Βεβαίως και έχετε ακούσει τη φράση που χρησιμοποιούμε ως τίτλο. Το ότι αυτή περιέχεται στον «Εκκλησιαστή» –ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης– δεν είναι «υποχρεωτικό» να το γνωρίζετε. Άλλωστε το θέμα μας δεν έχει σχέση με τα θρησκευτικά ή τη φιλοσοφία. Απλώς χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη φράση, για να δείξουμε ότι κάποια πράγματα μπορεί να ακούγονται σαν καινούργια, αλλά στην πραγματικότητα είναι παλιά. Τελικά ποιο είναι το θέμα μας; Μα η αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων –της Άμυνας της χώρας γενικότερα– προκειμένου αυτές να είναι και πιο αποτελεσματικές αλλά και πιο οικονομικές.

Το ζήτημα βεβαίως της υπαγωγής της ΑΣΔΕΝ (Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού & Νήσων) μας έχει απασχολήσει και παλαιότερα. Τώρα επανερχόμαστε για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι με την επιχειρούμενη «Νέα Δομή Δυνάμεων» θα πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους (με ή χωρίς εισαγωγικά, η επιλογή δική σας). Ο δεύτερος –και σημαντικότερος– είναι ότι, προς επίρρωση των απόψεών μας, αναδημοσιεύουμε ΑΥΤΟΥΣΙΟδεν έχουμε αλλάξει απολύτως τίποτα – ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί τον Ιούνιο του 1988, δηλαδή πριν από 32,5 χρόνια, στο περιοδικό «Αμυντικά Θέματα».

Ο συγγραφέας του δεν είναι «όποιος κι όποιος». Είναι ο αντιστράτηγος Γεώργιος Ιωάννου (1927–2017) που είχε διατελέσει Α΄ Υπαρχηγός ΓΕΣ από το Δεκέμβριο του 1984 έως τον Ιανουάριο του 1986 και στη συνέχεια Διοικητής της 1ης Στρατιάς από τον Ιανουάριο του 1986 έως και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, οπότε και αποστρατεύτηκε. Με άλλα λόγια, ο βαθμός του δεν ήταν «πέτσινος», καθώς φόραγε τα γαλόνια του αντιστράτηγου για αρκετό διάστημα, ενώ οι θέσεις που είχε υπηρετήσει αναμφίβολα μπορούν να τον χαρακτηρίσουν ως «απολύτως επιχειρησιακό». Αλλά ας αφήσουμε τα λόγια και ας δούμε τι έγραψε ο στρατηγός.

Στρατιωτική ή Ναυτική Διοίκηση στο Αιγαίο;

Του Γεωργίου Ιωάννου, αντιστρατήγου ε.α. 

Πέρασε αρκετός χρόνος από τότε που η χώρα μας αναγκάστηκε να μετατοπίσει το βάρος της αμυντικής της προσπάθειας «προς ανατολάς», ώστε να μπορούμε σήμερα να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα, ότι τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) έχουν ήδη εξοικειωθεί με τα επιχειρησιακά προβλήματα του θαλάσσιου και νησιωτικού χώρου του Αιγαίου.

Θεωρούμε μετά απ’ αυτό, ότι είναι κατάλληλος ο χρόνος για τη διατύπωση του πιο κάτω καίριου και εξαιρετικά δύσκολου ερωτήματος:

«Η στρατιωτική ή η ναυτική διοίκηση είναι καταλληλότερη για την διεύρυνση των συνδυασμένων επιχειρήσεων (Στρατού – Ναυτικού – Αεροπορίας) στο Ελληνικό αρχιπέλαγος;»

Για να προλάβουμε τυχόν αρνητική πλην όμως πρόωρη προδιάθεση εκ μέρους των συναδέλφων του στρατού ξηράς, για την επιχειρούμενη εισαγωγή καινών δαιμονίων, θα θέσουμε στη διάθεσή τους τις εξής, σχετικές με το αντικείμενο πληροφορίες:

  • Ότι την ευθύνη της διεύθυνσης των χερσαίων επιχειρήσεων των Ε.Δ. Ιταλίας, Ελλάδος και Τουρκίας, η συμμαχία την έχει αναθέσει στο Ναύαρχο Διοικητή της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
  • Η Μεγάλη Βρετανία την ανακατάληψη των νησιών ΦΩΚΛΑΝΤ ανέθεσε επίσης σε ναυτική διοίκηση.
  • Στο δικό μας χώρο, την επιχείρηση απελευθέρωσης των νησιών του Αιγαίου από τον Τουρκικό ζυγό, ανέλαβε και πραγματοποίησε με επιτυχία το Πολεμικό μας ναυτικό.

Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι οι επικρατέστερες απόψεις, κατά τη διαμόρφωση μιας απόφασης που αφορά την επιλογή Επιχειρησιακής Διοίκησης, πρέπει να είναι αυτές που εξασφαλίζουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά τη συγκεκριμένη επιχείρηση και όχι εκείνες που επηρεάζονται από τους κλαδικούς ανταγωνισμούς, τις δυστροπίες υπαγωγής των διοικήσεων και την εμμονή σε παραδοσιακές τάχα επιταγές αυτονομίας των κλάδων. Το δόγμα, η διατυπωμένη στα εγχειρίδια επιχειρήσεων πείρα του παρελθόντος, τα χαρακτηριστικά της περιοχής των επιχειρήσεων, η φύση της αποστολής, ο τύπος των μονάδων που συμμετέχουν στην επιχείρηση, η βαρύτητα του ρόλου του κάθε κλάδου και η εχθρική κατάσταση, είναι φυσικά παράγοντες οι οποίοι υποχρεωτικά εξετάζονται κατά τη διαμόρφωση της απόφασης επιλογής μιας διοίκηση που θα διευθύνει τις επιχειρήσεις.

Μερικές από τις βασικές επιχειρησιακές αρχές, οι οποίες λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν κατά την εξέταση των τακτικών προβλημάτων στις στρατιωτικές σχολές και οι οποίες θα επηρεάσουν την ανάλυση των παραμέτρων του προβλήματος που μας απασχολεί είναι οι εξής:

  • «Οι εφεδρείες και η υποστήριξη δια πυρών είναι τα μοναδικά στοιχεία με τα οποία μια διοίκηση μπορεί να καταστήσει εμφανή την ύπαρξή της στις κρίσιμες στιγμές του αγώνα και να επηρεάσει ευνοϊκά την έκβαση της μάχης».

   Ειδικά για την περίπτωση της αμύνης των νησιών, όπου οι αποστάσεις είναι μεγάλες και παρεμβάλλεται μεταξύ των διοικήσεων το υγρό κώλυμα (θάλασσα), η εξασφάλιση της δυνατότητας μεταφοράς των εφεδρειών στα κρίσιμα σημεία του αγώνα για την υλοποίηση του ελιγμού, η οποία εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το Πολεμικό Ναυτικό, συνιστά τον πιο ευαίσθητο ίσως επιχειρησιακό για την υπεύθυνη διοίκηση της περιοχής των επιχειρήσεων. Στην στρατιωτική δηλαδή δεοντολογία δεν νοείται διοίκηση χωρίς εφεδρείες και ευέλικτα μέσα πυρός, γιατί τότε μεταβάλλεται σε απλό θεατή των εξελίξεων της μάχης, με καμιά δυνατότητα επέμβασης υπέρ των  υφισταμένων της διοικήσεων.

  • «Στις συνδυασμένες επιχειρήσεις, που είναι από τη φύση τους πολύπλοκες, ο παράγοντας συντονισμός διαδραματίζει το σπουδαιότερο ίσως ρόλο στην εξέλιξή τους σύμφωνα με τη σχεδίαση και συνεπώς στην επιτυχή έκβασή τους».
  • Αποβατική επιχείρηση με απαιτήσεις οριστικής επικράτησής της δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, χωρίς την απόλυτη κυριαρχία του εχθρικού στόλου και της αεροπορίας, στην ευρύτερη περιοχή αποβάσεως». Σύμφωνα με την στρατιωτική ιστορία οι αποβατικές επιχειρήσεις αναλαμβάνονται όταν η μία πλευρά, στη συγκεκριμένη περιοχή, έχει χαρακτηριστικά αποδυναμωθεί από τα κτυπήματα ισχυρότερου αντιπάλου (Βορ. Αφρική – Νοτ. Ιταλία – Δουγκέρκη – Ειρηνικός κατά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο). Η επιχείρηση εναντίον οποιουδήποτε νησιού, θα αποτελέσει, κατά την γνώμη ας, σμικρογραφία των προηγουμένων ευρύτερων αποβατικών επιχειρήσεων.

   Αεραπόβαση με Ελικόπτερα και ρίψη αλεξιπτωτιστών, για αιφνιδιαστική επικράτηση σε ασθενή σημεία νησιών δεν μπορεί να αντέξει στην αντίδραση των τεθωρακισμένων και των πυρών των βαρέων όπλων των τοπικών δυνάμεων και είναι βέβαιο ότι θα καταρρεύσει αν δεν ενισχυθεί εγκαίρως από δυνάμεις που θα μεταφερθούν από τη θάλασσα. Χρειάζεται και εδώ επικράτηση του εχθρικού στόλου στην περιοχή.

  • «Η δυσκολότερη, κρισιμότερη και αποφασιστικότερη φάση της άμυνας των νησιών είναι εκείνη που περιλαμβάνει την συντονισμένη ενέργεια προσβολής του αποβατικού στόλου, πριν αυτός προσεγγίσει στην ακτή ή αμέσως μόλις αποβιβαστούν εχθρικές δυνάμεις σ’ αυτή, όπου κατά τον Lidell-Hart παρατηρείται «παραλυτική συσσώρευση δυνάμεων», καθώς επίσης και η φάση της ενίσχυσης ή ανακατάληψης «απειλουμένου» ή «απολεσθέντος, τμήματος νησιού». Το ίδιο ισχύει και για την αεραπόβαση κατά την οποία η αντίδραση κατευθύνεται κατά των ελικοπτέρων, των αεροσκαφών που μεταφέρουν αλεξιπτωτιστές και κατά των χώρων προσγείωσής τους, πριν προλάβουν να εγκαταστήσουν προγεφυρώματα τα τμήματα που αποβιβάστηκαν.

   Ο αγώνας στο εσωτερικό του νησιού, ο οποίος αποτελεί συνέχεια επιτυχημένης εχθρικής ενέργειας, υποδηλώνει, προσωρινή τουλάχιστον, επικράτηση του εχθρού στην περιοχή και θα απαιτήσει μείζονα συντονισμό της μορφής των συνδυασμένων επιχειρήσεων, λόγω συμμετοχής όλων των κλάδων στην προσπάθεια εξάλειψης της εχθρικής απειλής.

   Τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με τα συμπεράσματα μιας πρόχειρης εξέτασης της δομής των επιχειρησιακών διοικήσεων στο ελληνικό αρχιπέλαγος, μας οδηγούν στις παρακάτω διαπιστώσεις:

  • Για οποιαδήποτε κοινή ενέργεια των κλάδων των Ε.Δ., έστω και πολύ μικρής κλίμακας, απαιτείται επέμβαση του ΓΕΕΘΑ, το οποίο όμως σε περίπτωση γενικότερου πολέμου θα είναι σίγουρα απασχολημένο και με τις επιχειρήσεις στο χώρο της Θράκης.
  • Το κύριο βάρος της απόκρουσης – απαγόρευσης της εχθρικής αποβατικής ενέργειας (προσέγγιση, αποβίβαση στην ακτή – αγώνας στο εσωτερικό του νησιού – σταθεροποίηση στα κατεχόμενα εδάφη) φαίνεται ότι θα πέσει στις ναυτικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα υλοποιήσουν την άρση της απομόνωσης του απειλούμενου νησιού, θα προσβάλουν όλα τα πλωτά μέσα που συμμετέχουν στην επιχείρηση και θα υποστηρίξουν, αν χρειαστεί, δια πυρών κρίσιμες καταστάσεις, πάντοτε βέβαια με την πολύτιμη και αναντικατάστατη υποστήριξη της αεροπορίας και την συμμετοχή μέσων πυρών, εγκατεστημένων στα νησιά.
  • Η μεταφορά, η αποβίβαση και η εμπλοκή στη μάχη, των δυνάμεων ενίσχυσης ή ανακατάληψης νησιού δεν θα έχει τη μορφή μιας απλής και ακίνδυνης θαλάσσιας μεταφοράς, αλλά ενός σκληρού συνδυασμένου αγώνα όλων των κλάδων των Ε.Δ., εναντίον των εχθρικών αποβατικών δυνάμεων, οι οποίες θα αντιδράσουν με όλα τα μέσα για τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών κατάληψης και διατήρησης του επιλεγμένου φίλιου νησιωτικού τμήματος.

   Εδώ θα συμπεριλάβουμε και τη διαπίστωση, σύμφωνα προς την οποία τα ελληνικά νησιά, πλην της Κρήτης, λόγω της μικρής έκτασης που έχουν τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά των περιοχών των αρχικών προγεφυρωμάτων στις ηπειρωτικές ακτές, όπου επιχειρήσεις, κατά την αρχική φάση, διευθύνει ο ναυτικός διοικητής. Η μεταφορά ενισχύσεων με φίλια ελικόπτερα δεν παραγνωρίζεται βέβαια, αλλά προς το παρόν δεν έχει αποκτηθεί η σχετική δυνατότητα, λόγω έλλειψης ελικοπτέρων μεγάλης μεταφορικής ικανότητας.

  • Ο συνδυασμός της ταυτόχρονης προσβολής του εχθρικού αποβατικού στόλου ή και άλλων πολεμικών σκαφών που κινούνται και δρουν στην περιοχή, από το πολεμικό ναυτικό και από καλά προστατευμένα σταθερά επάκτια πυροβόλα και πυραύλους εδάφους – θαλάσσης που θα είναι τοποθετημένα στα νησιά, υπό τον έλεγχο του Ναυτικού, θα αποτελέσουν αποτρεπτικό παράγοντα και αξεπέραστα εμπόδια για οποιονδήποτε επίδοξο εισβολέα που θα επιβουλεύονταν το ελληνικό αρχιπέλαγος.
  • Ο χρόνος σύζευξης της δράσης των κλάδων των Ε.Δ. στο Αιγαίο, ο οποίος περιορίζεται στο χρόνο που διαρκούν οι ασκήσεις, εκτιμάται ότι δεν επαρκεί για τη συγκρότηση, επί διαρκούς βάσεως, μιας συνεκτικής στο μέγιστο βαθμό δύναμης, ικανής να αντιδράσει κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής αιφνιδιαστικής ενέργειας στο νησιωτικό σύμπλεγμα, στο πλαίσιο συνεργασίας όλων των κλάδων. (Δεν υποστηρίζουμε, προς θεού, ότι η σημερινή αντίδραση θα είναι αναποτελεσματική, προτάσεις για παραπέρα διερεύνηση του προβλήματος εκθέτουμε).

 Πάντως, όλοι οι στρατιωτικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι στο σύγχρονο και εξαιρετικά έντονα επιχειρησιακά περιβάλλον, που θα κυριαρχείται από την τεχνολογία και την ταχύτητα λήψεως αποφάσεων και ενεργειών, δυνάμεις που δεν έχουν συνοχή προ της μάχης προορίζονται να διαλυθούν. Η δε συνοχή δεν επιτυγχάνεται με ενέργειες και αντιδράσεις της στιγμής αλλά μετά από επίπονη και μακροχρόνια εκπαίδευση, στενή συνεργασία, κατάλληλη οργάνωση διοικήσεων και εφαρμογή κοινού δόγματος.

  • Ο συντονισμός και η διεύθυνση των επιχειρήσεων από το ΓΕΕΘΑ, σε όλες τις περιπτώσεις κοινής δράσης των κλάδων, δεν εξασφαλίζει κατά τη γνώμη μας τον απαιτούμενο βαθμό άμεσου και στενού ελέγχου της δράσης των διοικήσεων που συμμετέχουν στον αγώνα, από τις οποίες, φυσιολογικά, τηρεί αρκετή απόσταση, λόγω ύψους κλιμακίου. Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο αρχικό μας ερώτημα και ας το διατυπώσουμε με την παρακάτω αναλυτικότερη μορφή:

«Ποια διοίκηση προσαρμόζεται αποτελεσματικότερα στην εκτέλεση των αποστολών που ακολουθούν, οι οποίες αποκτούν κοινή δράση όλων των κλάδων των Ε.Δ;»

  • Στην αποστολή καταστροφής του εχθρικού αποβατικού στόλου, πριν αυτός προσεγγίσει στις ακτές ή αμέσως μόλις «θέσει πόδα» επ’ αυτών.
  • Στην διάσπαση του εχθρικού αποκλεισμού του προσβαλλόμενου νησιού και στην αποδιοργάνωση των «εν εξελίξει» επιχειρήσεων, στο εσωτερικό του νησιού, με ενέργειες απομόνωσής του από τις ακολουθούσες εχθρικές δυνάμεις.
  • Στην ενίσχυση «απειλουμένου» ή την ανακατάληψη «απολεσθέντος και τμήματος νησιού.
  • Στην καταστροφή των εχθρικών πλωτών μέσων, οπουδήποτε αυτά δρουν, με συνδυασμένη ενέργεια ναυτικού και οπλικών συστημάτων εγκατεστημένων στα νησιά. Η έλλειψη στενού συντονισμού στις συνδυασμένες επιχειρήσεις μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα όπως π.χ. στην περίπτωση του τουρκικού αντιτορπιλικού που το βύθισε η τουρκική αεροπορία στις επιχειρήσεις κατά της Κύπρου) ή την κατάρριψη αεροσκαφών από φίλια αντιαεροπορικά πυρά.

Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο αγώνας στο Αιγαίο θα είναι σε όλες του τις φάσεις αγώνας και των τριών κλάδων των Ε.Δ. και ότι απαιτείται αυξημένος βαθμός ενότητας της διοικήσεως για την επίτευξη του άριστου αποτελέσματος

Μετά από την σχολίαση και τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, θα διατυπώσουμε την παρακάτω άποψη η οποία είναι δυνατόν να αποτελέσει την αρχή για παραπέρα διερεύνηση του προβλήματος της συγκρότησης, αν κριθεί σκόπιμο, μιας άλλης μορφής διοίκησης στο Αιγαίο.

Η άποψή μας αυτή «συνίσταται» στην πιθανή ανακατανομή της ευθύνης της άμυνας του ελλαδικού χώρου μεταξύ των κλάδων Στρατού – Ναυτικού ως εξής:

  • Στο ΓΕΣ: Η άμυνα του ηπειρωτικού χώρου και η ευθύνη παρακολούθησης των μονάδων του στρατού ξηράς, που έχουν διατεθεί στα νησιά από πλευράς διοικητικής μέριμνας, εκπαίδευσης, στρατολογικών μεταβολών και τοποθετήσεων – μεταθέσεων του προσωπικού τους.
  • Στο ΓΕΝ: Η άμυνα ολόκληρου του θαλάσσιου και του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου. Ο Διοικητής του στόλου πλαισιωμένος με κατάλληλο μικτό επιτελείο, που θα περιλαμβάνει διεύθυνση χερσαίων επιχειρήσεων υπό Υποστράτηγον και αεροπορικών επιχειρήσεων υπό Υποπτέραρχον, νομίζουμε πως θα είναι μια διοίκηση πολύ κατάλληλη για τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο Αιγαίο.

Οι μονάδες στρατού των νησιών μπορεί να πάρουν το τίτλο των «Δυνάμεων Αρχιπέλαγους» και το προσωπικό τους να φέρει μπερέ ειδικού χρώματος, να υπηρετεί ολόκληρη τη θητεία του στα νησιά και να ασκείται με ιδιαίτερη έμφαση στην απόκρουση αποβατικών ενεργειών και στην λεπτομερή γνώση του εδάφους που θα αγωνιστεί.