Τρεις εβδομάδες απομένουν ως τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου στη Μαδρίτη, και η αίσθηση που κερδίζει έδαφος πια διεθνώς είναι πως η Τουρκία δεν πρόκειται να κάνει πίσω στο θέμα της Σουηδίας και της Φινλανδίας.

Η ιστορική μεταστροφή των δύο χωρών, που – με φόντο πια τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – υπέβαλαν επισήμως αιτήσεις για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, θα έβρισκε τοίχο πάνω στα αμετάστρεπτα παζάρια της τουρκικής πλευράς που το συνηθίζει παλαιόθεν να περιμένει κάθε φορά την πλέον (α)κατάλληλη στιγμή προκειμένου να εκβιάσει συμμάχους και εταίρους ζητώντας ανταλλάγματα.

Η τουρκική στάση επαναφέρει ωστόσο στο προσκήνιο και μια σειρά από αγκάθια τα οποία έχουν πολλοί κατά καιρούς επιχειρήσει να σπρώξουν κάτω από το χαλί όπως είναι εκείνα: του τουρκικού «εξαιρετισμού» που έχει γιγαντωθεί με τις ευλογίες της Δύσης, της Άγκυρας που επιμένει διαχρονικά να δρα ως «επιτήδειος ουδέτερος» την ώρα των μεγάλων κρίσεων, των ενδοσυμμαχικών ίσων αποστάσεων που ενίοτε γυρνούν μπούμερανγκ, της ομοφωνίας που καταντά βαρίδι μεταξύ «συμμάχων» όταν εκείνοι δεν μοιράζονται κοινές αξίες κ.ά.

Το ότι μεταξύ των νατοϊκών «συμμάχων» υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις είναι γνωστό. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε θέσει το θέμα στις 19 Ιανουαρίου, πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία («…there are differences in NATO as to what countries are willing to do, depending on what happens»). Έκτοτε, έχουν βέβαια αλλάξει πολλά, πλην όμως οι διαφορετικές προσεγγίσεις παραμένουν.

Η Ουγγαρία του Όρμπαν, που θέτει εμπόδια στις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, είναι άλλωστε και εκείνη νατοϊκή, όπως και η Τουρκία του Ερντογάν που έχει απόσχει πλήρως από την επιβολή κυρώσεων κατά της Μόσχας.

Εάν μάλιστα αποδειχθούν αληθή τα ακραία σενάρια που θέλουν τον Ερντογάν να επιχειρεί κινήσεις «προσάρτησης» των κατεχομένων της Κύπρου πριν από τις επόμενες τουρκικές εκλογές, τότε εντός του ΝΑΤΟ η ένταση αναμένεται να χτυπήσει κόκκινο το προσεχές διάστημα.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πληθαίνουν όμως και οι φωνές που αναζητούν πρακτικές εναλλακτικές λύσεις αμυντικής θωράκισης… πέρα από το Άρθρο 5 και τις τυπικές νατοϊκές δομές. Διότι εάν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί τελικώς δεν ενταχθούν στο ΝΑΤΟ λόγω των τουρκικών ενστάσεων, τότε δεν πρόκειται να βρεθούν υπό την ασπίδα της συλλογικής άμυνας του Άρθρου 5 της Συμμαχίας, πλην όμως ακριβώς αυτός (το Άρθρο 5) ήταν ο βασικός λόγος που τους έκανε να υποβάλουν αιτήσεις ένταξης στη Συμμαχία.

Το κλίμα έχει από πολλές απόψεις ήδη χαλάσει. Φινλανδικές πηγές σημειώνουν πως εάν η Τουρκία είχε εκ των προτέρων ξεκαθαρίσει πως θα έθετε εμπόδια στη νατοϊκή προοπτική της χώρας τους, τότε το Ελσίνκι ίσως να μην έμπαινε καν σε διαδικασία ένταξης.

Ο Πολ Λέβιν από την άλλη πλευρά, του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης (Stockholm University), αναφέρεται στο ενδεχόμενο να αποσυνδεθούν (decoupling) οι υποψηφιότητες Σουηδίας και Φινλανδίας, με τη Φινλανδία να κάνει τελικώς βήματα ένταξης και τη Σουηδία να μένει εκτός Συμμαχίας.

Ο Αμερικανός Άαρον Στάιν, του Foreign Policy Research Institute (FPRI), υποστηρίζει πως Σουηδία και Φινλανδία θα μπορούσαν να αρχίσουν να αντιμετωπίζονται ως de-facto χώρες μέλη του ΝΑΤΟ χωρίς επισήμως να είναι, με τους Συμμάχους να στέλνουν εκεί στρατεύματα υπό την επίβλεψη των ΗΠΑ. Στο ίδιο πλαίσιο, οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν παράλληλα να αρχίσουν να αγνοούν την Τουρκία και τις όποιες τουρκικές ενστάσεις, όπως σημειώνεται…

Ο Χάουαρντ Αϊζενστατ, του αμερικανικού St. Lawrence University, μιλά από την πλευρά του για την ανάγκη να διαμορφωθούν/συναφθούν συνθήκες αμοιβαίας άμυνας εκτός των νατοϊκών δομών (mutual defense treaties outside the NATO structure).

Στο Α&Δ έχουμε σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις στο παρελθόν, τον Ιανουάριο του 2022 («Νέα “συμμαχικά σχήματα” αλλάζουν τους συσχετισμούς στη διεθνή σκηνή») και τον Οκτώβριο του 2021 («Η άλλη… ad hoc ανάγνωση της συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας»), αναφερθεί στο θέμα της διαμόρφωσης νέων διμερών – πολυμερών συμμαχικών σχημάτων που θα ξεχωρίζουν ως ευέλικτα, στοχευμένα και καλύτερα προσαρμοσμένα στις εκάστοτε συνθήκες/ανάγκες.

Τότε, πριν από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, το ΝΑΤΟ δεν είχε – βέβαια – ακόμη «αναζωογονηθεί». Ως φαίνεται ωστόσο, ακόμη και όλα αυτά που ακολούθησαν ως απότοκα του πολέμου στην Ουκρανία: η αναζωογόνηση του ΝΑΤΟ, η φαινομενικά μεγαλύτερη συσπείρωση των νατοϊκών Συμμάχων κ.ά. δεν είναι στην πράξη αρκετά προκειμένου να τιθασεύσουν τις αποκλίνουσες εκβιαστικές ενδοσυμμαχικές μεθοδεύσεις του όποιου επιτήδειου ουδέτερου…