Του Σταύρου Τζίμα

Πριν φύγω από την Ουάσιγκτον ο σύμβουλος του ελληνικού τομέα στο υπουργείο μου μού είπε: Θεωρούμε τη Θεσσαλονίκη σημαντικό κέντρο πληροφοριών, παίρνουμε από τη Θεσσαλονίκη πολιτικές αναφορές που τις θεωρούμε πιο ενδιαφέρουσες από εκείνες της πρεσβείας…». Η μαρτυρία ανήκει στον διπλωμάτη Ντέιβιντ Φρίτσαλντ, γενικό πρόξενο των ΗΠΑ στο διάστημα 1970-1971 στη Θεσσαλονίκη και υπογραμμίζει τον ρόλο που είχε αναθέσει η αμερικανική εξωτερική πολιτική στο προξενείο της στην πόλη.

Εκατόν ενενήντα χρόνια από την ίδρυσή του το αμερικανικό προξενείο οδεύει, σύμφωνα με τους New York Times, προς κλείσιμο, στο πλαίσιο περικοπών που σχεδιάζει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις ανά τον πλανήτη διπλωματικές αποστολές του.

Επί του παρόντος, από αμερικανικής πλευράς δεν υπάρχει επιβεβαίωση ή διάψευση των πληροφοριών και ενδεχομένως το όλο θέμα να ξεκαθαρίσει με την έλευση της νέας πρέσβειρας στην Ελλάδα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ. Η Αθήνα τελεί επισήμως εν αναμονή, χωρίς να «καίγεται» για το μέλλον της αμερικανικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. «Καλό είναι να υπάρχει, αλλά δεν θα χύσουμε και αίμα για να μην κλείσει…», ήταν το σχόλιο κυβερνητικής πηγής στην «Κ».

Η ίδια η πόλη εμφανίζεται παγερά αδιάφορη, με παράγοντές της που ρωτήθηκαν σχετικά από την «Κ» να δηλώνουν ότι ουδόλως τους απασχολεί «μείνει δεν μείνει…». Επί του παρόντος, οι πρώτες αντιδράσεις έρχονται από τις ίδιες τις ΗΠΑ, αλλά και πίσω από τα βόρεια σύνορά μας. Το διακεκριμένο στέλεχος της ελληνικής ομογένειας και εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) Εντι Ζεμενίδης, χαρακτήρισε «στρατηγική καταστροφή» ενδεχόμενο κλείσιμο του προξενείου.

«Δεν πρόκειται για μια απλή υπόθεση δημόσιας διπλωματίας. Οι δυνατότητες της βάσης στην Αλεξανδρούπολη και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης δεν μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς αυτό το προξενείο. Μόνο οι αντίπαλοι των ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία, αλλά και η Τουρκία θα επωφεληθούν. Αν η αποστολή της νέας πρέσβειρας στην Αθήνα είναι να αντιμετωπίσει την Κίνα, το κλείσιμο του προξενείου στη Θεσσαλονίκη θα την καταστήσει δύσκολη…», υποστήριξε σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η προϊστορία

Στο ίδιο πνεύμα ο πρώην γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη (2002-2004) Αλεκ Μάλεϊ, ο οποίος σε άρθρο του στον «Εθνικό Κήρυκα» της Νέας Υόρκης προειδοποίησε για τη γεωστρατηγική σημασία της διατήρησης της διπλωματικής αποστολής στη Θεσσαλονίκη και αποκάλυψε ότι τουλάχιστον άλλες δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν είχε επιχειρηθεί το κλείσιμό του. «Γνωρίζω για δύο αποτυχημένες προσπάθειες να κλείσει η θέση, συνήθως κατόπιν σύστασης ομάδων επιθεώρησης που αξιολογούν την αξία του προξενείου με βάση πολλούς παράγοντες, όχι μόνο την παροχή προξενικών υπηρεσιών στην τοπική μόνιμη αμερικανική κοινότητα, η οποία είναι ιδιαίτερα ζωντανή στη Βόρεια Ελλάδα», σημείωσε.

«Αυτοί που “μετράνε τα κουκιά” στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενδιαφέρονται λιγότερο για τον αντίκτυπο των συστάσεών τους στις διμερείς σχέσεις, τις επαφές μεταξύ των ανθρώπων και τα γεωπολιτικά ζητήματα και εξετάζουν κυρίως τους παράγοντες κόστους.

Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τους “λογιστές”, καθώς υπήρξαν προτάσεις από ανώτερα στελέχη της πρεσβείας μας στην Αθήνα για τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε ένα γραφείο εικονικής παρουσίας (Virtual Presence Post – VPP), που ουσιαστικά σημαίνει ότι η πρόσβαση στις προξενικές υπηρεσίες γίνεται μόνο μέσω Διαδικτύου, χωρίς να υπάρχουν διπλωμάτες που να είναι φυσικά τοποθετημένοι στην πόλη. Αλλη μια κακή ιδέα που δεν περπάτησε, ευτυχώς», πρόσθεσε.

Εκτός από τη γεωπολιτική σημασία της Θεσσαλονίκης και τώρα της Αλεξανδρούπολης, ο Μάλεϊ επικαλείται και τον ρόλο της Βόρειας Ελλάδας «ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου και κέντρου τεχνολογίας, καθώς και της αμερικανικής εκπαίδευσης και καινοτομίας».

Γι’ αυτό υποστηρίζει ότι «θα ήταν ένα βαθιά αρνητικό μήνυμα για τον υπουργό Ρούμπιο να ορκίσει μια νέα πρέσβειρα που θα αποσταλεί για να προεδρεύσει στο κλείσιμο ενός τόσο σημαντικού διπλωματικού φυλακίου».

Οι μαρτυρίες

Πώς λειτουργούσαν πίσω από τη διπλωματική «κουρτίνα» οι Αμερικανοί στη Θεσσαλονίκη;

Με αφορμή την όλη συζήτηση, η «Κ» δημοσιεύει αποσπάσματα από μαρτυρίες προξένων, που υπηρέτησαν κατά καιρούς στην πόλη, προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι οποίες περιέχονται στο βιβλίο ενός εξ αυτών, του Ρίτσαρντ Τζάκσον, υπό τον τίτλο «Μακριά κι αγαπημένοι – Ογδόντα χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα».

«Δουλειά μου στη Θεσσαλονίκη», έγραψε ο Μιούρατ Γουίλιαμς (1955-1957), «δεν ήταν μόνο να αναφέρω τι γινόταν μεταξύ των Ελλήνων, αλλά και να καθησυχάζω τους Ελληνες που είχαν περάσει τον Εμφύλιο. Είχαμε έναν σταθμό μετάδοσης της “Φωνής της Αμερικής”.

Είχαμε επίσης ένα δραστήριο προξενείο που εξέδιδε βίζες και προστάτευε τα αμερικανικά συμφέροντα της χώρας μας. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαμε και ένα σπουδαίο ίδρυμα, την Αμερικανική Γεωργική Σχολή».

Ο Ντάνιελ Ζάκαρι (1962-1965), λέει: «Στη Θεσσαλονίκη παρακολουθούσαμε μερικά ειδικά ζητήματα, όπως το Μακεδονικό και τα συνοριακά θέματα με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Επίσης οι Γιουγκοσλάβοι είχαν δικαιώματα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για τη μεταφορά φορτίων. Είχαμε και μια θρησκευτική αίρεση υπό την αιγίδα Αμερικανών προτεσταντών στην Κατερίνη, που μας προκαλούσε προβλήματα. Είχαμε επίσης μια μεγάλη τουρκική εθνοτική μειονότητα στη Δυτική Θράκη, βάσει της συνθήκης της Λωζάννης το 1923. Πάντα αισθανόμουν ότι σε καιρούς κρίσης το προξενείο στη Θεσσαλονίκη μπορούσε να αποκτά πληροφορίες πιο άμεσα και αποτελεσματικά απ’ ό,τι η πρεσβεία στην Αθήνα. Οι αντιπαραθέσεις ήταν τόσο έντονες στην Αθήνα ώστε δυσκολευόσουν να ξεχωρίσεις τις τάσεις. Τα χρόνια της χούντας άνθρωποι του προξενείου συνέτασσαν λαμπρές εκθέσεις γιατί ο κόσμος στη Θεσσαλονίκη μάς μιλούσε, ήταν ανοιχτός απέναντί μας, παρότι όλοι ήξεραν πως η αστυνομία ήταν παντού…».

Ο Τζέιμς Μόρτον ήταν πρόξενος στην πόλη όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ’67: «Η Θεσσαλονίκη ήταν η γενέτειρα του ΚΚΕ γιατί είχε τότε βιομηχανία, ενώ η Αθήνα όχι, οπότε ήταν εστία πολιτικής δραστηριότητας και είχε ενδιαφέροντα πράγματα να αναφέρεις. Οι Ελληνες έτειναν συνήθως να κατηγορούν για τα πάντα τους Αμερικανούς, ιδίως τη CIA, οπότε υπήρχε πολύς αντιαμερικανισμός εκείνη την εποχή. (…) Κάποιες από τις καλύτερες πηγές σου μπορούσαν να γίνουν φίλοι σου για όλη τη ζωή. Ο,τι κι αν έκανες, όμως, το έβλεπαν με καχυποψία γιατί θεωρούσαν ότι κάθε Αμερικανός ήταν της CIA και είχε σκοτεινούς σκοπούς – εν πάση περιπτώσει λαμβάναμε πληροφορίες ότι μπορεί να γινόταν πραξικόπημα. Μπορεί να γινόταν κίνηση από τη Δεξιά, μια ομάδα αξιωματικών που ήταν δυσαρεστημένη από την κυβέρνηση υποτίθεται πως ήταν έτοιμη να πάρει τα πράγματα στα χέρια της.» Εμείς φυσικά ήμασταν εκεί πάνω, βρισκόμασταν με αξιωματικούς του στρατού, είχαμε καλές επαφές μαζί τους και μας έλεγαν: “Ξέρετε πως είμαστε καλοί Ελληνες, θα ήταν βιασμός της δημοκρατίας, αλλά δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι και να βλέπουμε. Κάποιοι συνάδελφοί μας ίσως κάνουν κίνηση”. Τα αναφέραμε κάποια από αυτά. Αποψή μου ήταν πως η CIA είχε ένα είδος ανάρμοστης επιρροής τότε, έκαναν πολλά που ο πρέσβης μπορεί να τα ενέκρινε ή όχι, να τα γνώριζε ή όχι. Ο άνθρωπός τους στη Θεσσαλονίκη ήταν μέσα σε όλα. Ηταν Ελληνοαμερικανός και φαινόταν τρομερά αποτελεσματικός».

Ο ελληνικής καταγωγής Τζον Νεγρεπόντε (1976-1977) αναφέρεται στα πυρηνικά όπλα: «…Το γενικό προξενείο ήταν κάπως σαν παρατηρητήριο, ήταν ο σταθμός παρακολούθησης. Απείχαμε μόλις δυο ώρες από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, που ήταν κομμουνιστικές χώρες τότε. Οπότε ήταν ο σταθμός παρακολούθησης και η προτεραιότητά μας ήταν οι πολιτικές αναφορές. Είχαμε πυρηνικά όπλα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, τακτικά πυρηνικά όπλα (σημείωση υπογράφοντος: πυρηνικά βλήματα στην Αργυρούπολη του Κιλκίς, πύραυλοι “Τίμιος Τζον” με πυρηνική γόμωση στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, πυρηνικές νάρκες στη Δράμα, ενώ στη Βουλγαρία υπήρχαν πύραυλοι SS-19 που έφεραν πυρηνικές κεφαλές). Επισκέφθηκα κάποιες από τις βάσεις τους, είχε πολύ ενδιαφέρον. Υπήρχε και ένα σχετικό εμπορικό ενδιαφέρον».

Η ίδρυση και η σφαγή του 1876

Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Οι πρόξενοι στα 25 προξενεία της Θεσσαλονίκης, 1685-1912», ο ερευνητής, συλλέκτης και συγγραφέας Γιάννης Μέγας τοποθετεί την επίσημη λειτουργία του πρώτου αμερικανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη το 1835 με επικεφαλής τον Γουίλιαμ Μπένινγκ Λιούελιν, ο οποίος «έδειξε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη απευθείας εμπορικών σχέσεων μεταξύ αμερικανικών λιμένων και της Θεσσαλονίκης για την εισαγωγή αμερικανικών προϊόντων και πρώτων υλών».

Επόμενος πρόξενος ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, μεγαλοκτηματίας, εκ των επιφανών μελών της ελληνικής κοινότητας. Οπως σημειώνει ο Μέγας, έντονη παρουσία Αμερικανών προτεσταντών ιεραποστόλων στη Θεσσαλονίκη παρατηρείται από το 1834 έως το 1853 με σκοπό τον προσηλυτισμό των Εβραίων. Η προσπάθεια, ωστόσο, δεν απέδωσε και μετά την αποτυχία στράφηκαν προς τον προσηλυτισμό του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

Επί θητείας Χατζηλαζάρου το προξενείο στεγαζόταν στο σπίτι του στην Εγνατία Οδό.

Εκεί, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, οδηγήθηκε στην περίφημη «σφαγή των προξένων» το 1876 η πέτρα του σκανδάλου χριστιανή Στεφανία, η οποία ερωτεύτηκε μουσουλμάνο και για να τον παντρευτεί άλλαξε θρήσκευμα, γεγονός που εξόργισε το χριστιανικό στοιχείο. Ελληνες παλικαράδες την απήγαγαν και την έκρυψαν στο αμερικανικό προξενείο, γεγονός που προκάλεσε εξέγερση του μουσουλμανικού όχλου, ο οποίος λιντσάρισε δύο ξένους πρέσβεις προτού τα συμμαχικά πλοία στον Θερμαϊκό βομβαρδίσουν συνοικίες και καταστείλουν την εξέγερση.

Με την αποχώρηση των Γερμανών, το 1944, εγκαταστάθηκε στην επί της παραλιακής λεωφόρου Νίκης 59 οικοδομή, η οποία αγοράστηκε εξ ολοκλήρου από τους Αμερικανούς. Ηταν το σημείο εκτόνωσης του αντιαμερικανικού αισθήματος σε κάθε επέτειο, όπως το πραξικόπημα του 1967, το Πολυτεχνείο, το Κυπριακό, οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας κ.ά.

Ωσπου, το 1999, οι τότε προξενικές αρχές αποφάσισαν να το πουλήσουν και να μετακομίσουν από την παραλία σε υψηλό όροφο κτιρίου στην οδό Τσιμισκή για λόγους ασφαλείας.

Το κτίριο της λεωφόρου Νίκης φέρεται να πουλήθηκε έναντι ποσού που πλησίαζε τα δύο δισ. δραχμές, σε γνωστό Ελληνα μεγαλοεπιχειρηματία, που το μεταπώλησε στη συνέχεια και σήμερα εκεί στεγάζεται μεγάλο ξενοδοχείο.

Οι 13 ξένες αποστολές

Η ξένη διπλωματική παρουσία σήμερα στη Θεσσαλονίκη αποτυπώνεται στη λειτουργία δεκατριών οργανωμένων προξενείων, κάποια εκ των οποίων με δύο ή και τρεις διπλωμάτες και αυξημένο προσωπικό. Ειδικότερα, γενικά προξενεία – προξενεία διατηρούν: Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Γεωργία, ΗΠΑ, Κύπρος, Ουκρανία, Ρουμανία, Ρωσία, Σερβία και Τουρκία.

Η Μεγάλη Βρετανία δραστηριοποιείται μέσω του Βρετανικού Συμβουλίου, ενώ αυξάνονται διαρκώς οι χώρες που εκπροσωπούνται από επίτιμους προξένους.
Είναι όλα αυτά απομεινάρια άλλων εποχών; Μάλλον όχι, αν αναλογιστεί κανείς ότι λόγω των γεωπολιτικών μεταβολών στην ευρύτερη περιοχή, ο ρόλος της Βόρειας Ελλάδας με τα λιμάνια, τους αγωγούς αερίου και τους οδικούς άξονες ενισχύεται.

Δημοσιεύθηκε στο kathimerini.gr στις 6 Ιουνίου 2025