Η εντυπωσιακή αποχή του μέγιστου μέρους του εκλογικού σώματος της ΠΓΔΜ από το δημοψήφισμα της 30ης Σεπτεμβρίου αποτελεί μία μόνον πτυχή του αδιεξόδου στο οποίο οδηγούνται η ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια και -ακόμα περισσότερο- η ισχύς και η εικόνα της χώρας μας στα μάτια τρίτων.

Η κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών ενεπλάκησαν από τις αρχές του έτους (αν όχι και από τον Οκτώβριο πέρυσι όταν η Ουάσιγκτον ενημερώθηκε, σε κορυφαίο επίπεδο για τις πρώτες επαφές Αθήνας-Σκοπίων) σε μία εκστρατεία επίλυσης των βαλκανικών μας προβλημάτων με το σκεπτικό ότι πρέπει η χώρα να έχει καλυμμένα τα νώτα της έναντι του μείζονος προβλήματος της Τουρκίας. Η θεωρία μάλλον δεν ήταν λανθασμένη και πρέπει, πραγματικά, μία δυναμική διπλωματία να μην αφήνει τα ανοιχτά ζητήματα να κακοφορμίζουν, αλλά η πρακτική υλοποίηση ήταν από την αρχή δύσκολη. Η συνέχεια έδειξε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα και κάθε μέρα που περνά πλησιάζουμε σε διπλό αδιέξοδο. Από τη μία πλευρά στο θέμα της ΠΓΔΜ και των Βαλκανίων και από την άλλη πλευρά στις επαφές με την Τουρκία που όχι μόνον δεν γίνονται με τα νώτα μας καλυμμένα, αλλά επικίνδυνα εκτεθειμένα.

Επιπλέον, η πολιτική αστάθεια, που επέστρεψε στην Αθήνα από τον Ιανουάριο με τις πρώτες επαφές με την ΠΓΔΜ και εδραιώθηκε τον Ιούνιο με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, διαλύει κάθε ελπίδα αξιοποίησης του νέου κλίματος της (τυπικής) εξόδου από την εποχή των Μνημονίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις θετικές αποφάσεις του Eurogroup και τη δημόσια στήριξη των ΗΠΑ, επενδυτής δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε με γυμνό μάτι (όπως θα έπρεπε μετά την τόσο μεγάλη εσωτερική υποτίμηση), αλλά ούτε με κιάλια και θερμική κάμερα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών, όπως η «Α&Δ» έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει, δεν είναι απλώς κάκιστη και απαράδεκτη (λόγω κυρίως της αναγνώρισης ψευδο-μακεδονικής ταυτότητας στη γειτονική χώρα), αλλά μετέωρη: είναι εναντίον της η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και η εξίσου συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της ΠΓΔΜ, ενώ οι φίλοι και σύμμαχοί μας δεν τη βλέπουν σαν μακροπρόθεσμη λύση των βαλκανικών προβλημάτων παρά μόνον σαν προσωρινό εργαλείο ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Ταυτόχρονα, υποβαθμίζουν τις αποσταθεροποιητικές συνέπειές της εντός Ελλάδος σε μια εποχή που δηλώνουν (και το εννοούν) πως η χώρα μας αποτελεί μοναδική νησίδα σταθερότητας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και, ειδικά οι ΗΠΑ (αφού η Ε.Ε. μόνον θεωρητικολογεί για κοινή άμυνα και κοινή αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού) θέλουν να της αναθέσουν σοβαρότερους ρόλους στο πλαίσιο της διμερούς στρατηγικής σχέσης. Τέτοια οικοδομήματα όμως δεν πρέπει να στηρίζονται σε σαθρά θεμέλια.