Του Βασίλη Τσιάμη*

Στη φωτογραφία: Οι προσπάθειες παραμένουν ασυντόνιστες. Ίσως γιατί και οι πολιτικοί ηγέτες ενίοτε θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη και έτσι η πραγματικότητα με το στόχο απέχουν πολύ. Στη φωτογραφία, από αριστερά προς τα δεξιά, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ο. φον ντερ Λάιεν και της Γαλλίας Εμ. Μακρόν, μετά το τέλος των εργασιών της συνόδου κορυφής των «27», στις 24 Ιουνίου 2022.

Οι εξελίξεις με τον πόλεμο στην Ουκρανία ανέδειξαν, για άλλη μία φορά, την έλλειψη έγκαιρης προετοιμασίας και, κυρίως, οράματος της Ε.Ε. για την κάθε επόμενη κρίση που έρχεται.

Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί, τουλάχιστον στην περίπτωση της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, οι σωστές αποφάσεις είχαν ληφθεί σε επίπεδο Ε.Ε. και τα Κράτη-Μέλη είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν μία κοινή προσέγγιση. Κυρίως, είχαν αρχίσει να επενδύουν και, επιπλέον, τα κατάλληλα εργαλεία είχαν αρχίσει να δημιουργούνται.

Όμως, για άλλη μία φορά, δεν προλάβαμε! Δεν προλάβαμε να προβλέψουμε τον κίνδυνο, ώστε να τον αποφύγουμε, αλλά και δεν προλάβαμε να έχουμε μία πειστική απάντηση ισχύος -στην πράξη- που πιθανώς να απέτρεπε τις εξελίξεις. Δυστυχώς λοιπόν, πάλι, φορά ερχόμαστε εκ των υστέρων και ως Ευρωπαίοι δεν είμαστε εμείς οι κύριοι «παίχτες» στην περιοχή μας.

Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, με πλέον πρόσφατη εξέλιξη την κατάληψη και του Σεβεροντονέτσκ στις 25 Ιουνίου (όπου ο εικονιζόμενος Ουκρανός στρατιώτης αναζητούσε ασφαλή δίοδο ως την τελευταία στιγμή), είναι μόνο η τελευταία προσθήκη στο μείγμα των προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. και οι οποίες θα ενταθούν στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα.

Διαφωνώ με όσους λένε ότι η Ευρώπη δεν πήρε σοβαρά τα θέματα της Ασφάλειας και της Άμυνας. Συλλογικά βήματα άρχισαν να γίνονται ήδη από το 2013 και πιο εντατικά από το 2016. Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη την Ελλάδα λόγω παραδοσιακής απειλής, αντιμετώπιζαν επίσης σοβαρά την Άμυνα.

Το πρόβλημα είναι ότι, όπως και στο παρελθόν, οι προσπάθειες ήταν και παραμένουν σε ένα σημαντικό βαθμό ασυντόνιστες. Ίσως γιατί και οι πολιτικοί ηγέτες ενίοτε θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη και έτσι η πραγματικότητα με το στόχο απέχουν πολύ.

Είναι σημαντικό να ορίσουμε τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Άμυνα. Αν εννοούμε το άθροισμα των εθνικών προσπαθειών ή την κοινή δράση. Αν είναι το πρώτο, τότε η Ε.Ε. απλά πρέπει να παίξει τον ρόλο του συντονιστή και επιπλέον να υποστηρίξει με τα εργαλεία της, όπως το Κοινό Ταμείο για την Άμυνα, τις επιμέρους εθνικές προσπάθειες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα μέχρι σήμερα και το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Λυσιτελές και πάντα καθυστερημένο.

Αν είναι το δεύτερο, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν.  Δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν σοβαρότερος λόγος για την Ε.Ε. να προσεγγίσει τα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας με μεγαλύτερη συλλογικότητα, ώστε να διασφαλίσει το κοινό όραμα, τις κοινές αξίες και την ασφάλεια των πολιτών της. Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας είναι μόνο η τελευταία προσθήκη στο μείγμα των προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. και οι οποίες θα ενταθούν στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα. Ως εκ τούτου, η κοινή δράση είναι μονόδρομος.

Το ΝΑΤΟ δεν δείχνει να έχει τα παλιά αντανακλαστικά της εποχής του Ψυχρού Πολέμου (στιγμιότυπο από τον εορτασμό της 50ετίας του, στις Βρυξέλλες, στις 4 Απριλίου 1974) και βασίζεται στην ενεργοποίηση του Άρθρου 5, η οποία όμως απαιτεί την ύπαρξη ομοφωνίας.

Θα έπρεπε κανείς να περιμένει ότι η γεωγραφική εγγύτητα του πολέμου στην Ουκρανία θα επηρέαζε την αντίληψη της απειλής και θα ενθάρρυνε τα Κράτη-Μέλη να ακολουθήσουν μια πλήρως ενοποιημένη επιτέλους πολιτική στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας. Ωστόσο, με γνώμονα τα δικά τους ιστορικά και γεωπολιτικά χαρακτηριστικά, τα Κράτη-Μέλη συνεχίζουν, έστω και καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία ακόμα εξελίσσεται χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα τις συνέπειες, να αποκλίνουν ως προς τις προτεραιότητες της Ασφάλειας και της Άμυνας της Ε.Ε..

Την ίδια όμως στιγμή τα ίδια Κράτη-Μέλη που είναι και Σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, είναι πρόθυμα αναγνωρίσουν στην Ατλαντική Συμμαχία τον ηγετικό ρόλο για την ασφάλεια της Ευρώπης. Ένα ΝΑΤΟ όμως που ομοίως δεν δείχνει να έχει τα παλιά αντανακλαστικά και βασίζεται στην ενεργοποίηση ενός Άρθρου 5 για παροχή άμεσης συνδρομής σε συμμάχους που απειλούνται. Η ενεργοποίηση όμως απαιτεί ομοφωνία. Όπως και η εισδοχή της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ απαιτεί ομοφωνία και βλέπουμε που βρισκόμαστε.

Η επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη είναι, σίγουρα, μία βασική αιτία αφύπνισης για τα Κράτη-Μέλη σε ότι αφορά την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών τους για την ανάπτυξη στρατιωτικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του ΝΑΤΟ για την ασφάλεια της Ευρώπης αλλά -πρωτίστως- θα έπρεπε να είναι η στιγμή για γενναίες αποφάσεις σε ότι αφορά την συλλογικότητα στην αντιμετώπιση των απειλών  σε επίπεδο Ε.Ε..

Όπως επιβεβαιώθηκε και κατά τη σύσκεψη της 1ης Ιουνίου 2022 στο Πεντάγωνο, με επικεφαλής τον γ.γ. του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ και τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Λ. Όστιν, ο πόλεμος στην Ουκρανία επαναφέρει πλήρως τη δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή πολιτική ευθυγράμμιση, σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι απολύτως απαραίτητη τώρα, για να επιτευχθεί μία πραγματικά Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Δεδομένου ότι αυτό επηρεάζεται ευθέως από τον άξονα Γαλλίας-Γερμανίας, δυστυχώς οι δύο χώρες δεν είναι στο επίπεδο που ήταν παλαιότερα, ώστε να αναλάβουν τον ηγετικό τους ρόλο και να αποτελέσουν τον Οδηγό σε μία Κοινή Ευρωπαϊκή δράση. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να οδηγεί σε καθυστέρηση στις αποφάσεις.

Ασφαλώς, πολιτικές αποφάσεις σε επίπεδο Συμβουλίου υπάρχουν. Η υιοθέτηση της Στρατηγικής Πυξίδας, η ενίσχυση του Ταμείου Άμυνας με επιπλέον χρηματοδότηση ή τα κίνητρα για κοινές προμήθειες. Με πιο σημαντική την εξαίρεση τους από την επιβολή ΦΠΑ. Ωστόσο, όλα αυτά και αν τα Κράτη-Μέλη δεν αποδεχτούν τη συλλογικότητα στον σχεδιασμό και την δράση, τότε οι όποιες αποφάσεις θα είναι πάντα αργές στην υλοποίηση και ετεροχρονισμένες στην αποτελεσματικότητα τους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα μια ζοφερή, αλλά ειλικρινή αξιολόγηση της έλλειψης ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων και επενδύσεων. Ως εκ τούτου, η Ευρώπη πρέπει να επικεντρωθεί σε πιο συνεργατικές δράσεις στον τομέα της άμυνας, αλλά και στις κοινές αμυντικές προμήθειες. Και τα Κράτη-Μέλη είναι έτοιμα να επενδύσουν. Και, επιπροσθέτως, αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο. Η αίτηση της Φιλανδίας και της Σουηδίας για ένταξη στον ΝΑΤΟ, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Δανία για ένταξη στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας και η  ίδρυση στρατιωτικού ταμείου της Γερμανίας, είναι σαφή δείγματα. Τι είναι λοιπόν αυτό που πρέπει να περιμένουμε;

Μία άλλη διάσταση, που μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη για την Ε.Ε., είναι οι σχέσεις με τους στρατηγικούς της εταίρους, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπου και εκεί πρέπει να επιδιωχθεί κοινή δράση.

Σε ότι αφορά το ΝΑΤΟ, η νέα Στρατηγική Αντίληψή του που αναδείχθηκε στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου στη Μαδρίτη, με τις γνωστές «ανατολίτικες παραφωνίες», μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί, ώστε να ενισχύσει τις σχέσεις Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Είναι ουτοπία να φανταζόμαστε την Ε.Ε. ως μία συλλογική δύναμη αντάξια και συμπληρωματική του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει βούληση μεταξύ των Κρατών-Μελών να γίνει η Ε.Ε. μία αμυντική συμμαχία. Αυτός ο ρόλος ανήκει στο ΝΑΤΟ, αλλά η Ε.Ε. μπορεί να παίξει έναν υποστηρικτικό ρόλο. Παραδείγματος χάρη με το να αναπτύξει βασικές στρατιωτικές δυνατότητες συμπληρωματικές του ΝΑΤΟ. Ομοίως Ε.Ε. και ΝΑΤΟ να επιτρέψουν, όπου αυτό είναι εφικτό, την ενσωμάτωση των αμυντικών βιομηχανιών τους σε κοινά (μεταξύ μελών) αμυντικά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση, η Ε.Ε. θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να ενισχύσει το ρόλο της ως παράγοντα ασφαλείας στην περιοχή της, διαδραματίζοντας μεγαλύτερο ρόλο στη αποφυγή ή διαχείριση κρίσεων και υιοθετώντας μια ευρεία πολιτική, στρατιωτική και πολιτική προσέγγιση. Αυτή θα ήταν η ύψιστη υπηρεσία τόσο για τα Κράτη-Μέλη της, όσο και για τον ΝΑΤΟ.  Σε τελική ανάλυση, όπως απέδειξε και ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Ε.Ε. έχει μία πραγματική -μη στρατιωτική, αλλά οικονομική- ισχύ στα χέρια της. Χρησιμοποιώντας την οικονομική της δύναμη απέναντι σε αντιπάλους, επιβάλλοντας κυρώσεις και διαμορφώνοντας οικονομικές σχέσεις, συμπληρώνει απόλυτα τις στρατιωτικές δυνατότητες που το ΝΑΤΟ παρέχει.

Σε ότι αφορά τις ΗΠΑ, προ του πολέμου στην Ουκρανία, ήταν πλέον απολύτως καθαρό ότι η προσοχή της Ουάσιγκτον είχε στραφεί σε άλλες προτεραιότητες και άλλους από της Ευρώπη γεωγραφικούς προσανατολισμούς. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επαναφέρει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ στη γηραιά ήπειρο. Ίσως διαφορετικά από το ενδιαφέρον του παρελθόντος, αλλά τουλάχιστον επιβεβαιώνοντας πλήρως την δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της Ευρώπης. Αυτό είναι από μόνο του θετικό, αλλά η Ε.Ε. πρέπει να επιδιώξει αυτό το ενδιαφέρον να εξασφαλίζει περισσότερη ισορροπία, απ’ ότι στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, σχετικά με τις ευθύνες που δύναται να αναλάβουν τα Κράτη-Μέλη και η Ένωση, ως οργανισμός, για την ασφάλεια της Ευρώπης.

Κοινή δράση λοιπόν, τώρα. Δεν είναι μία από τις επιλογές πλέον όπως ήταν στο παρελθόν. Είναι απλά μονόδρομος! Κοινή δράση εντός της Ε.Ε. αλλά και κοινή δράση με τους εταίρους μας.

*Associate Partner Ernst & Young για θέματα Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Χρηματοδότησης –Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος της Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας