Πανεπιστημιακοί και διπλωμάτες αντάμα με τους …ειδικούς αναλυτές
Στη φωτογραφία: Το αίσθημα της ευθύνης πρέπει να διακρίνει τους κρατικούς λειτουργούς-διπλωμάτες, καθώς τούτο επιβάλλεται από τη διαρκή, χωρίς ημερομηνία λήξης, δέσμευση ευθύνης σύμφωνα με τον όρκο που έδωσαν στον πρώτο όροφο του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Βασιλίσσης Σοφίας.
Η δύσκολη και απαιτητική δουλειά του διπλωμάτη δεν είναι να ανταγωνίζεται τους πανεπιστημιακούς. Όπως επίσης δεν είναι βασική αποστολή των πανεπιστημιακών δασκάλων να συναγωνίζονται -συχνά δε ορισμένοι να υποτιμούν- τη δουλειά του διπλωμάτη. Άλλη η δική τους αποστολή και διαφορετική η δική μας. Η σταθερή μου θέση, την οποία με προσήλωση ακολούθησα κατά τη μακρά θητεία μου στο υπουργείο Εξωτερικών, ήταν και παραμένει ότι απαιτείται ο συγχρωτισμός και η τακτική συνέργεια διπλωματών και πανεπιστημιακών. Παρότι, συχνά στην εποχή μας, τα όρια της συνέργειας αυτής μπορεί να γίνονται δυσδιάκριτα.

Πώς είναι δυνατόν να μη χαιρετίσει κανείς την εξαιρετική παρουσία στην κορυφή του υπουργείου Εξωτερικών διακεκριμένων πανεπιστημιακών διδασκάλων, ορισμένοι από τους οποίους είχαν διαπρέψει κατά διαστήματα και στην πολιτική, ή το υποδειγματικό ακαδημαϊκό και συγγραφικό έργο των διπλωματών Αλέξη Κύρου, Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, Αγγέλου Βλάχου και Δημητρίου Μπίτσιου; Επιπλέον, ας σημειώσουμε και την, κατά κανόνα, πετυχημένη πορεία διπλωματών που δοκίμασαν τον πολιτικό στίβο ή ανέλαβαν κυβερνητικούς, υπουργικούς θώκους.
Ως διπλωμάτης διατηρώ τις καλύτερες εντυπώσεις και το πολύτιμο όφελος που έχω αποκομίσει από την αμφίδρομη σχέση με αξιόλογα ερευνητικά κέντρα και ιδρύματα μελετών και τη συνέργεια με τους πανεπιστημιακούς, εκτός των διπλωματών, που τα στελεχώνουν. Τόσο εντός συνόρων, όσο και στις χώρες στις οποίες η Ελλάδα με τίμησε, δίνοντάς μου το προνόμιο να την υπηρετήσω. Κυρίως δε, κατά την οκταετή συνολικά παραμονή μου στις Ηνωμένες Πολιτείες (στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ και ως, πρέσβης, στην Ουάσιγκτον). Τους διαβάζω με προσοχή, τους μελετώ, τους ακούω, τους συναντώ και προστρέχω συχνά στη σωρευμένη γνώση τους. Συμπλέω, συμφωνώ ή διαφωνώ. Χρειάζεται να διευκρινίσω ότι, όταν αναφέρομαι στην ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν περιορίζομαι, ασφαλώς, στους καθηγητές διεθνών σχέσεων ή διεθνούς δικαίου. Οι δύο κατηγορίες αυτές άλλωστε δηλώνουν ότι αποκλίνουν, μεταξύ τους, τόσο ως προς την αξιολόγηση του ειδικού βάρους της εξειδίκευσής τους, όσο και στην κατανόηση και ανάλυση των διαφόρων όψεων της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών κανόνων.
Η διπλωματία σήμερα -περισσότερο, ίσως, από χθες- απαιτεί το συγχρωτισμό των διπλωματών όχι μόνο με διεθνολόγους, με νομικούς, με οικονομολόγους-οικονομέτρες, με ιστορικούς και -ειδικά για την Ελλάδα- με τους ανθρώπους του Πολιτισμού. Όπως όμως καταδεικνύουν οι εξελίξεις, απαραίτητη και αναγκαία πλέον είναι η συνέργεια με περιβαλλοντολόγους και με τους ειδικούς της υγείας, κυρίως, δε τους επιδημιολόγους-πανδημιολόγους.
Το αίσθημα της ευθύνης είναι το στοιχείο εκείνο που, κυρίως, χαρακτηρίζει (πρέπει να διακρίνει) τον κρατικό λειτουργό-διπλωμάτη. Τούτο επιβάλλει η διαρκής, χωρίς ημερομηνία λήξης, δέσμευση ευθύνης σύμφωνα με τον όρκο που δώσαμε στον πρώτο όροφο του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Άλλοι με αισθήματα υπερβολικής αυτοπεποίθησης για την πορεία τους που δυστυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν, άλλοι -όπως εγώ- με ζωηρές αμφιβολίες και ανασφάλεια για τον βηματισμό μας και το μέλλον μας στη Διπλωματική Υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Δεν ξέρω πλέον αν η γραμμή αυτή της ευθύνης είναι τόσο έντονη ή αν το χρώμα της έχει με τα χρόνια, και λόγω χρήσης, χάσει τη ζωηράδα του. Αυτή η έντονη ή, κατά περίπτωση, ξεθωριασμένη γραμμή μας υπενθυμίζει ακόμη και σήμερα το βάρος της ευθύνης που κουβαλάμε. Ιδίως σε περιόδους έντασης ή κρίσης –τείνουν να γίνουν μόνιμο της γειτονιάς μας χαρακτηριστικό – η ευθύνη, η σύνεση και το μέτρο επιβάλλεται να επικρατούν στους διπλωματικούς, καθώς επίσης στους στρατιωτικούς και σε άλλους -ειδικής ευθύνης και αποστολής- κρατικούς λειτουργούς.
Δεν συγχωρείται η παρέμβασή μας στο δημόσιο διάλογο να γίνεται μόνο απλώς χάριν της συμμετοχής, αν δεν υπάρχει ουσία. Αν δεν έχουμε κάτι ουσιαστικό να προτείνουμε. Αν δεν έχουμε, πραγματικά, κάτι το συγκεκριμένο να πούμε. Προτάσεις όμως που να στηρίζονται στη γνώση και όχι απλά να αποτελούν την έκφραση γνώμης. Όχι δηλαδή εικασίες, μαθήματα δεοντολογίας ή επιδερμικές διαπιστώσεις. Με αίσθημα ευθύνης όχι μόνο στα στιγμιαία αντανακλαστικά του κοινού-την κοινή γνώμη- αλλά κατ’ εξοχήν απέναντι σε αυτό που αντιπροσωπεύουμε μετά τέσσερις σχεδόν δεκαετίες διαδρομής με την ιδιότητα του κρατικού λειτουργού, του διπλωμάτη. Η ευθύνη λοιπόν δεν τελειώνει τη μέρα που σε πληροφορεί το Υπουργείο, στέλνοντας σου ένα τυποποιημένο έγγραφο με τη φράση «..σας ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας». Σπάνιες άλλωστε είναι οι περιπτώσεις που το Υπουργείο σου δίνει την ευκαιρία να το χαιρετίσεις, αποχαιρετώντας το. Συνήθως, σου απονέμουν και ένα παράσημο. Σε όλους ανεξαιρέτως, χωρίς δηλαδή ούτε την στιγμή αυτή της εξόδου, της αφυπηρέτησης , να απονέμεται ως μία διακριτή διάκριση. Σε όλους; Ναι, εκτός αν οι αρμόδιοι εξ αμελείας παραλείψουν να κινήσουν τη διαδικασία. Έχω υπόψη μία χαρακτηριστική περίπτωση πρέσβη που -κηδόμενος της προσωπικής του αξιοπρέπειας- δεν το έλαβε μεν, απέφυγε δε να το ζητήσει ο ίδιος.

Πρόσφατα, άκουσα την αποστροφή «εμείς οι πανεπιστημιακοί». Πόσο εύκολα θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει «εμείς οι διπλωμάτες». Την έχω άλλωστε ακούσει -όχι χωρίς κάποια έπαρση- και στο δικό μας το συνάφι. Ο διπλωμάτης δεν υποχρεώνεται -δεν έχει το δικαίωμα θεωρώ- να ταχθεί δογματικά υπέρ κάποιας σχολής. Στη δουλειά μας, στο υπουργείο Εξωτερικών, δεν έχουμε την πολυτέλεια και την ευχέρεια να διαλέγουμε σχολή πολιτικής σκέψης ή μεθοδολογίας ή να επιλέγουμε δόγματα και ετικέτες. Δεν υπάρχει σχολή ρεαλιστών, ουτοπιστών, στρουκτουραλιστών, ντετερμινιστών, βολονταριστών, εκσυγχρονιστών, νεωτεριστών, ριζοσπαστών, αναθεωρητών ή ρομαντικών. Ορθόδοξων, σχισματικών και αιρετικών, πρωτοπόρων, βραδυπόρων ή οπισθοδρομικών. Ακόμη λιγότερο, δεν υπάρχει κατάταξη σε μαλακούς ή σκληρούς, σε στεγνούς και γλαφυρούς. Σε δυναμικούς, σκληρούς και σε ήπιους και μαλθακούς. Σε ανένδοτους και ενδοτικούς. Σε εθνικιστές και σε διεθνιστές. Προσωπικά, αποδέχομαι ευχαρίστως τον χαρακτηρισμό του «πατριδοκεντρικού» που μου απηύθυνε, σε συζήτησή μας, φίλος ακαδημαϊκός εγνωσμένου κύρους. Δεν γνωρίζω αν είχε σκωπτική διάθεση. Ο όρος εν τούτοις αυτός συνάδει, απολύτως, με το περιεχόμενο του όρκου που έχουμε δώσει. Δεν τον παίρνουμε πίσω.
Οι διπλωμάτες οφείλουμε να διαβάζουμε, να βασανίζουμε και να ακονίζουμε το μυαλό μας. Η γνώση και η εμπειρία πάνε χέρι-χέρι. Σε λάθος και μάλλον ολισθηρό δρόμο θα βαδίζαμε, αν υπεροπτικά πιστέψαμε ότι μόνο «εμείς οι διπλωμάτες» έχουμε την αποκλειστικότητα στα μαγικά ραβδιά. Αν όχι της διάγνωσης, σίγουρα της θεραπείας των διεθνών προβλημάτων. Όπως σε λάθος δρόμο, χωρίς αφετηρία και σαφή τελικό προορισμό, βρίσκονται εκείνοι οι -πάσης φύσεως- «βαθυστόχαστοι» -συχνά δε, πομπώδεις το ύφος- αναλυτές που με το δημόσιο λόγο τους, διαχρονικά και συχνά, απαξιώνουν το υπουργείο Εξωτερικών και τους διπλωμάτες, κάνοντας ανέξοδη και, κατά κανόνα, εμπαθή κριτική. Κάποιοι εξ αυτών προσφεύγουν καταχρηστικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ό,τι και αν συμβεί, από την Πιονγιάγκ μέχρι τη Μόσχα και την Ουάσινγκτον και από την Νουμέα μέχρι το Παρίσι και το Βερολίνο, ο εύκολος και άμεσος στόχος κριτικής είναι το υπουργείο Εξωτερικών, οι πρεσβείες, οι διπλωμάτες. Συχνά δε, ακούμε και διαβάζουμε την τόσο ενοχλητική -κυρίως όμως άδικη- αποστροφή από τους παντογνώστες ακατάσχετα βαρύγδουπους δημοσιολογούντες «τι κάνουν οι διπλωμάτες μας;» ή το τετριμμένο «.κοιμάται η διπλωματία μας». Τόσο άδικα και τόσο άσκοπα.

Να το ομολογήσω. «Ζηλεύω» συνάμα την απεριόριστη ελευθερία με την οποία κάποιοι βαθυστόχαστοι ειδικοί-αναλυτές διατυπώνουν τις απόψεις τους στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας γενικότερα. Γνωρίζουν πότε θα γίνει το «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο, ενώ δεν το πολυσκέφτονται πριν δημόσια προτείνουν «πυρ» κατά των αντιπάλων σκαφών και αεροσκαφών. Έχουν άποψη, η οποία μπορεί μεν να στηρίζεται στο γενικό γνωστικό πεδίο των διεθνών σχέσεων, δεν έχουν όμως πρόσβαση στην ακριβή, καθημερινή πληροφόρηση που διαθέτουν το υπουργείο Εξωτερικών, το υπουργείο Άμυνας και οι υπηρεσίες Πληροφοριών. Ούτε την πείρα των χειρισμών που έχει με τον καιρό, συχνά μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, αποκτήσει ο διπλωμάτης.
Όμως μεγαλύτερο λάθος -δεν βρίσκω ισχυρότερο και πλέον δόκιμο όρο- πράττουν εκείνοι που, συστηματικά, με το περιεχόμενο της αρθρογραφίας τους -ειδικά ως προς την αντιμετώπιση της Τουρκίας- δυσχεραίνουν τους ελληνικούς χειρισμούς. Αμβλύνουν την καθαρότητα και αποδυναμώνουν την πειστικότητα των ελληνικών μηνυμάτων, προβάλλοντας συστηματικά τη θέση ότι η Ελλάδα, ως αδύναμη, καλόν θα είναι να τα βρει με την ισχυρότερη Τουρκία, αποδεχόμενη το πλαίσιο και τους όρους του παιχνιδιού που προσπαθεί να επιβάλλει η Άγκυρα. Ή, ακόμη, ότι η Ελλάδα έχει δήθεν «μαξιμαλιστικές» θέσεις έναντι της δήθεν «μετριοπαθούς», προφανώς, Τουρκίας.