Πέρα από τις όποιες εθνοκεντρικά προσανατολισμένες βλέψεις των παράκτιων μεσογειακών κρατών, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, η πικρή αλήθεια είναι πως επισήμως η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει – σε μεγάλο μέρος της – μη οριοθετημένη και, ως εκ τούτου, υπό διεκδίκηση. Ενώ ακόμη και όπου υπάρχουν διμερείς οριοθετήσεις, ορισμένες από αυτές αμφισβητούνται.

Το πρόβλημα θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι κατά βάση η Τουρκία, πράγμα που προφανώς και ισχύει: το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 – η τουρκική κατοχή στην Κύπρο και οι παράνομες θαλάσσιες “οριοθετήσεις/συμφωνίες” της TPAO με το ψευδοκράτος – οι μαξιμαλιστικές τουρκικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας και οι αξιώσεις περί περιορισμού των ελληνικών νησιών στα χωρικά τους ύδατα των… 6 ναυτικών μιλίων.

Εάν η Άγκυρα συμφωνούσε να προσφύγει από κοινού με την Αθήνα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάχης (ΔΔΧ) για το θέμα των θαλασσίων οριοθετήσεων, τότε ο Γόρδιος Δεσμός της Ανατολικής Μεσογείου θα άρχιζε σιγά-σιγά να… ξετυλίγεται (αν και πρέπει να είναι σαφές σε όλους πως είναι πολύ πιθανό η όποια απόφαση του ΔΔΧ να μην ανταποκρίνεται πλήρως στις ελληνικές θέσεις).

Δεν είναι, όμως, μόνο η Τουρκία που διαφωνεί με όσα εμείς ως Ελλάδα θα επιθυμούσαμε ιδανικά να κατέχουμε (ως υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο. Η προκήρυξη της 18ης Φεβρουαρίου, με την οποία το υπουργείο Πετρελαίου της Αιγύπτου “προσφέρει” προς εκμετάλλευση οικόπεδα στην Ανατολική Μεσόγειο, ήρθε να μας υπενθυμίσει κάτι επί της ουσίας ήδη γνωστό: ότι το Κάιρο έχει και εκείνο τη δική του άποψη, μια άποψη που δεν συνάδει με την ελληνική, για το πως θα μπορούσαν να χαραχθούν οι οριοθετήσεις νοτίως του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης.

Εάν συμφωνούσαμε σε όλα με τους Αιγύπτιους (και εάν οι Αιγύπτιοι δεν ενδιαφέρονταν για τις ενστάσεις της Τουρκίας), τότε η οριοθέτηση στην οποία καταλήξαμε μαζί τους το καλοκαίρι του 2020 δεν θα ήταν τμηματική αλλά συνολική. Προφανώς και υπάρχει “πρόβλημα” λοιπόν, το οποίο τοποθετείται κατά κύριο λόγο ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, εκεί όπου το αιγυπτιακό υπουργείο Πετρελαίου προσφέρει προς εκμετάλλευση οικόπεδα με βάση τα όρια της διεκδικούμενης όχι από την Ελλάδα αλλά από την Τουρκία υφαλοκρηπίδας.

Σε αυτό το σημείο,  θα έπρεπε ίσως να σημειωθεί, με διάθεση αυτοκριτικής, ότι η Τουρκία έχει καταθέσει από την πλευρά της μονομερώς στον ΟΗΕ τα όρια της διεκδικούμενης από την ίδια υφαλοκρηπίδας, σε αντίθεση με την Ελλάδα που έχει μεν καταστήσει και εκείνη γνωστές τις διεκδικήσεις της αλλά “στο περίπου” (μέσω του νόμου Μανιάτη που “δίνει” μόνο κατευθυντήριες γραμμές).

Οι Αιγύπτιοι, λοιπόν, δεν συμφωνούν μαζί μας στο 100% αναφορικά με τις οριοθετήσεις, όπως άλλωστε δεν συμφωνούσαν μαζί μας ούτε και οι Λίβυοι πριν από τον εμφύλιο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και με δεδομένα όσα έχουν προηγηθεί (το γεγονός ότι το τουρκικό σεισμογραφικό Oruç Reis έφτασε εώς και 6 με 7 ναυτικά μίλια μακριά από τις ακτές του Καστελλόριζου το φθινόπωρο του 2020), ανακύπτουν πια κάποια ερωτήματα:

Ερωτήματα

Υπάρχει περίπτωση, πρακτικά, οι οριοθετήσεις στο καλούμενο τριεθνές (το σημείο όπου θα μπορούσαν να ενώνονται τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου στην Ανατολική Μεσόγειο) να διευθετηθούν μέσα από διμερείς/πολυμερείς διαπραγματεύσεις;

Και αν οι διαπραγματεύσεις είναι πολυμερείς, γίνεται πρακτικά να απουσιάσει από αυτές η Τουρκία (της οποίας τις διεκδικήσεις οι Αιγύπτιοι φαίνεται να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη ανατολικά του 28ου μεσημβρινού); Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται πάντως ότι οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει εδώ και καιρό να συμπεριληφθεί και η Τουρκία στο Φόρουμ για το φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο (EastMed Gas Forum), άποψη την οποία συμμερίζεται επισήμως και η ελληνική κυβέρνηση υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η Άγκυρα να έχει προηγουμένως πάψει κάθε πρόκληση. Υπό το εν λόγω πρίσμα όμως (της πολυμερούς διαπραγμάτευσης με τη συμμετοχή και την Τουρκίας), αποκτά νόημα και όλη αυτή η ζέση με την οποία προωθείται διεθνώς εδώ και κάποιους μήνες η προοπτική μιας πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο.

Ο απόστρατος Υποναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού Στέλιος Φενέκος έχει από την πλευρά του προτείνει την προσφυγή της Ελλάδας μαζί με την Αίγυπτο και την Κύπρο είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είτε στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας του Αμβούργου, για την οριοθέτηση των ΑΟΖ πέραν του μεσημβρινού 27° 59´ 02”, υπογραμμίζοντας πως σε μια τέτοια περίπτωση η Τουρκία θα αναγκαστεί και εκείνη (κατά πάσα πιθανότητα) να συμμετάσχει παριστάμενη και εκπροσωπούμενη ή με υπομνήματα.

Όταν αποφασίζει η αγορά

Στο τέλος της ημέρας ωστόσο, τη βιωσιμότητα των όποιων ενεργειακών πρότζεκτ πρόκειται να την κρίνει η αγορά, όπως φρόντισε άλλωστε να μας υπενθυμίσει στις 04 Μαρτίου και ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ («όλες οι ερωτήσεις σχετικά με τους αγωγούς θα πρέπει να τεθούν στην αγορά, που είναι και η μόνη που μπορεί να απαντήσει»), με την υποσημείωση όμως ότι η “αγορά” προτιμά – σε γενικές γραμμές – να βλέπει αριθμούς κι όχι σημαίες.

Η πολιτική αναξιοπιστία της (φτωχής σε εγχώρια ενεργειακά κοιτάσματα) Τουρκίας του Ερντογάν προφανώς και έχει προκαλέσει προβληματισμό ευρύτερα στη διεθνή σκηνή, προβληματισμό που μπαίνει όντως εμπόδιο στο ενδεχόμενο να περάσουν από το τουρκικό έδαφος νέοι αγωγοί ενέργειας (που θα συνδέουν τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου με τις αγορές της Ευρώπης).

Η Τουρκία φαίνεται, λοιπόν, να μένει εκτός των εν λόγω διελεύσεων, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται αυτομάτως πολιτικοοικονομικά οφέλη για Ελλάδα και Κύπρο, ή τουλάχιστον όχι στον βαθμό που πολλοί πίσω στην Ελλάδα και στην Κύπρο θα επιθυμούσαν.

Ο προτεινόμενος αγωγός φυσικού αερίου EastMed, για τον οποίο έχουν πια γραφτεί τόσα πολλά, θεωρείτο εξαρχής ένα εξαιρετικά ακριβό και τεχνικά δύσκολο έργο. Και το συγκεκριμένο έργο, που έχει πέσει στο τραπέζι και εξετάζεται επισήμως ήδη από το 2011, μοιάζει πια είτε να χάνει έδαφος έναντι άλλων επιλογών (ενδεικτική η πρόσφατη συμφωνία Ισραήλ-Αιγύπτου για τη μεταφορά ισραηλινού φυσικού αερίου μέσω αγωγών προς υγροποίηση στους σταθμούς της Αιγύπτου), είτε να αναθεωρείται προς απογοήτευση της Κυπριακής Δημοκρατίας που έχει επενδύσει σημαντικό πολιτικό και διαπραγματευτικό κεφάλαιο στην προοπτική της υλοποίησής του.

Οι ανατροπές που έφερε στον χώρο της ενέργειας η πανδημία (πτώση στις τιμές, πάγωμα μεγάλων πρότζεκτ) έρχονται να διαμορφώσουν πια ένα νέο τοπίο, ειδικά εάν συνδυαστούν και με τη στροφή που σημειώνεται διεθνώς προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όσοι επιδιώξουν στο εξής να επενδύσουν πολιτικά-διαπραγματευτικά σε ενεργειακά πρότζεκτ, καλό θα ήταν να έχουν αυτά τα νέα δεδομένα υπόψιν. Διότι σε τελική ανάλυση… «όλες οι ερωτήσεις σχετικά με τους αγωγούς θα πρέπει να τεθούν στην αγορά, που είναι και η μόνη που μπορεί να απαντήσει», όπως θα δήλωνε άλλωστε με νόημα προ ημερών και ο κύριος Πάιατ.