Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, όπως ο υπουργός Άμυνας της Λετονίας Αρτίς Παμπρίκς, κατηγορούν τη Γερμανία πως «διχάζει την Ευρώπη» με την «ανήθικη και υποκριτική» στάση που έχει υιοθετήσει.

Όχι, δεν αναφέρονται στην – υποχωρητική, υπολογιστική, υποκριτική, κοντόθωρα γερμανοκεντρική – στάση του Βερολίνου έναντι της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αν και θα μπορούσαν. Αναφέρονται στη γερμανική στάση έναντι της Ρωσίας του Βλάντιμιρ Πούτιν, μια στάση που έχει αποξενώσει την ανατολική-βορειοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ προκαλώντας αντιδράσεις από τον σκανδιναβικό βορρά και τη Βαλτική έως τη Ρουμανία.

Τουρκία – Ρωσία – Ουκρανία

Η γερμανική «Realpolitik», έναντι αναθεωρητών γειτόνων με τους οποίους το Βερολίνο διατηρεί παλαιόθεν στενούς δεσμούς, προκαλεί ρήγματα εντός της ΕΕ. Άλλα κράτη-μέλη (Ελλάδα, Κύπρος) διαμαρτύρονται για τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία – το άτυπο διευθυντήριο της Ευρώπης – προσεγγίζει την Τουρκία του Ερντογάν, και άλλα (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία, Σουηδία, Πολωνία, Φινλανδία κ.ά.) για τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία προσεγγίζει τη Ρωσία του Πούτιν.

Ακριβώς έναν χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο του 2021, πολλοί εντός της ΕΕ είχαν επικρίνει έντονα – ως «υποχωρητική» και «εξευτελιστική για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση» – την τότε επίσκεψη (4-6 Φεβρουαρίου) του Ισπανού επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ στη Μόσχα. Πολλοί είχαν φτάσει μάλιστα τότε στο σημείο να ζητήσουν και την απομάκρυνση του Μπορέλ από τη θέση του ύπατου εκπροσώπου, αναγκάζοντάς τον στην πορεία να απολογηθεί ενώπιον του ευρωκοινοβουλίου.

«Διερωτάται κανείς […] εάν θα μπορούσαν […] Έλληνες, Κύπριοι κ.ά. να ασκήσουν και εκείνοι πιέσεις προς την πλευρά του Ζοζέπ Μπορέλ διεκδικώντας μια περισσότερο “απαιτητική” ευρωπαϊκή στάση έναντι της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που συνεχίζει να προκαλεί […]», γράφαμε στο Α&Δ τότε, τον Φεβρουάριο του 2021, στο πλαίσιο άρθρο υπό τον τίτλο «Το ευρωπαϊκό “αντάρτικο” κατά του Μπορέλ ως… ευκαιρία για την Ελλάδα να πιέσει».

Δώδεκα μήνες μετά, και με την ένταση στο Ουκρανικό μέτωπο να έχει εν τω μεταξύ οξυνθεί δραματικά, οι ενδοευρωπαϊκές ρωγματώσεις ανοίγουν εκ νέου, με την υποσημείωση ωστόσο πως ό,τι συμβαίνει πέριξ της Ουκρανίας δεν περιορίζεται εκεί.

Σύμφωνα με τον πρώην υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννη Βαληνάκη, στην ουκρανική κρίση επί του παρόντος «κρίνεται το σύστημα αλληλεγγύης και συνδρομής της Δύσης απέναντι στη χρήση βίας στην Ευρώπη».

«Υπό το πρίσμα αυτό ενδέχεται έμμεσα να προκύψουν ευκαιρίες αλλά και κίνδυνοι στα ελληνοτουρκικά», συνεχίζει ο πρώην ΥΦΥΠΕΞ ο οποίος ωστόσο βλέπει και μια σειρά από κοινά σημεία στον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίοι οι κ.κ. Ερντογάν και Πούτιν επιλέγουν να αντιμετωπίζουν τους γείτονες στα Δυτικά: τη ροπή τους στον αυταρχισμό αλλά και στην ανάληψη ρίσκου, την προβολή στρατιωτικής ισχύος «ιδίως απέναντι σε πιο αδύναμα κράτη», τα αναθεωρητικά οράματα περί ανάκτησης «αυτοκρατοριών» του παρελθόντος, την παρουσίαση παράλογων απαιτήσεων, την άσκηση πίεσης μέσω απειλητικών τελεσιγράφων, την εργαλειοποίηση μοχλών (ενέργεια, μεταναστευτικό) που λειτουργούν εκβιαστικά κ.ά.

Συγκλίσεις

Στα προαναφερθέντα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και άλλες ρωσοτουρκικές συγκλίσεις, πέραν των S-400, του Turkstream και των πυρηνικών εγκαταστάσεων στο Ακούγιου κ.ά. Εν προκειμένω, συγκλίσεις (εύθραυστες μεν αλλά υπάρχουσες) στα μέτωπα της Βόρειας Συρίας αλλά και της Ασίας (υπενθυμίζεται πως οι πρόσφατες συνομιλίες Τουρκίας-Αρμενίας πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα). Ενώ την ώρα που η Μόσχα πιέζει για τη λειτουργία του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, η Αγκυρα ανεβάζει κι εκείνη την πίεση ενθαρρυμένη από τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο του προτεινόμενου αγωγού East Med.

«Για τον Ελληνισμό (Ελλάδα- Κύπρο), η τάση μιμητισμού του Εντογάν προσδίδει στα προηγούμενα/τετελεσμένα που θα προκύψουν από την ουκρανική σύγκρουση εντελώς διαφορετικές διαστάσεις που πρέπει να συνυπολογισθούν σοβαρά. Παρά τις εύλογες διαφορές, οι αναλογίες των ρωσικών τελεσιγραφικών μεθόδων με εκείνες του Ερντογάν έναντι της Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας προβάλλουν ιδιαίτερα ανησυχητικές», γράφει ο κ. Βαληνάκης.

Ο Δένδιας στη Μαριούπολη

Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας ορθώς μετέβη την περασμένη Δευτέρα (31 Ιανουαρίου) στην Ουκρανία (σε Μαριούπολη και Σαρτανά), «ενισχύοντας την ελληνική παρουσία» ενώπιον της πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας της Ουκρανίας (αλλά και μέσω αυτής) στο συγκεκριμένο ανοιχτό μέτωπο την ώρα της κρίσης, με τον απερχόμενο Αμερικανό πρέσβη Τζέφρι Πάιατ να χαιρετίζει μάλιστα μέσω twitter την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Έλληνας ΥΠΕΞ στα τοπικά γραφεία της Ειδικής Αποστολής Επιτήρησης του ΟΑΣΕ.

Την Πέμπτη, 03 Φεβρουαρίου, θα ήταν ωστόσο η σειρά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στο Κίεβο για να συναντήσει από κοντά τον Ουκρανό ομόλογό του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Ο Ερντογάν στο Κίεβο

Υπενθυμίζεται πως ο Ερντογάν είχε ξαναβρεθεί στο Κίεβο τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ και ο Ζελένσκι έχει επισκεφθεί ουκ ολίγες φορές την Τουρκία τα περασμένα χρόνια (τον Αύγουστο του 2019, τον Οκτώβριο του 2020, τον Απρίλιο του 2021), την τελευταία φορά μάλιστα υπογράφοντας μαζί με τον Ερντογάν και μια Κοινή Διακήρυξη 20 σημείων.

Μέσω ΝΑΤΟ

Η Άγκυρα επιχειρεί εδώ και καιρό – μέσω Ουκρανίας – να ενισχύσει τη θέση της εντός του ΝΑΤΟ αλλά και τη διαπραγματευτική της ισχύ έναντι της Ρωσίας. Από τη μια πλευρά στηρίζει τις ουκρανικές θέσεις σε Κριμαία και Ντονμπάς, από την άλλη όμως αποφεύγει να στηρίξει-συνυπογράψει τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι Δυτικοί σε βάρος της Ρωσίας λόγω Κριμαίας.

Κι όλα αυτά, ενώ παράλληλα ενισχύει τους δεσμούς της με την Ουκρανία μέσα από τη σύναψη σειράς εμπορικών-αμυντικών-πολιτικών συμφωνιών (βλέπε εκτενές σχετικό δημοσίευμα στο τεύχος 349 του Α&Δ, Μάιος 2021), με τις δύο πλευρές μάλιστα να συνεχίζουν στον ίδιο δρόμο της περαιτέρω σύσφιξης και ανάπτυξης των μεταξύ τους δεσμών, όπως φάνηκε άλλωστε και κατά τη σημερινή (03 Φεβρουαρίου) επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην ουκρανική πρωτεύουσα.

Μια επίσκεψη στο πλαίσιο της οποίας Τουρκία και Ουκρανία υπέγραψαν, όπως είχε προαναγγελθεί, και μια σειρά από νέες συμφωνίες (ελεύθερου εμπορίου, για την παραγωγή τουρκικών ντρόουν τύπου Bayraktar TB2 στην Ουκρανία κ.ά.), με τον Ερντογάν μάλιστα από την πλευρά του: να χαρακτηρίζει την Ουκρανία «στρατηγικό εταίρο», να χαιρετίζει τη συμπλήρωση 30 ετών από τη σύναψη των ουκρανοτουρικών διπλωματικών σχέσεων, και να προσφέρεται παράλληλα να λειτουργήσει διαμεσολαβητικά για την εκτόνωση της έντασης με τη Ρωσία στο Ουκρανικό.

Στα μάτια πολλών, νατοϊκών και μη, η Τουρκία θα μπορούσε όντως να ενισχύσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα μέσω Ουκρανίας (ενδεικτική η πρόσφατη σχετική συνομιλία ΚαλίνΣάλιβαν αλλά και παλαιότερη συνομιλία ΑκάρΌστιν).

Ο εμίρης του Κατάρ στον Λευκό Οίκο

Παράλληλα όμως, μέσα από τις τελευταίες κρίσεις, είτε πρόκειται για το Αφγανιστάν είτε για την ενεργειακή διάσταση του Ουκρανικού, παρουσιάζονται να ενισχύουν σημαντική τη θέση τους στη διεθνή σκηνή και δυνάμεις όπως το Κατάρ. Ενδεικτικά, ο εμίρης του Κατάρ σεΐχης Ταμίμ Μπιν Χαμάντ αλ Θάνι έγινε προ ημερών, στις 31 Ιανουαρίου, ο πρώτος ηγέτης χώρας του Κόλπου που είχε συνάντηση δια ζώσης με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο.

Κάθε τουρκική «ενίσχυση» ωστόσο, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ρευστότητας και επαπειλούμενων ανακατατάξεων, γεννά παράλληλα αυξημένους κινδύνους και για την ελληνική πλευρά, πολύ δε περισσότερο εάν η όποια ουκρανοκεντρική – υπαρκτή ή επικοινωνιακή – τουρκική «αναβάθμιση» συνδυαστεί και με τα λοιπά τουρκικά ανοίγματα προς την πλευρά όλων εκτός Ελλάδας και Κύπρου (βλ. Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, Αρμενία).