του Βασίλη Τσιάμη *

Στη φωτογραφία: Η εισβολή, αναμφίβολα, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και επανακαθόρισε πλήρως τις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια με τη σύγκληση, μεταξύ άλλων, τακτικών συνόδων κορυφής, όπως η εικονιζόμενη, στο Γεκατερίνμπουργκ, τον Ιούνιο του 2013.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, εξέπληξε πολλούς. Μέχρι ακόμη και την παραμονή της, πολλοί αναλυτές το θεωρούσαν ως το χειρότερο μεν, το λιγότερο δε πιθανό σενάριο. Περίμεναν ότι ίσως μια περιορισμένη εισβολή γύρω από την Κριμαία και το Ντονμπάς θα ήταν η μέγιστη στρατιωτική εξέλιξη και ότι οι «εχθροπραξίες» θα περιορίζονταν στην διπλωματική μόνο αρένα.

Προφανώς, άπαντες διαψεύστηκαν. Ως γνωστόν, η ρωσική εισβολή δεν επέτυχε γρήγορα αποτελέσματα. Η ουκρανική αντίσταση, αλλά και αποφασιστικότητα ήταν η κύρια αιτία. Παρά ταύτα, η απώλεια στρατιωτών, αλλά και αμάχων είναι τραγική. Η αντίδραση των δυτικών – ιδιαίτερα με τη μορφή κυρώσεων προς την Ρωσία και ταυτόχρονη υποστήριξη της Ουκρανίας οικονομικά, αλλά και σε στρατιωτικό εξοπλισμό και υποστήριξη πληροφοριών – ήταν γρήγορη και ουσιαστική.

Η εισβολή, αναμφίβολα, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και επανακαθόρισε πλήρως τις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια. Για τρεις δεκαετίες, τα θεμέλια αυτών των σχέσεων ήταν η οικονομική και η ενεργειακή αλληλεξάρτηση. Τώρα, καθώς η Ρωσία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρώπη, όλοι οι τομείς των σχέσεων έχουν αναθεωρηθεί. Μέσω ολοκληρωμένων πακέτων κυρώσεων που εγκρίθηκαν από την Ε.Ε., τα κράτη-μέλη της Ένωσης αποκόπτουν συστηματικά όλους τους οικονομικούς δεσμούς. Η αποσύνδεση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο τερματίζει πενήντα χρόνια συνδεσιμότητας και αμοιβαία επωφελών ενεργειακών σχέσεων. Αυτό αναμένεται να ασκήσει μεγάλη πίεση, και ασκεί ήδη, στο οικονομικό μοντέλο της Ρωσίας και να ωθήσει τη χώρα περαιτέρω προς την Κίνα και την Ασία γενικότερα. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις του πολέμου έχουν δημιουργήσει νέες δυναμικές ισχύος στη διεθνή σκηνή με μια πιο δραστική μετατόπιση στο γεωπολιτικό τρίγωνο Ε.Ε., Ρωσίας και Κίνας.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόσο βαθιά ο πόλεμος άλλαξε τον τρόπο που βλέπουν οι Ευρωπαίοι τη σχέση τους με τη Ρωσία. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι ξεκάθαροι στην πεποίθησή τους ότι η μεταψυχροπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη είναι νεκρή.

Οι σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας

Οι σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας βρίσκονταν ήδη σε αποδρομή μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, από τη Μόσχα, το 2014. Η Ε.Ε. προσπάθησε να διαμορφώσει μια νέα πολιτική για τη Ρωσία υπό το πρίσμα αυτής της επιθετικότητας. Ωστόσο, οι διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της Ρωσίας, περιόρισαν την ικανότητα των Βρυξελλών να χαράξουν μια σαφέστερη και πιο συγκεκριμένη πολιτική. Η Ε.Ε. διατήρησε τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν λόγω της επιθετικότητας της Ρωσίας από το 2014 και μετά, αλλά απέφυγε ενέργειες που θα έβλαπταν μεγάλα ενεργειακά έργα ή οικονομική συνεργασία, τα οποία εξακολουθούσαν να είναι πολύτιμα και για τις δύο πλευρές.

Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η πολιτική κατευνασμού και ισορροπιών οδήγησε στον πόλεμο της Ουκρανίας του 2022. Το Κρεμλίνο περίμενε έλλειψη ενότητας όχι μόνο από τη Γερμανία αλλά και από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας και της Ιταλίας, που εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ωστόσο, η απάντηση της Ε.Ε. ήταν ισχυρή. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαδραμάτισε βασικό ρόλο από το Φεβρουάριο του 2022 στην προετοιμασία και την εφαρμογή των οκτώ πακέτων κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Κατά τη σύνταξη των μέτρων, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απέδειξε ότι το Κρεμλίνο έκανε λάθος στην πεποίθησή του ότι οι Βρυξέλλες δεν θα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας σε μία πιθανή σύγκρουση με τη Ρωσία. Η ρωσική ηγεσία επέδειξε αδυναμία να κατανοήσει είτε την Ε.Ε. ως πολυεπίπεδο παράγοντα είτε την αλληλεπίδραση μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των κρατών-μελών. Για το Κρεμλίνο, η παραίτηση από την κυριαρχία σε έναν διεθνή οργανισμό και η ενσωμάτωση με άλλες χώρες είναι σημάδια αδυναμίας και όχι δύναμης. Η Μόσχα πάντα προσπαθούσε να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων της Ε.Ε. μέσω των μεγάλων κρατών-μελών, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, παραμερίζοντας παράλληλα τα μικρότερα κράτη, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής. Η Ρωσία δεν έχει καταλάβει ότι η Ε.Ε. είναι μια προγραμματισμένη μηχανή, στην οποία τα μεγάλα κράτη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των μικρότερων, τα οποία η Μόσχα θεωρούσε ως αμελητέα ποσότητα.

Κατά τη σύνταξη των περιοριστικών μέτρων και των κυρώσεων, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απέδειξε ότι το Κρεμλίνο έκανε λάθος στην πεποίθησή του ότι οι Βρυξέλλες δεν θα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας σε μία πιθανή σύγκρουση με τη Ρωσία.

Κατά το σχεδιασμό της εισβολής της στην Ουκρανία, η ρωσική ηγεσία υπολόγισε ότι η Ε.Ε. ήταν ένας αδύναμος περιφερειακός και παγκόσμιος παράγοντας, ενώ ο κύριος δυτικός αντίπαλος της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, επικεντρωνόταν σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανάγκασε την Ε.Ε. να αποδείξει, έστω και με εμφανείς αδυναμίες, ότι η Ρωσία κάνει λάθος, ανακαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας τον εαυτό της ως γεωπολιτικό παράγοντα και παράγοντα ασφάλειας στην ανατολική γειτονιά της, αντί να ενεργεί μόνο ως κανονιστικός και τεχνοκρατικός παίκτης.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόσο βαθιά αυτός ο πόλεμος άλλαξε τον τρόπο που βλέπουν οι Ευρωπαίοι τον κόσμο, καθώς και τον τρόπο που βλέπουν τη σχέση τους με τη Ρωσία. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι ξεκάθαροι στην πεποίθησή τους ότι η μεταψυχροπολεμική φιλελεύθερη διεθνής τάξη είναι νεκρή. Σε αυτό το σημείο καμπής, η Ε.Ε. πρέπει τώρα να διατηρήσει την ενότητα που έχει σφυρηλατήσει ως απάντηση στον πόλεμο της Ουκρανίας για να αντιμετωπίσει τρεις μεγάλες προκλήσεις όσον αφορά τη Ρωσία. Πρώτον, η Ε.Ε. πρέπει να οικοδομήσει μια εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας έναντι της Ρωσίας με βάση ότι η Ένωση είναι πλέον γεωπολιτικός παράγοντας και ότι η Ρωσία είναι η κύρια απειλή για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Δεύτερον, η Ε.Ε. πρέπει να σχεδιάσει πιο ενεργητικές πολιτικές για την ενσωμάτωση της ανατολικής της γειτονιάς, πλην Ρωσίας. Και, τρίτον, η Ε.Ε. πρέπει να σχεδιάσει μια νέα πολιτική για τη Ρωσία που θα είναι, όσο το δυνατόν περισσότερο, σκληρή για το καθεστώς του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, διατηρώντας παράλληλα ζωντανή την ιδέα μιας Ρωσίας μετά τον Πούτιν που είναι μέρος της Ευρώπης.

Η Μόσχα πάντα προσπαθούσε να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων της Ε.Ε. μέσω των μεγάλων κρατών-μελών. όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, παραμερίζοντας παράλληλα τα μικρότερα κράτη, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής. Στη φωτογραφία, από αριστερά προς τα δεξιά, η Γερμανίδα τότε καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν και ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν, στο Παρίσι, στις 9 Δεκεμβρίου 2019.

Οι σχέσεις Ε.Ε.-Κίνας

Κατά την αναθεώρηση της εξωτερικής της πολιτικής, η Ε.Ε. πρέπει παράλληλα να εξετάσει τις επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος σε άλλες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Οι σχέσεις Ε.Ε.-Κίνας διαμορφώνονται τόσο από συνθήκες συνεργασίας, όσο και από διαφωνίες. Οι δύο δυνάμεις συνεργάζονται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών της, το εμπόριο και τις νέες τεχνολογίες. Ωστόσο, έχουν διέλθει και περιόδους τριβής σε θέματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και η υγειονομική κρίση. Τον Απρίλιο του 2022, πραγματοποιήθηκε η 23η σύνοδος κορυφής Ε.Ε.-Κίνας, η οποία αποδείχθηκε ανεπιτυχής, με βασικό λόγο τη στάση της Κίνας στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η Κίνα, όπως και η Ρωσία, είναι αντίθετη στην επέκταση του ΝΑΤΟ και στην επιρροή των ΗΠΑ και απέχει από την καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας, επειδή δεν θέλει οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να έρθουν τόσο κοντά στα σύνορά τους όσο το ΝΑΤΟ. Η κατάσταση στον Ινδο-Ειρηνικό είναι ανάλογη με αυτήν στην Ανατολική Ευρώπη. Τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα, δεν θέλουν να ωθηθούν στη γωνία από τη δυτική στρατιωτική συμμαχία. Είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, αυτή η συμμαχία ενισχύει την ασφάλεια της Δύσης, αλλά ταυτόχρονα μειώνει την ασφάλεια της Ρωσίας και της Κίνας που, αναπόφευκτα, είναι έτοιμες να αναλάβουν στρατιωτικά αντίμετρα.

Προκειμένου να υπάρξει μια εποικοδομητική σχέση μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας, η ευρωπαϊκή πλευρά θα πρέπει να αναγνωρίσει τη θέση της Κίνας απέναντι στο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, ως νόμιμη και συνεπή με την εξωτερική της πολιτική, ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Κίνα έχει παραπονεθεί για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και τον άξονα των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό, παρουσιάζοντάς την ως μια αντιπαραγωγική στρατιωτική στρατηγική που δεν ενισχύει την ασφάλεια κανενός. Η Κίνα συνεργάζεται με τη Ρωσία, όχι λόγω ιδεολογικών συγγενειών ή οικονομικών οφελών, αλλά επειδή και οι δύο αντιμετωπίζουν μια κοινή στρατιωτική απειλή και είναι δυσαρεστημένοι με το πώς οι διεθνείς θεσμοί ευνοούν τη δυτική επιρροή. Η Ε.Ε. δεν πρέπει να συγχέει μια σινο-ρωσική φιλία με μια σινο-ρωσική εταιρική σχέση. Η Κίνα και η Ρωσία είναι εταίροι, επειδή η κατανομή της εξουσίας και η διαμόρφωση των συμφερόντων, στο διεθνές σύστημα. τους ωθεί να το κάνουν, αλλά, δεδομένων των θεμελιωδών διαφορών τους, δεν είναι φίλοι.

Τον Απρίλιο του 2022, πραγματοποιήθηκε, μέσω βιντεο-διάσκεψης, η 23η σύνοδος κορυφής Ε.Ε.-Κίνας, η οποία αποδείχθηκε ανεπιτυχής, με βασικό λόγο τη στάση της Κίνας στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στο πάνω μέρος της φωτογραφίας ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και στο κάτω η πρόεδρος της Κομισιόν Ουρ. φον ντερ Λαίεν και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Σ. Μισέλ.

Από την πλευρά της, όπως η Ε.Ε. πρέπει να προσαρμόσει το όραμά της για την Κίνα, έτσι και η τελευταία πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της έναντι της Ε.Ε.. Οι Κινέζοι κατηγόρησαν τα ευρωπαϊκά κράτη ως δορυφόρους των ΗΠΑ, καθώς απέτυχαν να ευθυγραμμιστούν με τις οικονομικές κυρώσεις και την καταδίκη των ρωσικών ενεργειών και είπαν ότι η Ε.Ε. πρέπει να ενεργήσει πιο αυτόνομα από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ωστόσο, με αυτούς τους ισχυρισμούς, η Κίνα δείχνει να αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ρωσική απειλή για την Ευρώπη είναι πολύ πραγματική και ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να συναλλάσσεται όπως συνήθως με τη Ρωσία, όταν τέσσερα από τα κράτη-μέλη της μοιράζονται κοινά σύνορα με την Ουκρανία. Για την Ευρώπη, η ενίσχυση του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας είναι αναγκαιότητα. Η Ρωσία διαπράττει εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, παράγει εκατομμύρια πρόσφυγες και επηρεάζει την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Αυτοί είναι κίνδυνοι που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. και τους οποίους η Κίνα δεν πρέπει να υποτιμά.

Τέλος, η Κίνα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η μελλοντική διεύρυνση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη φαίνεται αναπόφευκτη. Το ΝΑΤΟ δεν αναζητά νέα μέλη, όπως ήταν στο παρελθόν, αλλά νέα μέλη αναζητούν το ΝΑΤΟ (π.χ. Σουηδία και Φινλανδία). Παρόλο που οι ανησυχίες για την ασφάλεια που εξέφρασε η Ρωσία μετά τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορά της μπορεί να είναι νόμιμες, η κλίμακα των φρικαλεοτήτων που διαπράττει η Ρωσία είναι εντελώς αδικαιολόγητη.

Οι διμερείς σχέσεις Ε.Ε.-Κίνας πρέπει να αποσυνδεθούν από τη θέση του Πεκίνου έναντι της Ουκρανίας και της Ρωσίας αλλά ακόμα και από τη προσέγγιση των ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν την Κίνα ως απειλή για τα δικά τους στρατηγικά και στρατιωτικά συμφέροντα, που μπορεί όντως να είναι, αλλά δεν ισχύει το ίδιο απαραίτητα και για την Ε.Ε.

Το μέλλον των σχέσεων της Ε.Ε.

Εάν η Ε.Ε. θέλει να γίνει παγκόσμιος παράγοντας, η εξωτερική της πολιτική απέναντι σε δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, πρέπει να επιδείξει περισσότερη φιλοδοξία και κατανόηση. Τα κράτη-μέλη που έχουν ιστορικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τη Ρωσία θα έχουν πάντα επιρροή στις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας. Ταυτόχρονα, η ενεργειακή και οικονομική αποσύνδεση της Ευρώπης από τη Ρωσία θα διευκολύνει τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Μόσχας. Η οικονομική συνιστώσα στις προσεγγίσεις πολλών κρατών-μελών με τη Ρωσία θα μειωθεί. Όμως οι διαφορετικές παραδόσεις στην αντιμετώπιση της Ρωσίας θα παραμείνουν.

Από την άλλη πλευρά, οι δεσμοί της Ε.Ε. με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν πρέπει να εξετάζονται μόνο υπό το πρίσμα του πολέμου στην Ουκρανία ή υπό το πρίσμα της εταιρικής της σχέσης με τη Ρωσία. Οι διμερείς σχέσεις πρέπει να αποσυνδεθούν από τη θέση της Κίνας έναντι της Ουκρανίας και της Ρωσίας αλλά ακόμα και από τη προσέγγιση των ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν την Κίνα ως απειλή για τα δικά τους συμφέροντα, που μπορεί όντως να είναι, αλλά δεν ισχύει το ίδιο απαραίτητα και για την Ε.Ε., ώστε να υιοθετεί αβασάνιστα τη θέση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

– – – – – – – – – – – – – –

*Associate Partner Ernst & Young για θέματα Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Χρηματοδότησης –Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος της Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας.