«Η Αμερική επέστρεψε, έτοιμη να ηγηθεί της υφηλίου», διακήρυξε ο Τζο Μπάιντεν στις 24 Νοεμβρίου… στέλνοντας έτσι ένα διττό μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα:  Προαναγγέλλοντας τη ρήξη με το πρόσφατο παρελθόν της τετραετίας Τραμπ αλλά και την «επιστροφή» σε μια «κανονικότητα» που δεν θα καθοδηγείται πια από ανερμάτιστες εκρήξεις αμερικανικού απομονωτισμού ή απαξίωσης των διεθνών θεσμών όπως εκείνοι έχουν διαμορφωθεί μετα(ψυχρο)πολεμικά στον δυτικό κόσμο.

Θεμιτές και ευπρόσδεκτες οι μεγαλεπήβολες δηλώσεις καθώς δείχνουν διαθέσεις. Το ερώτημα όμως παραμένει: Σε ποιον ακριβώς κόσμο επιστρέφει η Αμερική και σε ποιο ακριβώς σημείο της ιστορίας; Με ποιες ακριβώς διαθέσεις και με ποιες προοπτικές;

Ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η τετραετία Τραμπ, με άλλα λόγια, δεν σβήνεται, όχι επειδή ο Τραμπ έφερε βαθιές τομές στη διεθνή σκηνή αλλά επειδή η διεθνής σκηνή διανύει ούτως ή άλλως τη δική της περίοδο αναδιαμόρφωσης, πέρα από τις όποιες ιδιαιτερότητες της διακυβέρνησης Τραμπ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε κάθε περίπτωση, όντως επιστρέφουν ως περισσότερο αξιόπιστος και προβλέψιμος, συνεπής και σταθερός – διεθνώς προσανατολισμένος – πόλος στη διεθνή σκηνή, έπειτα από τέσσερα χρόνια ακατάσχετου τραμπικού τιτιβίζειν και αλλεπάλληλων προσωποκεντρικών προεδρικών παλινωδιών. Τι θα πρέπει, ωστόσο, να αναμένουμε ως προς όλα εκείνα που μας αφορούν στα μέτωπα, εν προκειμένω, των ελληνοτουρκικών, της Ανατολικής Μεσογείου και των διατλαντικών σχέσεων;

Το κλειδί των απαντήσεων φαίνεται να βρίσκεται στα χέρια δύο αξιωματούχων:

  • του 58χρονου Άντονι Μπλίνκεν, πάλαι ποτέ υφυπουργού Εξωτερικών του Ομπάμα, που πρόκειται να διαδεχθεί τον Μάικ Πομπέο στην κεφαλή του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών,
  • και του 43χρονου Τζέικ Σάλιβαν, πάλαι ποτέ επικεφαλής σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επί Ομπάμα, που αναμένεται να αναλάβει νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου στη θέση του Ρόμπερτ ο’ Μπράιεν.

O Μπλίνκεν τυγχάνει γέννημα-θρέμμα των μηχανισμών (the blob) που κινούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική εδώ και δεκαετίες. Ο πατέρας του (Ντόναλντ Μπλίνκεν) υπήρξε πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουγγαρία. Ο θείος του (Άλαν Μπλίνκεν) υπήρξε επίσης πρέσβης των ΗΠΑ στο Βέλγιο. Όσο για τον πατριό του (Σάμιουελ Πιζάρ), εκείνος είχε διατελέσει σύμβουλος του Τζον Φ. Κένεντι. Ο ίδιος ο Άντονι Μπλίνκεν μιλάει άπταιστα τα γαλλικά, ενώ έχει ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά την Ευρώπη, την οποία και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ως «ζωτικής σημασίας εταίρο». Για έναν αξιωματούχο που έχει μεν «γαλλική παιδεία» αλλά έχει παράλληλα χαρακτηρίσει και τη Γερμανία «τον πιο σημαντικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην Ευρώπη» επικρίνοντας μάλιστα δημόσια την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει μέρος των αμερικανικών στρατευμάτων από εκεί.

Αν και νεότερος σε ηλικία, ο Τζέικ Σάλιβαν έχει επίσης πίσω του μακρά πορεία στο πεδίο του σχεδιασμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έχοντας θητεύσει δίπλα στον Μπαράκ Ομπάμα και στη Χίλαρι Κλίντον. Θεωρείται, μάλιστα, ένας από τους «αρχιτέκτονες» της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (JCPOA) που υπέγραψε η κυβέρνηση Ομπάμα το 2015 και «ακύρωσε» η κυβέρνηση Τραμπ το 2018.

Οι Μπλίνκεν και Σάλιβαν έχουν ένα κοινό: γνωρίζουν σε βάθος τα θέματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και, ειδικότερα, τα θέματα της ευρύτερης ελληνικής γειτονιάς (Συρία, Ιράν, βόρεια Αφρική κ.ά.). Δύνανται, με άλλα λόγια, να ηγηθούν μιας συνολικής αμερικανικής θεώρησης που θα κινείται στη βάση πραγματικών δεδομένων και όχι προσωπικών προεδρικών συμπαθειών, αναγνωρίζοντας την αξία της διαφύλαξης των διατλαντικών σχέσεων, με το ΝΑΤΟ να παραμένει στο πεδίο ως πυλώνας των εξελίξεων.

Υπό την ηγεσία τους, οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Ευρώπη, σχέσεις που είχαν δοκιμαστεί (όπως με τη Γερμανία επί παραδείγματι την περίοδο που ήταν πρέσβης των ΗΠΑ εκεί ο αμφιλεγόμενος Ρίτσαρντ Γκρένελ) αναμένεται να αποκατασταθούν, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι έτσι ξαφνικά κλείνουν ή επιλύονται και όλα τα ανοιχτά μέτωπα των διατλαντικών δεσμών (φορολογία τεχνολογικών κολοσσών, εμπορικές συμφωνίες, ΝΑΤΟικοί-αμυντικοί προϋπολογισμοί, σινοευρωπαϊκές-ευρωρωσικές σχέσεις κ.ά.).

Εάν κάποιοι Ευρωπαίοι στο Βερολίνο (επί παραδείγματι η Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ) ή στη Βαρσοβία ευελπιστούν να «φορτώσουν» εκ νέου όλη την αμυντική θωράκιση της Ευρώπης στις ΗΠΑ, ας το ξανασκεφτούν. Το αμερικανικό «πίβοτ» προς Ασία-Ειρηνικό που ξεκίνησε επί Ομπάμα (όταν η διοίκηση Ομπάμα είχε στις τάξεις τους Μπλίνκεν και Σάλιβαν) παραμένει.

Το μπαλάκι στην Τουρκία

Το μεγάλο ερώτημα, βέβαια, στα καθ’ ημάς έχει να κάνει με την Τουρκία και τη στάση που θα επιλέξει να κρατήσει απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν η επερχόμενη αμερικανική διοίκηση.

Όσοι θέλουν να βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο, υποστηρίζουν ότι ο Άντονι Μπλίκεν δεν έχει υπάρξει τόσο «σκληρός» απέναντι στην Τουρκία όσο άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι τα ονόματα των οποίων είχαν επίσης ακουστεί ως υποψήφια για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών (Μισέλ Φλόρνοϊ, Τζακ Ριντ, Τάμι Ντάκγουορθ).

Όσοι, από την άλλη, θέλουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, ανατρέχουν για παράδειγμα στο γεγονός ότι ο Άντονι Μπλίκεν έχει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν εκφραστεί υπέρ:

  • των Κούρδων της Συρίας,
  • της αποφασιστικότερης αμερικανικής εμπλοκής στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης,
  • της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας στην Κύπρο (με tweet του στις 27 Οκτωβρίου στο οποίο μάλιστα αποδοκιμάζει ανοιχτά και τις δηλώσεις των Ερντογάν-Τατάρ)
  • και της ακύρωσης-ανάκλησης της απόφασης του Ερντογάν περί μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τέμενος (με tweet του στις 11 Ιουλίου).

Μπλίνκεν και Σάλιβαν δεν έχουν σε καμία περίπτωση ξεγράψει την Τουρκία. Προσβλέπουν, αντιθέτως, σε μια «περισσότερο παραγωγική και θετική», μάλλον συναλλακτική, σχέση με την Άγκυρα η οποία θα μπορεί έτσι να αξιολογείται και με συναλλακτικούς όρους. Οι ίδιοι φροντίζουν όμως παράλληλα να ρίξουν το μπαλάκι στο καθεστώς Ερντογάν. Όπερ σημαίνει ότι είναι η στάση του Ερντογάν που πρόκειται να κρίνει την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων τους προσεχείς μήνες. Εάν η τουρκική προεδρία επιλέξει να παραμείνει σε τροχιά αντιδυτικών προκλήσεων, τότε η νέα αμερικανική διοίκηση δεν θα διστάσει (έπειτα από ένα διάστημα κάποιων και ανάλογα με τις εξελίξεις) να σηκώσει το γάντι ενδεχομένως επιβάλλοντας κυρώσεις.

Οι προοπτικές για την Ελλάδα και το ελληνικό πλάνο

Σε ό,τι μας αφορά ως Ελλάδα, το υψηλό επίπεδο των ελληνοαμερικανικών δεσμών (στρατηγικός διάλογος, επενδύσεις, επικαιροποιημένη Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας – MDCA κ.ά.) παραμένει κατοχυρωμένο, όπως άλλωστε και η αμερικανική στήριξη προς τα πολυμερή σχήματα συνεργασίας της Ανατολικής Μεσογείου στα οποία όμως οι Αμερικανοί θα ήθελαν να μπορέσει κάποια στιγμή να ενταχθεί και μια λιγότερο προκλητική-περισσότερο φιλοδυτική Τουρκία. Ερωτηματικά εγείρονται γύρω από την πορεία των αμερικανο-ισραηλινών δεσμών που μένει να φανεί εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν να επηρεαστούν από μια επαναπροσέγγιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν.

Η ελληνική πλευρά (κορυφαίος σύμβουλος του πρωθυπουργού, σε συνεργασία και με άλλες υπηρεσίες) εμφανίζεται παράλληλα να διαμορφώνει μια «συνολική» ελληνική πρόταση-πλάνο προς την επερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση με στόχο αυτή να παρουσιαστεί στην αμερικανική πλευρά «το συντομότερο δυνατό», μια πρόταση που θα παρουσιάζει το όραμα της Ελλάδας για την περιοχή αλλά και τα συγκεκριμένα – αμοιβαία επωφελή και για τις δύο χώρες – σημεία πάνω στα οποία Ελλάδα και ΗΠΑ θα μπορούσαν να συνεργαστούν στο πλαίσιο αυτού του οράματος-πλάνου. Ο στόχος είναι αυτές οι προτάσεις να κοινοποιηθούν στην αμερικανική πλευρά το συντομότερο δυνατό, έπειτα από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν στα τέλη Ιανουαρίου, αν και υπάρχουν δίαυλοι που θα μπορούσαν να μεταφέρουν ιδέες προς την αμερικανική πλευρά και νωρίτερα.

Όσο για την Τουρκία του Ερντογάν, εκείνη εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα να κάνει στη θεωρία ανοίγματα προς τη Δύση, δηλώνοντας έτοιμη να συνεργαστεί στενότερα με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση αλλά και με την Ευρώπη, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν και φήμες που θέλουν τον Ερντογάν να ετοιμάζεται να προχωρήσει ακόμη και στην απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων.

Ο προεδρικός εκπρόσωπος Ιμπραχίμ Καλίν (και όχι ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που λέγεται πως δεν τα πηγαίνει καλά με το περιβάλλον Ερντογάν) βρέθηκε προ ημερών στις Βρυξέλλες για επαφές με κορυφαίους Ευρωπαίους αξιωματούχους, ενώ στις 9 Δεκεμβρίου είναι προγραμματισμένο να πάρει μέρος ως κεντρικός ομιλητής και σε διαδικτυακή συζήτηση του «German Marshall Fund of the United States» με θέμα το μέλλον των δεσμών στον άξονα Δύσης-Τουρκίας. Παράλληλα, εκπρόσωποι της τουρκικής κυβέρνησης φέρονται – σύμφωνα με τους New York Times – να έχουν επαφές και με λομπίστες στις ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιβάλλον του Τζο Μπάιντεν.

Όσο για τον Μπουρχανετίν Ντουράν του ερντογανικού τουρκικού ερευνητικού ινστιτούτου SETA, εκείνος προ ημερών κάλεσε μέσα από άρθρο του τον Μπάιντεν… να επαναπροσεγγίσει την Τουρκία εάν θέλει να περιορίσει την επέκταση της Ρωσίας και να δώσει νέα πνοή ζωής στο ΝΑΤΟ. «Η Τουρκία, ως κορυφαία σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, εξισορροπεί τη ρωσική επιρροή σε Λιβύη, Συρία και Ναγκόρνο-Καραμπάχ», υποστήριξε ο Ντουράν… αντιστρέφοντας την πραγματικότητα.