Επιτάχυνση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς εκ των προτέρων στοιχειώδη ανταλλάγματα και δεσμεύσεις των πρωθυπουργών Έντι Ράμα και Ζόραν Ζάεφ (ήδη παραιτηθείς) ή άλλων θεσμικών παραγόντων των χωρών τους.

Αρχικά, ο υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τους ομολόγους του των δύο βαλκανικών κρατών να συμμετάσχουν σε πρόγευμα κατά το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Δεκεμβρίου. Η πρόσκληση ενίσχυσε τη δημόσια εικόνα των κ.κ. Ράμα και Ζάεφ μετά την απόρριψη της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των χωρών τους από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Οκτωβρίου 2019 σε συνέχεια παρόμοιας απόφασης του Ιουνίου 2018. Θα ακολουθήσει, εντός του πρώτου τριμήνου του 2020, το μεγαλύτερο βήμα της διοργάνωσης ειδικής βαλκανικής συνόδου στη Θεσσαλονίκη με μεγάλες ελληνικές προσδοκίες, αλλά σίγουρα περιορισμένη αποτελεσματικότητα στις Βρυξέλλες.

Ωστόσο η κυβέρνηση, στην παρούσα φάση, θα μπορούσε να δώσει προτεραιότητα: πρώτον, στην εξασφάλιση εγγυήσεων από τα Τίρανα και τα Σκόπια, όπως π.χ. για την πραγματική νομική εξασφάλιση των ελληνικών περιουσιών στη Χειμάρρα και την άμεση συμμόρφωση έστω στους όρους της (ήδη κάκιστης) Συμφωνίας των Πρεσπών αντίστοιχα. Και, δεύτερον, στην αποτελεσματική συνεννόηση με τους βασικούς εταίρους της Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ώστε να επηρεαστεί (στο μέτρο του δυνατού) η βαλκανική πολιτική τους και να συνδέσουν τις δράσεις τους με τις κινήσεις της Αθήνας.

Η ελληνική κυβέρνηση «ποντάρει» τα πάντα στους κ.κ. Ζάεφ και Ράμα, φοβούμενη την ανατροπή τους και την υιοθέτηση πιο αδιάλλακτων θέσεων από τους διαδόχους τους, αλλά στην πράξη προσφέρει σήμερα υπερβολικά πολλά, χωρίς τη λογική και θεμιτή απαίτηση χειροπιαστών ανταλλαγμάτων.

Παράλληλα, η Αθήνα δεν έχει διαμορφώσει, μετά τις αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου, αμοιβαία επωφελή πολιτική για τα Δυτικά Βαλκάνια αφενός με τις Ηνωμένες Πολιτείες και αφετέρου με τους ισχυρούς ευρωπαίους εταίρους. Η Ουάσιγκτον (παρά την οργή της για την προσέγγιση Αθήνας-Πεκίνου) θέλει να αποδώσει στη χώρα μας ευρύτερο βαλκανικό ρόλο, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει απαντήσει με ρεαλιστικές προτάσεις πέραν της αόριστης προσδοκίας οικονομικής συνεργασίας με τις χώρες της περιοχής. Παρόμοια δυστοκία παρατηρείται στις συνεννοήσεις της Αθήνας με το Παρίσι, καθώς η ελληνική κυβέρνηση περιορίζεται στις θεωρίες περί ενίσχυσης της σταθερότητας των Βαλκανίων και θωράκισής τους έναντι της δράσης τρίτων (Ρωσία, Κίνα, Τουρκία, ισλαμιστές) και δεν εισέρχεται στην ουσία των γαλλικών παρατηρήσεων για τις ελλιπείς μεταρρυθμίσεις σε Τίρανα και Σκόπια και την ανάγκη αλλαγής των διαδικασιών διεύρυνσης της Ε.Ε.

Ταυτόχρονα, η Γαλλία, καθώς και η Ολλανδία, δίνουν το μήνυμα πως δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η (κατά μικροπολιτικό τρόπο και με τη γνωστή έκφραση «εδώ είναι Βαλκάνια») επιτυχία των κ.κ. Ράμα και Ζάεφ να στρέψουν το διεθνές ενδιαφέρον στις εσωτερικές διαφωνίες της Ε.Ε. αντί να απολογούνται για τις δικές τους ευθύνες!