Ουκρανία: Η Μαριούπολη ως νέο Γκρόζνι και το τέλος του πολέμου που φαντάζει ακόμη μακρινό
Οι εκ των υστέρων προφήτες μπορούν τώρα – εκ των υστέρων – να λένε ό,τι θέλουν, η πικρή αλήθεια είναι ωστόσο ότι πριν από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου πολύ λίγοι πίστευαν ότι ο Πούτιν θα επιχειρούσε πραγματικά να επιτεθεί στο Κίεβο.
Ναι, υπήρχε η εκτίμηση ότι μια ρωσική επίθεση στα ανατολικά της Ουκρανίας ήταν όντως πιθανή, όπως άλλωστε και μια ενδεχόμενη κίνηση προώθησης των ρωσικών δυνάμεων δυτικά της τότε γραμμής επαφής του Ντονμπάς, προς τη Μαριούπολη και τις ακτές της Αζοφικής…
Και έπειτα, αφότου ξεκίνησε η ρωσική εισβολή, η εκτίμηση που υπήρχε – γενικώς – ήταν ότι το καθαρά στρατιωτικό σκέλος αυτού του πολέμου δεν θα μπορούσε να έχει διάρκεια…
Όπως φαίνεται πια, μέσα από συγκλίνουσες πληροφορίες, οι Ρώσοι όντως ήλπιζαν σε μια επιτυχή επίθεση τύπου Blitzkrieg, που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ντόμινο πολιτικών ανατροπών στο Κίεβο, η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Και κάπως έτσι, έχουμε φτάσει πια να διανύουμε την έκτη εβδομάδα πολέμου. Συγκριτικά, ο πόλεμος του 2008 στην Γεωργία είχε ολοκληρωθεί μέσα σε λίγα 24ωρα, όπως άλλωστε και η ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014.
Ο δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας ωστόσο (και πρώτος πόλεμος με τον Πούτιν στην εξουσία) είχε κρατήσει κοντά δέκα μήνες (1999 – 2000). Μέσα σε εκείνους τους δέκα μήνες, η πρωτεύουσα της Τσετσενίας, το Γκρόζνι, είχε ισοπεδωθεί από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς.
Η Ουκρανία δεν είναι Τσετσενία και το Κίεβο δεν είναι Γκρόζνι. Δεν μπορείς να συγκρίνεις μια σχετική μικρή γεωγραφικά περιοχή περίπου ενός εκατομμυρίου κατοίκων στον βόρειο Καύκασο με μια κυρίαρχη χώρα 44 εκατομμυρίων κατοίκων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό (θα έπρεπε να) είναι σαφές πια. Μήπως όμως είναι η ανατολική Ουκρανία μια νέα Τσετσενία και η Μαριούπολη ένα νέο Γκρόζνι;
Η – βραβευμένη με Πούλιτζερ – Καρλότα Γκαλ των New York Times ήταν στην Τσετσενία πίσω στα εμπόλεμα μέσα της δεκαετίας του 1990, καταγράφοντας τις εξελίξεις επί του πεδίου και στέλνοντας από εκεί ανταποκρίσεις. Για ένα διάστημα μάλιστα, εκείνη είχε βρεθεί μαζί και με τα ρωσικά στρατεύματα, κάνοντας ρεπορτάζ πίσω από τις ρωσικές γραμμές.
Η Βρετανίδα δημοσιογράφος ξέρει, με άλλα λόγια, τι λέει, όταν συγκρίνει όσα είχε δει από κοντά τότε εκεί με όσα λαμβάνουν χώρα τώρα εντός των ουκρανικών συνόρων.
Όπως τώρα, έτσι και τότε, πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κατά τον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας, οι ρωσικές δυνάμεις είχαν ξεκινήσει τις επιχειρήσεις τους με κληρωτούς στρατιώτες και την προσδοκία πως αυτές οι επιχειρήσεις θα ήταν περίπατος, προτού αρχίσουν όμως να γνωρίζουν ήττες από Τσετσένους με αντιαρματικά και αναγκαστούν να κάνουν ελαφρώς πίσω, για να ανασυνταχθούν και να συνεχίσουν… βομβαρδίζοντας – ανηλεώς και αδιακρίτως – με την αεροπορία και το πυροβολικό. Η Κ. Γκαλ «θυμάται» τη ρωσική ταξιαρχία Maikop να ξεκληρίζεται, τους Τσετσένους να πανηγυρίζουν και τους Ρώσους αιχμαλώτους να καλούν τις οικογένειές τους πίσω στην πατρίδα και να ζητούν την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων.
Η πραγματική ρωσική επίθεση, ωστόσο, θα ξεκινούσε αργότερα, με τις ρωσικές δυνάμεις να βομβαρδίζουν τα πάντα (χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και βόμβες διασποράς, διατρητικές βόμβες τύπου bunker buster, θερμοβαρικά όπλα κ.ά., όπως καταγγέλεται).
Και έπειτα, αφού τα είχαν ισοπεδώσει όλα, οι Ρώσοι θα έμπαιναν στις βομβαρδισμένες περιοχές με στόχο να προετοιμάσουν την επόμενη μέρα… απομακρύνοντας κάθε «ενοχλητική» φωνή και βάζοντας σε θέσεις ευθύνης δικού τους ανθρώπους. Για την ιστορία, αξίζει ίσως να σημειωθεί πως η οικογένεια του μουσουλμάνου Τσετσένου ηγέτη Ραμζάν Καντίροφ, που παρουσιάζεται τώρα ως πουτινικότερος του Πούτιν, δεν ήταν ανέκαθεν με την πλευρά της Ρωσίας.
Συνολικά, ο πρώτος και ο δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας κράτησαν μαζί περίπου τρία χρόνια. Η όλη διαδικασία, ωστόσο, παγίωσης του ρωσικού ελέγχου επί της εν λόγω περιοχής κράτησε πολύ περισσότερα.
Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι δεν θα συμβεί τώρα κάτι ανάλογο και στην ανατολική Ουκρανία; Η Μαριούπολη, από πολλές απόψεις, θυμίζει ήδη Γκρόζνι. Όσο για τον πόλεμο ανατολικά της γραμμής επαφής στο Ντονμπάς, όπως εκείνη η γραμμή διαμορφωνόταν πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, αυτός μετράει ήδη οχτώ χρόνια. Εάν μάλιστα δεχθούμε ως ημέρα έναρξής του την 6η Απριλίου του 2014, τότε κλείνει οχτώ χρόνια την επόμενη εβδομάδα.
«Δεν μπορούμε να πούμε πόσο θα κρατήσει αυτός ο πόλεμος. Ελπίζουμε να είναι εβδομάδες, όχι χρόνια.» Η σχετική δήλωση του δημάρχου του Κιέβου, Βιτάλι Κλίτσκο, αποτυπώνει την κατάσταση.
Ο στρατός του Πούτιν δεν πρόκειται να σταματήσει να πολεμά στα ανατολικά και, όπως έχει άλλωστε ήδη αποδειχθεί, αυτός ο πόλεμος μπορεί να έχει διάρκεια (ήδη έχει) και διακυμάνσεις κλιμάκωσης. Όταν η ρωσική πλευρά αναφέρεται, δε, στην περιοχή του Ντονμπάς, την οποία θέλει να «απελευθερώσει» όπως διεμήνυσε πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Σοϊγκού, είναι σαφές πως βάζει εντός των προς «απελευθέρωση» εδαφών και τη Μαριούπολη. Την ίδια ώρα, υπάρχουν και εκτιμήσεις ότι οι Ρώσοι, ανάλογα με τις εξελίξεις, θα μπορούσαν κάποια στιγμή να κινηθούν και πάλι με στρατεύματα προς το Κίεβο αν και η ανοιξιάτικη περίοδος πρακτικά δεν βοηθά.
Το Κίεβο, από την άλλη πλευρά, έχει δείξει πως είναι διατεθειμένο να προχωρήσει σε συμβιβασμούς εάν πρόκειται αυτοί να φέρουν την ειρήνη. Ενδεικτικές ως προς αυτό: οι δηλώσεις του ιδίου του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι και του στενού του συμβούλου Μ. Ποντόλιακ. Πόσο «μεγάλος» μπορεί όμως να είναι πρακτικά ένας τέτοιος συμβιβασμός; Διότι πλέον δεν μιλάμε μόνο για μια συμφωνία περί μελλοντικής ουδετερότητας του Κιέβου και αποστρατιωτικοποίησης, αλλά και για απώλειες εδαφών στα οποία η ρωσική πλευρά θέλει να εντάξει και τη Μαριούπολη.
Και όλα αυτά, μέσα σε έναν κλοιό δυτικών κυρώσεων που είναι σαφές πως δεν πρόκειται να αρθούν από τη μια μέρα στην άλλη, ακόμη και αν υπάρξει μια ουκρανορωσική συμφωνία για την ειρήνευση. Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε το ξεκαθάρισε πως οι δυτικές κυρώσεις δεν πρόκειται να φύγουν εύκολα, πράγμα το οποίο προφανώς γνωρίζει πολύ καλά και η ρωσική πλευρά. Εάν όμως οι κυρώσεις δεν πρόκειται να αρθούν (αλλά ούτε και να ενταθούν ακόμη περισσότερο), τότε για ποιόν λόγο η Μόσχα να κάνει τώρα πίσω, από την στιγμή που έχει άλλωστε ήδη βρεθεί σε κλοιό κυρώσεων;
Αλλά και από την άλλη πλευρά, από τη στιγμή που το Κίεβο «κρατάει», η Δύση θα συνεχίσει να το στηρίζει…