Ποια είναι πλέον η δόκιμη μορφή στρατευμάτων;
Του δρος Μανούσου Εμμ. Καμπούρη
Oι πρόσφατες συζητήσεις για την πλέον δόκιμη μορφή στρατευμάτων καταλήγουν σε δύο επιλογές: τις ικανότερες, αλλά βαρύτερες δυνάμεις εναντίον των λιγότερο ικανών, αλλά οικονομικότερων και περισσότερο εύχρηστων σε «πλανητικές» επιχειρήσεις ελαφρών.
Πρόκειται, στην ουσία, για τη νέα εκδοχή μιας πολύ παλιάς στρατιωτικής διχογνωμίας. Στη διάρκεια της ιστορίας, το θέμα επανέρχεται πολλές φορές, με διαφορετικές εκφάνσεις, αφού ο ορισμός, και ιδίως τα χαρακτηριστικά που καθιστούν μια δύναμη «βαριά», είναι ασαφή. Σε κάποιες περιπτώσεις, είναι η θωράκιση, όπως στο βαρύ ιππικό των αρχαίων χρόνων και των μεσαιωνικών. Σε άλλες είναι η ύπαρξη αυξημένης ισχύος/ ικανότητα προσβολής, όπως στο βαρύ πυροβολικό (π.χ. στο Β’ Π.Π., αλλά όχι αποκλειστικά σε αυτόν). Και σε άλλες περιπτώσεις, το θέμα είναι η αριθμητική συγκρότηση και χρήση (π.χ. οι επιλαρχίες ιππικού των αρχών του 19ου αιώνα και οι επιλαρχίες αναγνώρισης του ΕΣ σε σχέση με τις επιλαρχίες μέσων αρμάτων, που απλώς είχαν λιγότερα άρματα ιδίως περί το 1990) ή/ και η απαίτηση υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας (ΔΜ), όπως σε κάποιες μονάδες του Στρατού των ΗΠΑ σε σχέση με άλλες. Το πλέον αποδεκτό, όμως, στις πρόσφατες συζητήσεις είναι η ευχέρεια μετακίνησης με μη ίδια μέσα, όσον αφορά αριθμό και όγκο φόρτων, ιδίως αεροπορικών και δευτερευόντως θαλάσσιων και σιδηροδρομικών ή οδικών μέσων.
Επειδή η θωράκιση ειδικά, αλλά και η διαφόρων ειδών προστασία γενικότερα, τείνουν να προσθέτουν όγκο και βάρος, οι ελαφρές δυνάμεις που χαρακτηρίζονται έτσι με βάση κάποια από τις τρεις βασικές ιδιότητες μάχης (προστασία, καταστρεπτικότατα, κινητικότητα) τείνουν να βασίζονται είτε σε αυξημένη ευκινησία είτε σε οπλισμό αυξημένου βεληνεκούς, για να αποφεύγουν την καταστροφή τους από βαρύτερες εχθρικές δυνάμεις. Παράδειγμα για το πρώτο είναι τα ελαφρά τεθωρακισμένα αναγνώρισης, και για το δεύτερο η χρήση τυφεκίων Μ-1 Garand των 0.30’, από τα ΛΟΚ, στις επιχειρήσεις του ‘46-‘49 έναντι υπεράριθμων και ενίοτε βαρύτερα οπλισμένων αντιπάλων. Με βάση τις μηχανοκίνητες επιχειρήσεις του β’ ημίσεως του 20ού αιώνα, το ελαφρύ πεζικό μπορεί να μεταφερθεί σε ένα πεδίο από αέρος, θαλάσσης αλλά και με ελαφρά χερσαία μέσα.
Όμως άπαξ αποβιβασμένο η κινητικότητά του είναι πολύ κατώτερη του βαρύτερου, μηχανοκίνητου αντιπάλου του. Στις αρχές του Β’ ΠΠ μια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του δυσάρεστου γεγονότος ήταν η έλευση του αντιαρματικού τυφεκίου Boys των 0.55’. Με την έλευση των όπλων κοίλου γεμίσματος, αυτό απέδραμε και τα νέα όπλα, όπως το βρετανικό ΡΙΑΤ, πήραν την πρωτοκαθεδρία, αρχικά στη μορφή ρουκετών (π.χ. αμερικανικό Bazooka M-18 των 2.36’) και μετά ως πύραυλοι (π.χ. SS-10, Cobra), και έδωσαν σημαντικές ελπίδες επιβίωσης και σε μερικές περιπτώσεις επικράτησης των ελαφρών τμημάτων έναντι των πλέον βαρέων τεθωρακισμένων σχηματισμών- όπως το 1973 στο Σινά, με τις μαζικές απώλειες ισραηλινών αρμάτων από αιγυπτιακά φορητά RPG-7 και τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους AT-3 Sagger/ Malyutka.
Η πρόσφατη εμπειρία
Κι αν, και στη δεκαετία του ’90, θεωρήθηκε ότι η θωράκιση εξελισσόμενη και επιβοηθούμενη από την εκρηκτική αντενεργό μορφή της αντιμετώπισε το κοίλο γέμισμα των φορητών ΑΤ όπλων, ακυρώνοντας την αντιαρματική τους λειτουργία στη φορητή τους τουλάχιστον μορφή, τελικά αυτό δεν επισυνέβη: η παύση εξέλιξης βαρέων αρμάτων, η συνέχιση της εξέλιξης των αντιαρματικών, η ακαταλληλότητα της αντενεργού θωράκισης για το είδος των επιχειρήσεων που διεξάγονταν και η μεταβολή των τακτικών συνθηκών είχαν σαν αποτέλεσμα τα άρματα να παραμένουν τρωτά από φορητά ΑΤ όπλα. Έτσι, τον Απρίλιο του 2003, Αμερικάνοι πρασινοσκούφηδες συνέτριψαν στην μάχη της Διάβασης Debecka ιρακινή δύναμη αρμάτων Τ-55 και μηχανοκίνητου λόχου πεζικού με 22 βλήματα FGM-148 Javelin που κατέστρεψαν 19 στόχους. Στους πόλεμους του 2006-8, τα ισραηλινά άρματα κακό- παθαν από τη Χεζμπολάχ και τα γεωργιανά από ρωσικό ελαφρύ πεζικό, ενώ σε όλη τη διάρκεια των αποικιακών πολέμων του 21ου αιώνα οι νεότερες εκδόσεις του RPG-7 διέτρυαν το Μ-1A1 Abrams- και φυσικά και τα Τ-80/90. Τα ανατολικά λοιπόν άρματα είχαν αποδειχθεί τρωτά, μέχρι και το Τ-80. Οι δε αδελφοκτονίες δυτικών αρμάτων από πυροβόλα ΤΟΜΑ το 1991 στο Ιράκ έδειξαν ότι η άτρωτη δυτική θωράκιση ήταν προπαγάνδα.
Κάποιες χώρες που άρχισαν να αποκτούν «διεθνή ρόλο», δηλαδή νεοαποικιακές βλέψεις, στις αρχές του 21ου αιώνα, όπως η Γαλλία του Σαρκοζί, επανήλθαν ασμένως στην εξέλιξη φορητών ΑΤ όπλων που θα βοηθούσαν επαγγελματικό επίλεκτο πεζικό σε ανθρωπιστικές/ειρηνευτικές εκστρατείες, όπως αυτή της Λιβύης. Έτσι, ενώ ο TRIGAT-MR και ο διάδοχός του TRIGAN (τροποποιημένος εκτοξευτής MILAN με ελαφρά τροποποιημένο βλήμα TRIGAT) ακυρώθηκαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και αργής εξέλιξης (μια 20ετία) ένεκα λήξης του Ψυχρού Πολέμου, ένα νέο βλήμα με όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις και πολύ ακριβό, ο ΜΜΡ, αναπτύχθηκε και δοκιμάστηκε σε χρόνο – ρεκόρ για να οπλίσει εκστρατευτικά τμήματα πεζικού.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναβίωσε και το αντιαρματικό τυφέκιο, στη μορφή των όπλων καταστροφής υλικού των .50’ με παράδειγμα το αμερικανικό Μ-82 Barrett των 12,7χιλ.Χ99. Αν και αυτά τα τυφέκια δεν μπορούσαν να καταστρέψουν άρμα μάχης (συζητιέται πολύ αν τα Boys μπορούσαν, τουλάχιστον πραγματικά άρματα, με τη σημερινή έννοια, και όχι τα Pzkmfw- II που σήμερα κατατάσσονται στα ΤΟΜΑ), μπορούσαν να καταστρέψουν μεγάλη γκάμα θωρακισμένων διατηρώντας μικρότερο ίχνος, ευκολότερη μεταφορά, πολύ ευρύτερη γκάμα στόχων και υποπολλαπλάσιο κόστος βολής σε σχέση με πυραυλικά συστήματα. Η αδυναμία για κάτι εντυπωσιακότερο οφείλεται στο ότι τα βασικά πυροβόλα όπλα παραμένουν επί έναν αιώνα παρόμοια με ελάχιστες εξελίξεις: αν και οι μηχανισμοί βελτιώνονται, τα 20άρια πυροβόλα σήμερα δεν είναι επαναστατικά ισχυρότερα από αυτά του 1940 και η διαλεκτική τους απέναντι στον-επίσης εξελισσόμενο- θώρακα είναι πολύ παρόμοια. Το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα είδη όπλων, όπως φυσικά και για το 50άρι πολυβόλο (Μ-2), που κοντεύει να κλείσει τον αιώνα επιχειρησιακής ζωής με πραγματικά ελάχιστες διαφοροποιήσεις, ιδίως τα τελευταία 40 χρόνια (το μοντέλο M2A1 τυποποιήθηκε την πρώτη δεκαετία του 21ου αι.).
Τι συνέβαινε στο χθες
Το βασικό ΑΤ όπλο του πεζικού στο Β’ ΠΠ ήταν, εκτός από το ΑΤ τυφέκιο, οι καλές τακτικές, τα αντιαρματικά γεμίσματα, η οργάνωση του εδάφους και πάνω απ’ όλα το αντιαρματικό ρυμουλκούμενο πυροβόλο. Το τελευταίο ήταν ιδανικό για στατική άμυνα, αφού αφενός η μετακίνησή του απαιτούσε όχημα και αφετέρου το μέγεθός του το έκανε λιγότερο αντιληπτό από ένα άλλο άρμα δυστυχώς τα πυρομαχικά του, το ίδιο και η υποστήριξή του το έθεταν εκτός κλίμακας πεζικού και το έκαναν να απαιτεί περισσότερη υποστήριξη σε μεταφορικά μέσα από το πεζικό που υποστήριζε. Οι χειροβομβίδες (τις χρησιμοποίησαν όλοι) και οι βόμβες Μολότοφ (που τις χρησιμοποίησαν οι Σοβιετικοί, αλλά και οι Φινλανδοί) ήταν αποτελεσματικά, οικονομικά και εύκολα στη μεταφορά μέσα, αλλά για να χρησιμοποιηθούν το πεζικό έπρεπε να πλησιάσει πολύ, κάτι ανέφικτο λόγω των πολυβόλων των αρμάτων-εκτός αν το έδαφος ή/και η οργάνωσή του, άλλαζαν τα δεδομένα.
Στο ίδιο μοτίβο υπήρχαν μαγνητικές γερμανικές ΑΤ νάρκες Hafthohlladung 3, τα αυτοσχέδια εκρηκτικά γεμίσματα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικάνοι εναντίον των Γερμανών στην Ευρώπη («λιγδιασμένες κάλτσες», βλ. «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν»), αλλά και οι Ιάπωνες κατά των Αμερικάνων στον Ειρηνικό σε εφαρμογές αυτοκτονίας. Ο ΕΣ χρησιμοποίησε πεδινά πυροβόλα σε άμεση βολή σε προετοιμασμένο πεδίο εναντίον ιταλικών τεθωρακισμένων το 1940, και πολλά πεδινά πυροβόλα πυροβολικού είχαν αντιαρματικά σκοπευτικά και πυρομαχικά για αυτοάμυνα, μια πρακτική που οι ΝΑΤΟϊκοί σταμάτησαν να εφαρμόζουν μετά τον Β’ΠΠ (όπως σταμάτησαν και τα ΑΤ πυροβόλα, στρεφόμενοι στους ΑΤ πυραύλους και πιο πριν στα ΠΑΟ), αλλά οι Σοβιετικοί ποτέ. Μάλιστα, μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ, τα περιέβαλλαν με τόση εμπιστοσύνη που διέθεσαν σε ρυμουλκούμενα λειόκαννα ΑΤ πυροβόλα των 100 χιλ. MT-12 και τα νέα κατευθυνόμενα βλήματα σειράς 9Μ117 Bastion (ΑΤ- 10 Stabber) που βάλλονταν από πυροβόλα αρμάτων.
Παράδοξο του Β’ ΠΠ ήταν ότι τα βρετανικά εξαιρετικά ΑΤ τυφέκια Boys των 0.55’, που πέτυχαν εντυπωσιακά πλήγματα εναντίον των Γερμανών στη Γαλλία και στην Έρημο, απέτυχαν εναντίον θεωρητικά πολύ κατώτερων τεθωρακισμένων: ούτε ο δειγματοληπτικά εφοδιασμένος ΕΣ είχε επιτυχίες κατά των Ιταλών με τα ανεπαρκή τεθωρακισμένα, το 1940, ούτε ο επαρκέστατα εφοδιασμένος με αυτά βρετανικός στρατός παρουσίασε επιτυχίες κατά των Ιαπώνων με τα θλιβερά άρματα. Και αν το έδαφος και το πεδινό πυροβολικό έσωσαν την κατάσταση στο ελληνοαλ- βανικό μέτωπο, στη Μαλαϊκή οι Βρετανοί σαρώθηκαν, έχασαν τη Σιγκαπούρη και τελικά την αυτοκρατορία τους.
Ήδη στον Β’ ΠΠ η έλευση του κοίλου γεμίσματος σχεδόν αμφισβήτησε την αξία του άρματος σε εκ του σύνεγγυς αγώνα, αφού ένας στρατιώτης μπορούσε να καταστρέψει ακόμη και το βαρύτερο άρμα με ένα φορητό όπλο, και χωρίς να περιμένει να έρθει αυτό από πάνω του για να το παγιδέψει ή να το ναρκοθετήσει. Τα αγγλικά PIAT ίσως ήταν υπερτιμημένα, ενώ τα αμερικανικά Μ-18 Bazooka των 2,36’ διέψευσαν τη φήμη τους στην Κορέα έναντι των Τ-34/85. Αντίθετα, τα γερμανικά Panzerfaust, πρόγονοι των διάσημων σοβιετικών RPG, ενσωμάτωναν μια τεράστια κεφαλή υπερδιαμετρήματος με αποτέλεσμα μικρή ακρίβεια αλλά απίστευτη φονικότητα. Η αύξηση της λειτουργικής θωράκισης με τμήματα ερπυστριών και άλλα σιδερικά επί του θώρακα συνεχίστηκε με την προσθήκη πλεγμάτων ή φύλλων μετάλλου (ενίοτε αυτοσχέδιων, όπως συρματόπλεγμα) σε μεγαλύτερη απόσταση από το θώρακα του άρματος, ώστε να γίνεται πρόωρα η έκρηξη του βλήματος και να διαχέεται στον αέρα το διατρητικό βέλος τετηγμένου μετάλλου, χάνοντας μέρος της αποτελεσματικότητάς του. Η εξασφάλιση προνομιακών πεδίων υπερκείμενης βολής για τα φορητά αντιαρματικά των Γερμανών στα αστικά πεδία μάχης οδήγησε στην χρήση αυτοσχέδιων πλεγμάτων προστασίας όχι μόνο περιμετρικά, αλλά και με τη μορφή «σκιάδιων», πάνω από το άρμα, ειδικά από τους Σοβιετικούς που υφίσταντο μαζικές απώλειες στα Τ-34/85, πρακτική που ξεχάστηκε μέχρι τον Α’ Τσετσενικό πόλεμο και την καταστροφική ρωσική επίθεση των T-80 στο Γκρόζνυ.
Το κοίλο γέμισμα εκτόξευσε σε δυσθεώρητα επίπεδο τη φονικότητα του πεζικού έναντι των αρμάτων. Η λύση εναντίον των φορητών εκτοξευτών ήταν ο συνδυασμός ταχύτητας, που τα σκοπευτικά τους δεν μπορούσαν να προνοήσουν, και καλυπτικού/κατασταλτικού πυρός στη μορφή υποστήριξης πυροβολικού, που κατέστησε απαραίτητο το αυτοκινούμενο πυροβολικό, μια ανάγκη που δεν υπήρχε στο Β’ ΠΠ παρά τις μικρότερες εμβέλειες του πεδινού πυροβολικού. Η μεγάλη ταχύτητα επίσης συμπίεζε το φάκελο των εκτοξευτών: οι χαμηλής πίεσης ρουκέτες που έβαλλαν (όλα, εκτός των βρετανικών ΡΙ- ΑΤ, που ήταν τροποποιημένοι όλμοι και έριχναν τροποποιημένη βόμβα όλμου) δεν έχαναν τη διατρητικότητά τους όταν μεγάλωνε η απόσταση, αλλά έχαναν την ευστοχία τους. Μεγαλύτερα και βαρύτερα όπλα εμφανίστηκαν στη μορφή των ΠΑΟ, που με τις αυξημένες εμβέλειες μπορούσαν να εμπλέξουν σε τακτικώς χρήσιμες αποστάσεις τα εχθρικά άρματα. Το μικρό τους βάρος, επέτρεπε φορητότητα, ή μεταφορά και βολή από τζιπ Μ-38Α1, για το βαρύτερο όπλο Μ40 των 106 χιλ. (με ισχύ ανώτερη άρματος μάχης Μ47 με πυροβόλο Μ36 των 90 χιλ.). Αυτό έδωσε για πρώτη φορά στο ελαφρύ, ιδίως στο αεροκίνητο και στο αεραποβατικό πεζικό ένα σοβαρό και κατάλληλο ΑΤ όπλο, που αργότερα, με τους πυραύλους θα αυξήσει περεταίρω την χρηστικότητά του.
Το σήμερα
Η υποστήριξη δια πυρών του (συνήθως μηχανοκίνητου, πλέον) πεζικού εναντίον εχθρικών θέσεων πυρός παραμένει σοβαρή απαίτηση, ιδίως στον αστικό αγώνα. Είναι, ακριβώς, το είδος του πεδίου που αίρει μεγάλο μέρος από τα πλεονεκτήματα των αρμάτων και προβάλλει τα μειονεκτήματα τους, παρά το ότι αυτή ήταν η πρωταρχική αποστολή τους και παραμένει σημαντική.
Η διάδοση των αρμάτων προσθέτει και την ανάγκη αντιμετώπισης εχθρικών αρμάτων σε σημαντικές αποστάσεις, καθώς τα όπλα τους μπορούν να πλήξουν το πεζικό παραμένοντας εκτός βολής από τα ατομικά όπλα αυτού, ακόμη και από τα καταστρεπτικότερα. Τα ατομικά ΑΤ όπλα δεν φτάνουν πάνω από τα 600 μέτρα (γαλλικό Eryx), ενώ τα πολυβόλα ενός άρματος (7,62-12,7/14,5 χιλ.) έχουν μεγαλύτερο δραστικό βεληνεκές. Αν ληφθεί υπόψη και το πυροβόλο, που συχνά έχει πυρομα- χικά κατά προσωπικού (ρωσικά εκρηκτικά-θραυσματογόνα σειράς 30F-xx, π.χ. το 3OF-26 των 125 χιλ., αμερικανικά σαϊτο
φόρα Μ-494 των 105 παλαιότερα και βολιδοφόρα Μ-1028, M-1040 των 120 και 105 χιλ. αντίστοιχα εδώ και μερικά χρόνια) και εμβέλεια 3-6 χμ ο συσχετισμός γίνεται καταθλιπτικός, ακόμη και αν διατίθενται ΑΤ φορητά κατευθυνόμενα βλήματα (εμβέλεια 2-3 χμ). Για τις αποστολές αυτές, αναπτύχθηκαν μικρά «άρματα» υποστήριξης του πεζικού, με προστασία σχετικά ελαφριά, από τα όπλα του πεζικού, αλλά με οπλισμό που προσφέρει τα ανωτέρω πλεονεκτήματα.
Άλλη προσέγγιση ήταν η πρόσδωση αυτών των δυνατοτήτων στα οχήματα μεταφοράς του πεζικού, προσέγγιση που έδωσε τα ΤΟΜΑ. Μια ενδιάμεση εξέλιξη ήταν τα οχήματα συνοδείας και υποστήριξης, που διαθέτουν ποικιλία όπλων αλλά δεν μεταφέρουν οργανικό τμήμα πεζικού, με μοναδικό γνωστό το ρωσικό BMP-T Terminator-2 (με δύο πυροβόλα 2A42 και 4 βλήματα 9M120 Ataka/AT-9 Spiral II, πολυβόλα των 7,62 χιλ. κ.α.).
Όσον αφορά τα ΤΟΜΑ, μια εν πολλοίς σοβιετική ιδέα, αρχικά είχαν όπλο σημαντικού διαμετρήματος για να έχει την απαιτούμενη ισχύ, αλλά χαμηλής πίεσης για να μην έχει μεγάλο βάρος και όγκο (2A28 των 73χιλ. στο ΒΜΡ-1), ενώ η ισχύς πυρός συμπληρωνόταν από ΑΤ βλήμα ΑΤ-3 Sagger/9Μ14 Malyutka, ιδίως για άμυνα έναντι αρμάτων. Η βελτίωση του βλήματος με τα AT-4 Spigot/9Μ111 Fagot και AT-5 Spandrel /9Μ113 Konkurs και η πρόκριση της κινητικότητας και των επιχειρήσεων σε βάθος εις βάρος της ισχύος προσβολής σημείων στηρίγματος του πεζικού, σε συνδυασμό με την πληθώρα τρωτών στόχων που θα εντοπίζονταν, την ενίσχυση της θωράκισης των αρμάτων μάχης, την βελτίωση των εχθρικών ΑΤ βλημάτων και την ανακρίβεια και το χαμηλό ρυθμό βολής των πυροβόλων χαμηλής πίεσης οδήγησε στην χρήση ταχυβόλων μικρού διαμετρήματος. Αυτό υλοποιήθηκε κυρίως στα ΒΜΡ-2 με πυροβόλα 2Α42 των 30 χιλ. συνδυασμένα με τα νέα βλήματα ΑΤ-4 Spigot (που εγκαταστάθηκαν και σε μερικά ΒΜΡ-1, τα ΒΜΡ- 1Ρ), αλλά και σε αερομεταφερόμενα οχήματα σειράς BMD. Ενώ όμως η ανάγκη προσβολής ευπαθών στόχων (μη προετοιμασμένων θέσεων μάχης, ελαφρών οχημάτων, ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ, φορτηγών) παρέμενε και το ταχυβόλο ήταν η πρόσφορη λύση, και το θραυσματογόνο πυρ καταστολής σε μικρές αποστάσεις μπορούσε να προστεθεί με τη μορφή πολυβομβιδοβόλου των 30χιλ. (π.χ. AG-17), η ανατίναξη οχυρών θέσεων και λοιπών ογκωδών μαλακών στόχων, όπως έδρες διοίκησης και επικοινωνιών (σκηνές-κλωβοί-περιέκτες- κτήρια) ήταν δυσχερής.
Από την άλλη πλευρά, τα δυτικά ΤΟ- ΜΑ υπερτερούσαν σαφώς στην αντιμετώπιση των ΒΜΡ-1, καθώς τα ταχυβόλα τους ήταν ακριβή και επαρκώς καταστροφικά σε σημαντικές αποστάσεις όπου το 2Α28 ήταν άστοχο και αργό. Για το λόγο αυτό, τα ΒΜΡ-1 άρχισαν να εκσυγχρονίζονται με πυργίσκους από τα ΒΜΡ-2 ή από άλλα νέα ΤΟΜΑ της κατηγορίας αυτής.
Όμως παρέμεναν πολλά προβλήματα που φάνηκαν στο Αφγανιστάν. Η χρήση των ΑΤ βλημάτων ήταν πολύ ακριβή για μη αρματικούς σημειακούς στόχους, και παρέμενε το πρόβλημα για ένα όπλο θραυσματογονίας, που θα εξουδετέρωνε διεσπαρμένο πεζικό όπως έκαναν τα θραυσματογόνα βλήματα των αρμάτων, σε σημαντικές αποστάσεις. Η λύση ήρθε στο ΒΜΡ-3 με το 2Α70, ένα πυροβόλο σχετικά χαμηλής πίεσης αλλά μεγάλου διαμετρήματος (100 χιλ.), με βλήματα επαρκούς ισχύος και θραυσματογονίας, συν την ικανότητα εκτόξευσης ΑΤ βλημάτων (ΑΤ-10 Stabber /9M117 Bastion) από αυτό σε σημαντική απόσταση-ενώ ένα ελαφρύ πυροβόλο 2Α72 των 30 χιλ. αναλάμβανε τους δευτερεύοντες σημειακούς στόχους. Καθόλου τυχαία, προτάθηκε η χρήση των πυργίσκων τους (Bakcha) σε προγράμματα αναβάθμισης τόσο για ΒΜΡ-1
όσο και για ΒΜΡ-2. Όμως ήταν εξαιρετικά δαπανηρό.
Σε κάθε γενιά οχημάτων μάχης
Η πρώιμη αμερικανική προσπάθεια είχε διαβλέψει ορθά τις παραμέτρους που οδήγησαν στο ΒΜΡ-3, αλλά το αποτέλεσμα, το M-551 Sheridan δεν ήταν ικανοποιητικό και έτσι ο Στρατός των ΗΠΑ περιορίστηκε σε τυπικά ΤΟΜΑ Μ-2 Bradley, παρόμοια με τα ΒΜΡ-2. Πιθανόν και στα δύο το πρότυπο να ήταν το γερμανικό Marder-1 ή το γαλλικό ΑΜΧ-10Ρ που είχαν προηγηθεί, και τα δύο με πυροβόλα των 20 χιλ. υψηλής ταχυβολίας. Κατόπιν αυτού, για την αποστολή των πυρών υποστήριξης οι Αμερικάνοι ανέπτυξαν ένα άρμα συνοδείας πεζικού, το Μ-8 (νέο πυροβόλο Μ35 των 105 χιλ. με αυτόματη αναχορηγεία, τριμελές πλήρωμα, βάρος 19-24 τόνοι ανάλογα με το επίπεδο θωράκισης), με δυνατότητες τακτικής αερομεταφοράς.
Το πρόγραμμα, παρά την τεχνολογική του καινοτομία (προσθαφαιρούμενη παθητική θωράκιση και αυτόματη αναχορηγεία) τελικά ακυρώθηκε και έκτοτε το σχέδιο και η απαίτηση στοιχειώνει κάθε αμερικανική γενιά οχημάτων μάχης. Αντίστοιχο όχημα αμέσων πυρών υποστήριξης πεζικού προ- βλέπεται για τα Stryker (Μ-1128 MGS των 18 τόνων με τριμελές πλήρωμα, αυτόματη αναχορηγεία, μη επανδρωμένο πυργίσκο, πυροβόλο Μ68Α2 των 105 χιλ.-ήτοι το τελευταίο εξελικτικό μοντέλο του αμερικανικού Μ68 των Μ60Α1/Α3 και Μ1 που βασίζεται στο αγγλικό L7 των Centurion), αλλά όχι για την οικογένεια GCV που αντικατέστησε τη φουτουριστική οικογένεια Future Combat System/Future Combat Vehicle ενώ ένα ενδιαφέρον τέτοιο όχημα μόλις 40 τόνων προβλεπόταν και για την τελευταία: το XM-1202 MCS με διμελές πλήρωμα αλλά με πυροβόλο των 120 χιλ. ΧΜ-360 με αυτόματη αναχορηγεία, που μπορούσε να εκτοξεύει και πυραύλους, σε μη επανδρωμένο πυργίσκο.
Ταυτόχρονα, τα ταχυβόλα των ΤΟΜΑ διαρκώς ενισχύονται και μόνο οι αντεγκλήσεις των αποικιακών πολέμων, που δεν προσέφεραν αξιόπιστη πρόβλεψη αντιπάλου, εμπόδισαν την χρήση από τον αμερικανικό στρατό των νέων όπλων της κατηγορίας-που όμως εξάγονται επιτυχώς. Η πρόθεση για αντιανταρτικές επιχειρήσεις, που υπαγόρευσαν τόσο το ίδιο το Μ-1126 Stryker, όσο και τον οπλισμό του με πολυβόλο των 12,7 χιλ. (ή πολυβομβιδοβόλο των 40 χιλ.) σε αθωράκιστο πυργίσκο Μ151 Protector -εντός του 21ου αιώνα!- ακύρωσε τις προβλέψεις αντιμετώπισης
παρωχημένων ογκωδών συμβατικών δυνάμεων, όπως είχε συμβεί το 1991 και παραλίγο το 1999, οι οποίες είχαν εμπνεύσει το FCS. Αποτέλεσμα ήταν τα Μ-2 Bradley να παραμένουν στο πυροβόλο Μ242 Bushmaster-I των 25Χ137 όταν το ακυρωθέν EFV των Πεζοναυτών είχε το Mk44 Bushmaster-II των 30X173. Το ίδιο όπλο οπλίζει και τις νέες ιπτάμενες κανονιοφόρους και φυλακίδες AC-130J/W- ως GAU-23 με μακρύτερη κάννη- και τα νορβηγικά ΤΟΜΑ CV-9030, ενώ προοριζόταν και για τα ΤΟΜΑ ΧΜ-1206 της -ακυρωθείσας- οικογένειας τεθωρακισμένων FCS του Στρατού των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, ευρωπαϊκοί στρατοί χρησιμοποιούν το Bushmaster-III των 35X228 στα CV9035 Mklll (π.χ. Ολλανδία).
Είναι σημαντικό το ότι τα δύο τελευταία έχουν προβλέψεις για αναβάθμιση, όταν απαιτηθεί: το μεν Bushmaster-II σε 40άρι (πιθανότατα στο ΧΜ-1206), το δε Bushmaster-III στο τελείως νέο διαμέτρημα των 50Χ330 χιλ., που είναι πλέον κανονικό «κανόνι» (το κύριο πυροβόλο Mk110 των πλοίων LCS είναι διαμετρήματος 57 χιλ.) και κατατάσσεται στα πυροβόλα μέσου διαμετρήματος (40 χιλ.<>76 χιλ.). Το πολύ συγκεκριμένο αυτό διπλό διαμέτρημα είναι γερμανικής επινόησης (πυροβόλο Rh-503 της Rheinmetall) και επρόκει- το να οπλίσει το Marder-2 σε πυργίσκο TS-503 της ιδίας. Τέλος το Bushmaster- II, που φημολογείται ότι έχει ήδη επιλεγεί για την αναβάθμιση των Μ-2 Bradley, στο διαμέτρημα των 40Χ365 χιλ., ένα διαμέτρημα απολύτως επαρκές για καταστροφές θέσεων και ιπτάμενων στόχων, με κατάλληλα πυρομαχικά μπορεί να εμπλέξει κάθε στόχο εδάφους-περιλαμβανομένων των αρμάτων πεζικού αλλά με την εξαίρεση των αρμάτων μάχης και των υπερβαρέων ΤΟΜΠ. Όλως τυχαίως πάντως, το 2015 έγιναν δοκιμές με ένα Μ-2 Bradley που έφερε τον μη επανδρωμένο πυργίσκο MCT-30 της Kongsberg με το μοντέλο M813 του Bushmaster-II στα 30Χ173, που είναι θεωρητικά αναβαθμίσιμο σε 40Χ365.
Ενδιαφέρουσες μεταβολές
Σε κάθε περίπτωση, τα «ελαφρά άρματα» υποστήριξης του πεζικού (Μ1202, Μ1128, Stingray, CV90120) επέφεραν μερικές ενδιαφέρουσες μεταβολές στον ΤΘ πόλεμο. Κατ’ αρχάς, ήταν ελαφρότερα από τα άρματα μάχης που διεξάγουν τον πόλεμο ελιγμών (βάρος 20-30 τόνους, συνήθως, έναντι πάνω από 50 για άρματα -και ενίοτε κοντά στους 70 για μερικά δυτικά ΜΒΤ). Αυτό ήταν σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε στο Β’ ΠΠ και πρωτύτερα, όπου τα άρματα υποστήριξη πεζικού, τα πυροβόλα εφόδου κλπ ήταν βαρύτατα οπλισμένα, για να καταστρέφουν οχυρώσεις, βαρύτατα προστατευμένα για να επιβιώνουν από πυρά πυροβολικού και από τα ΑΤ πυροβόλα θέσεως/ρυμουλκούμενα του πεζικού και, συνεπώς, αργά και δυσκίνητα.
Αντίθετα, τα άρματα διείσδυσης ήταν ταχύτατα και ελαφρά, για να μειώνεται η κατανάλωση καυσίμου. Θώρακας και οπλισμός ήταν μάλλον εξ ανάγκης αδύναμοι, αλλά καθώς στόχοι ήταν στοιχεία των μετόπισθεν και η απειλή αντίστοιχη, δεν υπήρχε πρόβλημα- μέχρι που εμφανίστηκαν οι τεθωρακισμένες εφεδρείες με άρματα προορισμένα για αρματομαχίες.
Σήμερα, η μηχανοκίνηση του πεζικού θέλει τα άρματα υποστήριξης ταχέα και ευκίνητα, καθιστώντας τα εκ προοιμίου δυσχερή στόχο για το πυροβολικό, ενώ οι οχυρώσεις που θα κληθούν να καταστρέψουν δεν έχουν την ισχύ αρματικού θώρακα (σήμερα τα πραγματικά, μόνιμα οχυρά είναι λίγα) ούτε τις ανάγκες προσβολής από απόσταση που διέπουν τον αντιαρματικό αγώνα. Αυτή η ιδιότητα όμως καθιστά τα ελαφρά άρματα πεζικού ευπαθή στα φορητά ΑΤ όπλα του αποβιβασμένου πεζικού, τα οποία πιθανώς είναι ανεπαρκή εναντίον αρμάτων μάχης, αλλά και σε πολλά όπλα ΤΟΜΑ, ιδίως στα μεγαλύτερα πυροβόλα μικρού ή πλέον και μέσου διαμετρήματος. Αν σε αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση προστεθεί το ότι σε αστικό περιβάλλον και τα άρματα μάχης και τα άρματα υποστήριξης πεζικού χάνουν εξίσου εύκολα την ευκινησία τους, αλλά τα δεύτερα παραμένουν πολύ ευπαθέστερα από τα πρώτα, ενώ οι πρόοδοι στους κινητήρες δίνουν εξαιρετικά χαρακτηριστικά κινητικότητας και στα πλέον βαριά άρματα μάχης, γίνεται αντιληπτό το ότι τελικά ο λόγος ύπαρξης των αρμάτων υποστήριξης αρχίζει να περιορίζεται.
Στην ουσία, μόνο τα δύσβατα λόγω περιορισμών μεγέθους και βάρους εδάφη (περιοριστικά εδάφη) και η δυνατότητα μαζικής στρατηγικής μεταφοράς (δηλαδή αερομεταφοράς) και δευτερευόντως η δυνατότητα αερομεταφοράς θεάτρου φαίνεται να δικαιολογούν την ύπαρξή τους – και φυσικά το κόστος απόκτησης και χρήσης- έναντι των τυπικών αρμάτων-κάτι, που όπως θα φανεί πιο κάτω, ενδιέφερε πολύ τους Αμερικάνους. Αυτός όμως ο περιορισμός των σαφών πλεονεκτημάτων ενός ελαφρού άρματος αύξανε την ελκυστικότητα της ανάπτυξης ενός ακόμη καλύτερου ΤΟΜΑ, που θα εκτελούσε και τις δύο αποστολές (μεταφορά και υποστήριξη πεζικού) σε περιοχές που δεν θα ήταν διαθέσιμα άρματα μάχης. Φυσικά, με τη λογική ότι τα άρματα δεν θα ήταν διαθέσιμα λόγω όγκου και βάρους, το όχημα αυτό, με το διπλό ρόλο, για να μπορεί να ανταποκριθεί, θα έπρεπε να είναι σημαντικά ελαφρύτερο-και αυτό σήμαινε απαραίτητα μειωμένη θωράκιση, αφού οπλισμός, αναβάτες και ευκινησία ήταν αδιαπραγμάτευτα. Αυτή ήταν η θεμελιώδης αντίφαση που περιόρισε το βαρύτατα οπλισμένο ΒΜΡ-3, που υστερεί κυρίως σε θωράκιση -μια έλλειψη που αντιμετωπίζεται μερικώς με πλευρικές ποδιές και άλλες πρόσθετες μορφές θωράκισης. Κάτι πολύ φυσικό, όταν το πολύ ελαφρύτερα οπλισμένο ΒΜΡ-2 έχει το ίδιο ακριβώς πρόβλημα ένεκα της ανάγκης για αυξημένη κινητικότητα στη μορφή της πλευστότητας, και υιοθετεί παρόμοια ημίμετρα.
Σημαντικές βελτιώσεις
Ενδεικτικά, το BMP-2M όπως προτάθηκε από το εργοστάσιο του Κουργκάν, έναντι του βασικού BMP-2 έχει προικοδοτηθεί με τη δυνατότητα εγκατάστασης εσχαρωτής θωράκισης, επιπλέον πλακών συμβατικής και εκρηκτικής αντενεργού θωράκισης, βελτιωμένο δυναμικό σύστημα και με διπλό εκτοξευτή ΑΤ βλημάτων ΑΤ-9 Spiral-II/9M120 Ataka (που χρησιμοποιούν τα Mi-35PM/VM) αντί του μονού AT-5 Spandrel/9M113 Konkurs, με τον συνδυασμό να δημιουργεί εξελικτικά ερωτηματικά ως προς την ανάπτυξη του Terminator-2 που έχει ίδιο βασικό μίγμα οπλισμού. To αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη φονικότητα, η δυνατότητα εμπλοκής δύο στόχων ταυτόχρονα, η εμπλοκή ευρύτερου φάσματος στόχων σε διευρυμένο φάκελο και η καταφορά πλήγματος με μεγαλύτερη ταχύτητα, εντός του κύκλου σκόπευσης-βολής πολλών αντιπάλων στόχων, όπως Α/Τ οχήματα και θέσεις.
Η πλέον σημαντική όμως βελτίωση του ΒΜΡ-2Μ είναι η αύξηση της συνολικής προστασίας, που δεν τύγχανε προσοχής σε άλλες προσπάθειες αναβάθμισης από ρωσικούς οργανισμούς αν και το ΒΜΡ-2 αποδεδειγμένα έπασχε στον τομέα της θωράκισης -εν πολλοίς λόγω της απαίτησης για πλευστότητα- με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Η αύξηση της θωράκισης (που τελικά οδηγεί σε απώλεια πλευστότητας, μια σημαντική επιχειρησιακή παράμετρο για κάποια μέτωπα αλλά όχι για κάποια άλλα), επαυξάνει την επιβιωσιμότητα έναντι ελαφρού οπλισμού (αντιαρματικών ρουκετών, βομβίδων και βαρέων πολυβόλων, έως και μερικών ΑΤ πυραύλων και ταχυβόλων πυροβόλων). Επ’ ουδενί η εσχαρωτή και η ελαφρά αντενεργός θωρακίσεις του ΒΜΡ-2 δεν αυξάνουν την επιβιωσιμότητα έναντι πληγμάτων από άρμα μάχης ή οβίδα πυροβολικού που πετυχαίνει άμεσο πλήγμα ή πυροδοτεί EFP και η χρήση της στα νέα Τ-14/15 Armata αποτελεί μέγα ερωτηματικό. Ακόμη λιγότερα προσφέρουν στο όχημα οι απλές πλάκες, που συνιστούν το σύνηθες πρόγραμμα ανακατασκευής και αναβάθμισης, μαζί με κοιλιακή- αντιναρκική προστασία, ισχυρότερο δυναμικό σύστημα με στροβιλοφόρο πετρελαιοκινητήρα UTD-23 400 ίππων (μαζί με καλύτερη ανάρτηση και τροχούς, βελτιωμένες ερπύστριες, σύστημα παρατήρησης οδηγού), προσθήκη πολυβομβιδοβόλου AG-17 και αναβάθμιση των συστημάτων σκόπευσης και επιτήρησης: διόπτρα αρχηγού ημέρας-νυκτός TKN-AI, πυροβολητή BPK-3-42 και βελτιωμένο ΣΕΠ PNK-2-42. Αυτές οι βελτιώσεις αποτελούν τυπικό επίπεδο των οχημάτων νέας παραγωγής.
Τζιπ ή ΤΟΜΑ;
Το ελαφρύ πεζικό, από τη στιγμή που θα αναπτυχθεί στρατηγικά, πρέπει να μπορεί να ελιχθεί-μετακινηθεί. Η πεζοπορία ανήκει αναφανδόν στη σφαίρα του παρελθόντος, πλην ειδικών περιπτώσεων όπως ανάγκη διακριτικότητας, πολύπλοκο και στενό αστικό, ακραίο ή ορεινό έδαφος.
Από το Β’ ΠΠ εξεταζόταν το ζήτημα του οπλισμού και της μετακίνησης ελαφρών δυνάμεων μεγάλης στρατηγικής κινητικότητας, αλλά οχήματα τύπου τζιπ ήταν ό,τι το καλύτερο μπορούσε να γίνει. Αν και η τεχνολογία επέτρεψε πολύ μεγάλες προόδους στον Ψυχρό Πόλεμο (με τα «κτηνώδη» C-141), εκεί οι απαιτήσεις των θερμών μαζικών συγκρούσεων ευνοούσαν πάλι τα πολύ ελαφρά και μικρά οχήματα- που όλως τυχαίως μπορούσαν να μεταφερθούν από ελικόπτερα, τα οποία εκτελούσαν τις τακτικές αερομεταφορές. Αυτά τα οχήματα, όσο μικρότερα και λιτότερα ήταν, τόσο ευκολότερα μπορούσαν να αποκρυβούν, και επέτρεπαν διέλευση ανάμεσα σε μηχανοκίνητες δυνάμεις, με ελάχιστο ίχνος και μέγιστη ταχύτητα. Καθώς ανάμεσα στα δρομολόγια μεγάλων μηχανοκίνητων σχηματισμών δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος, ούτε πολλά όπλα (σε τακτικούς πολέμους ελαφρά όπλα δεν κυκλοφορούν άσκοπα) και πυροβολικό και άλλοι, όπως ελικόπτερα δεν θα ασχοληθούν με στόχους ασημαντότητας όταν γύρω καίγεται ο τόπος, το ελαφρό ήταν επιβιώσιμο. Και, ως εκ τούτου, στον Ψυχρό Πόλεμο εμφανίστηκε οπλισμένο αρχικά με βαρύ πολυβόλο των 12,7 χιλ. (Μ-2) ή ΠΑΟ των 106 χιλ. (Μ-40), και μετά με ΑΤ βλήματα , όπως TOW, MILAN και πολυβομβιδοβόλα. Και αυτά τα τροχοφόρα μέσα πυρός μεταφέρονταν από ελικόπτερα και από πολύ μικρά αποβατικά, επιτρέποντας στην ποθητή στρατηγική κινητικότητα να διαχέεται κοντά στο μέτωπο.
Τα ημιφορτηγά είναι σήμερα το κατεξοχήν μηχανοκίνητο μέσο του ISIS καθώς είναι οικονομικά στην απόκτηση (κοστίζουν λιγότερο από μια κατευθυνόμενη ρουκέτα των 2,75 χιλ. που είναι το οικονομικότερο έξυπνο όπλο). Μπορούν να εξοπλιστούν αρκετά βαριά, ώστε να απειλούν σχεδόν οποιονδήποτε χερσαίο στόχο, ενώ διατηρούν μικρότερο μέγεθος και ίχνος, έχουν πρόσβαση σε πολλά εδάφη, είναι εύκολα στη συντήρηση και μπορούν να συγκεντρώνονται, για να κατακλύσουν τον αντίπαλο ή να διασπείρονται για να αποφύγουν προσβολή από αέρος ή από πυροβολικό. Το μέγεθος και η ταχύτητά τους, αλλά κυρίως το μικρό κόστος και λογιστικό αποτύπωμά τους επιτρέπουν μαζική χρήση με κατατομές που αποτρέπουν μαζική καταστροφή, π.χ. με όπλα δια- σποράς ή πολύ ισχυρής θραυσματογονίας και επιβάλλουν είτε μαζική παρουσία ολοκαίνουργιων συστημάτων έξυπνων όπλων (π.χ. ημιφορτηγών με πενταπλό εκτοξευτή BGM-176 Griffin, που όμως θα αργήσει) ή ταχυβόλα πυροβόλα μικρού διαμετρήματος επί ΤΟΜΠ/ΤΟΜΑ που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία. Είναι πολύ πιθανό το ότι η αμερικανική πρόθεση για επανοπλισμό αρκετών Μ1126 με ελαφρούς πυργίσκους με το Μ813 των 30Χ173 οφείλεται σε αυτές τις διαπιστώσεις έναντι του ISIS και όχι στην «ρωσική απειλή’ της οικογένειας Armata.
Σήμερα, είναι εφικτή η μεταφορά τεθωρακισμένων από μεταγωγικά αεροσκάφη θεάτρου, με προεξάρχον το C-130J. Αυτή η απαίτηση στοιχειώνει πολλά αμερικανικά προγράμματα οχημάτων, όπως το Μ-8 και το Stryker, για έναν απλό λόγο: στους αποικιακούς πολέμους υπάρχουν τεράστιες αποστάσεις, που καλύπτονται ή με τεράστιες δυνάμεις ή με μεγάλη ευκινησία-που μόνο το αεροσκάφος προσδίδει, αφού το ελικόπτερο έχει μικρή εμβέλεια, μικρή ταχύτητα, μικρή μεταφορική ικανότητα και μικρή οροφή σε ορεινό έδαφος. Αυτό όμως το (άδειο από δυνάμεις) έδαφος δεν είναι ακίνδυνο: βρίθει ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν και τα φορητά όπλα κυκλοφορούν ευρέως, αποτέλεσμα της ανάγκης αυτοάμυνας των φυσικών προσώπων. Πολλά από αυτά μπορεί να στραφούν εναντίον του προσωπικού του «Ειρηνοποιού», με αποκλειστική εστίαση στο να πετύχουν κάποιον θάνατο, και αυτό ενθαρρύνεται από την τρωτότητα (δηλαδή την πιθανότητα επιτυχίας) και από την έλλειψη οπλισμού (δηλαδή την πιθανότητα ατιμωρησίας). Αυτό δημιουργεί απαίτηση θωράκισης, που υποδεικνύει ως κατάλληλο μέσο είτε ΤΟΜΑ (όπως τα σοβιετικά BMD-1/2/3) ή θωρακισμένο αναγνώρισης, (όπως το LAV και τα παλαιότερα αγγλικά FV 601 Saladin, ή τα γαλλικά VBL), ή κάτι ενδιάμεσο, (όπως το Stryker ή το γαλλικό VAB).
Αυτοί δε οι αποικιακοί πόλεμοι συνέπεσαν με μια αύξηση διαθεσιμότητας τόσο των νέων τυφεκίων εναντίον υλικού με διαμετρήματα από .5’Χ99 και πάνω, που κατέστρεφαν πλήρως με μια μόνο βολή τζιπ οπλισμένο με οτιδήποτε, όσο και με τυφέκια ελευθέρου σκοπευτή, όπως τα SVD 7,62X54, που από σημαντικές αποστάσεις ήταν θανάσιμα, και μπορούσαν να αχρηστέψουν αθωράκιστους στόχους σχετικά εύκολα, αν και ίσως όχι με μια βολή. Για να εξουδετερωθούν τα δεύτερα, που βρίσκονται σε αφθονία στο τουρκικό οπλοστάσιο, μια μορφή θωρακισμένων τζιπ με δυνατότητα μεταφοράς στοιχείου/ημιομάδας, όπως το πολωνικής κατασκευής και κυπριακής σχεδίασης/ανάπτυξης Oncilla ίσως είναι μια λύση, αντίστοιχη αλλά ελαφρύτερη των παλαιών 4Χ4 τροχοφόρων τεθωρακισμένων όπως τα Piranha πρώτης γενιάς, ενώ τεθωρακισμένες εκδόσεις είτε του Hummer (π.χ. τουρκικό Kobra-I/II) είτε του Mercedes G-290 ή και των Land Rover αποτελούν ευρύτατα αποδεκτές λύσεις. Όλα αυτά τα οχήματα παραμένουν τρωτά σε ισχυρές εκρήξεις, αλλά η ευκινησία τους εκτός οδού επιτρέπει ευελιξία και μικρές πιθανότητες παγίδευσης σε ανοικτό πεδίο.
Όσον αφορά το πυρ αυτοάμυνας του οχήματος, αλλά και αυτό που συντελεί στην εκτέλεση της αποστολής (γενικά εξόντωση ή εκδίωξη ενόπλων), οι εποχούμενοι πρέπει να μπορούν να προσβάλλουν πολλών τύπων στόχους, βάλλοντας επιβιβασμένοι, από το όχημα, όταν απαιτείται ταχεία κίνηση, ή αποβιβασμένοι για αποστολές κατάληψης. Η παλαιότερη λύση με τις θυρίδες βολής στα ΤΟΜΑ που επέτρεπε ακριβώς αυτό, εξασθενούσε τη θωράκιση και δεν συνεχίστηκε. Η δυνατότητα μάχης του εποχούμενου πεζικού από το όχημα, ώστε να μην αποτελούν απλούς επιβάτες, αλλά χωρίς υποβάθμιση της προστασίας αποτελούσε και αποτελεί ένα αίνιγμα, ειδικά σε περιβάλλον πυκνής απειλής από εκρήξεις και θραύσματα και με ευρείες γωνίες τρωτότητας όπως οι αστικές περιοχές, όπου οι θυρίδες οροφής είναι αυτοκτονικές.
Αυτό το περιβάλλον, που θεωρείτο τυπικό στον Ψυχρό Πόλεμο, απαιτούσε σφραγισμένο το ΤΟΜΑ και επέτρεπε πυρ μόνο από πολεμίστρες/θυρίδες, που όμως δημιουργούσαν αδύνατα σημεία. Η δε αξιοποίηση των θυρίδων οδηγούσε σε νέα τυφέκια (π.χ. τα Μ231, ένα έκδοχο του Μ16 για το Μ2 Bradley), με διαφοροποιημένο σύστημα απόρριψης καλύκων και εξαγωγής αερίων λόγω της εγγύτητας και του κλειστού χώρου, που όμως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο μέσα από το όχημα επειδή είχαν πολύ μεγάλα μειονεκτήματα για χρήση εκτός αυτού. Αυτό οδηγούσε σε δύο τυφέκια ανά στρατιώτη, με τα ίδια πυρομαχικά αλλά με τεράστιο κόστος και δυσχέρειες στην εκπαίδευση, ακόμη και για επαγγελματίες.
Αντίθετα, βρέθηκαν λύσεις για τα ομαδικά όπλα: η αφαίρεση των πολυβόλων των οχημάτων ήταν τυπική στο Β’ Π.Π. και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την ΕΦ στην Κύπρο το 1974, ενώ αντίστοιχες λύσεις υπήρχαν και για τα βλήματα. Οι εκτοξευτές βλημάτων και τα ΠΑΟ επί τζιπ ήταν αφαιρούμενα και μπορούσαν να μεταφερθούν εκτός οχήματος και να εγκατασταθούν στο έδαφος. Τα τεθωρακισμένα ΑΤ οχήματα, όπως τα Μ-901 και τα Μ-3 Bradley (και ίσως και τα Μ-2) έφεραν πάντα και τρίποδο για αποβιβασμένη χρήση των πυραύλων TOW που όπλιζαν τους εκτοξευτές επί των οχημάτων.
Αυτή η προσέγγιση εκτεινόταν και σε άλλα όπλα: το Μ-6 Linebacker έφερε και φορητό συγκρότημα σκανδάλης για τα βλήματα Stinger που μετέφερε ως αναχορηγεία στον ειδικό τετραπλό εκτοξευτή του, ενώ τα ΤΟΜΟ Μ-106 και Μ-125 το καθένα έφερε και όλμο επί βάσης πεζικού στο αμέσως μικρότερο μέγεθος του κύριου οπλισμού του (δηλαδή το Μ-125 με τον M-29 των 81 χιλ. έφερε και Μ19 των 60 χιλ. ενώ το Μ-106 με τον M-30 των 4,2’ έφερε Μ1 ή Μ29 των 81 χιλ. για αποβιβασμένη χρήση. Οι Σοβιετικοί, από την άλλη, όπλιζαν τα ΒΜΡ-1 και ΒΜΡ-1Ρ με τα φορητά ΑΤ βλήματα του μεταφερόμενου πεζικού (ΑΤ-3 Sagger/9M14 Malyutka και ΑΤ-4 Spigot/9M111 Fagot αντίστοιχα), αλλά στα ΒΜΡ-2 άλλαξαν πρακτική: το όχημα έφερε ΑΤ-5 Spandrel/9M113 Konkurs, πολύ ικανότερο αλλά και βαρύτερο από τα ΑΤ-4 του πεζικού, με αποτέλεσμα να υπάρξει μέριμνα ώστε στην ανάγκη ο εκτοξευτής του να βάλλει ΚΑΙ τα βλήματα ΑΤ-4 της αναχορηγίας του πεζικού, χωρίς καμία προετοιμασία ή τροποποίηση. Σε μια πρωτότυπη προσέγγιση, το ομοαξονικό πολυβόλο του γερμανικού ΤΟΜΑ Puma είναι το MG4 των 5,56χιλ. Χ45 αντί του συνήθους MG3 των 7,62χιλ. (που είναι σαφώς προσφορότερο διαμέτρημα και μπορεί άνετα να τοποθετηθεί αν επιλεγεί) επειδή θεωρείται εξόχως σημαντική η κοινή αναχορηγεία σε πυρομαχικά με τα τυφέκια και ελαφρά πολυβόλα της μεταφερόμενης ομάδας πεζικού.