόσο περισσότερα είναι πιθανό να πάρεις», θα μπορούσε να είναι το τουρκικό μότο.
Oruc Reis, Καστελλόριζο και 12 ναυτικά μίλια
Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να έχει φτάσει έως τη Λιβύη, πλην όμως ο πραγματικός του στόχος μάλλον στην παρούσα φάση είναι το Καστελλόριζο, όπως αποτυπώνεται άλλωστε επί του πεδίου αλλά και σε επίπεδο επικοινωνίας (με την τουρκική πλευρά να προπαγανδίζει διεθνώς ως «ελληνικό μαξιμαλισμό» την επήρεια που θα είχε το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης σε μια θαλάσσια οριοθέτηση).
Με την έλευση του συνοδευόμενου από τουρκικά πολεμικά πλοία σεισμογραφικού Oruc Reis εντός των ορίων όχι μόνο της διεκδικούμενης από την Ελλάδα υφαλοκρηπίδας αλλά και των δυνητικών ελληνικών χωρικών υδάτων των 12 ναυτικών μιλίων, η Τουρκία ανεβάζει τον πήχη των προκλήσεων σε άλλο επίπεδο, αμφισβητώντας πλέον όχι μόνο κάτι για το οποίο θα πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξει ελληνοτουρκική συμφωνία (βλέπε τα όρια της υφαλοκρηπίδας) αλλά και ένα μονομερές βάσει διεθνούς δικαίου ελληνικό δικαίωμα όπως είναι εκείνο της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια.
Εάν όμως η Τουρκία καταφέρει να αποκτήσει έλεγχο επί «κομβικών» σημείων ανάφλεξης εντός και πέριξ της Ανατολικής Μεσογείου (σε Κύπρο, Συρία, Λιβύη, Παλαιστίνη) αλλά και ευρύτερα στον χώρο της Ευρασίας (Νότιος Καύκασος, βορειοδυτική Κίνα), τότε θα μπορεί πια να διαπραγματεύεται με τη Δύση από θέση de-facto «χωροφύλακα» της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ αλλά και της ΕΕ, με ό,τι θα μπορούσε να συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τις μαξιμαλιστικές τουρκικές διεκδικήσεις.
Ερωτηματικά για την ελληνική στάση
Σε επιστολή του προς τον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υπογραμμίζει το θεμελιώδες δικαίωμα της Ελλάδα να κάνει επίκληση του άρθρου 42.7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω άρθρο, ωστόσο, αναφέρεται μόνο στην περίπτωση «κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του», σημειώνοντας ότι τότε «τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή». Πόσο πιθανό είναι, όμως, να δεχθούμε ένοπλη επίθεση από την Τουρκία στο έδαφός μας, ειδικά εάν αυτό το «έδαφος» σταματά στα 6 ναυτικά μίλια από τις ακτές; Γιατί να προβεί η Τουρκία σε μια τέτοια πρόκληση, όταν μπορεί να προωθεί τους στόχους της μέσα από άλλες περισσότερο γκρίζες και αμφιλεγόμενες κινήσεις;
Από καθαρά πρακτική σκοπιά, ούτε η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (άρθρο 42.7 Συνθήκης για την ΕΕ), ούτε η ρήτρα αλληλεγγύης (άρθρο 222 Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ) αρκούν για να μας παράσχουν σήμερα κάλυψη απέναντι στις τουρκικές υβριδικές απειλές.
Τελωνειακή ένωση και εξαγωγές όπλων στην Τουρκία
Αλλά και «το ενδεχόμενο συνολικής αναστολής της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας» το οποίο υποστήριξε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας ότι θα πρέπει να εξεταστεί «ως μήνυμα αποδοκιμασίας» απέναντι στην κατά συρροή παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας, στο πλαίσιο επιστολής του προς τον Ούγγρο Επίτροπο Διεύρυνσης Όλιβερ Βάρχελι, ακούγεται ηχηρό μεν και ορθό επί της ουσίας, αλλά και άσφαιρο συνάμα. Διότι ήταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, στις αρχές Οκτωβρίου, «συμφώνησε να δρομολογήσει» ένα «θετικό πολιτικό θεματολόγιο ΕΕ-Τουρκίας» που θα δίνει «ιδιαίτερη έμφαση στον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης». Πόσο πιθανό είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει κατ’ επανάληψη διστάσει να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία να συμφωνήσει ξαφνικά σε μια κύρωση ολκής όπως θα ήταν «το ενδεχόμενο συνολικής αναστολής της τελωνειακής ένωσης»;
Και πόσο πιθανό είναι εκείνες οι ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) που συνεχίζουν να πωλούν όπλα στην Άγκυρα έπειτα από όλες αυτές τις τουρκικές στρατιωτικές εισβολές των τελευταίων ετών και τις προκλήσεις, να σταματήσουν τώρα όπως ορθώς ζητά η ελληνική κυβέρνηση (ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου, και ο Νίκος Δένδιας με επιστολές του προς τους ΥΠΕΞ Γερμανίας, Ισπανίας, Ιταλίας);
Απαντήσεις αναμένεται να δοθούν στην επόμενη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου (10-11 Δεκεμβρίου). Εώς τότε, ωστόσο, η Τουρκία προφανώς και θα συνεχίσει να «διαπραγματεύεται» πλην όμως όχι με επιχειρήματα στη βάση του διεθνούς δικαίου αλλά με σεισμογραφικά, γεωτρύπανα, παραβιάσεις και υπερπτήσεις.