Οι προοπτικές (και τα όρια) της σύμπλευσης Κίνας-Ρωσίας
Στη φωτογραφία παρά τη στενή προσωπική σχέση των ηγετών τους, Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ, και τις συγκλίσεις αντιδυτικού χαρακτήρα (του τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»), η Κίνα και η Ρωσία αποκλίνουν σε διάφορα ζητήματα.
Από το βήμα ομιλίας του στο Hudson Institute στα τέλη Αυγούστου φέτος, ο Αμερικανός ναύαρχος Τσαρλς Ρίτσαρντ, επικεφαλής της Διοίκησης Στρατηγικής Άμυνας των ΗΠΑ (U.S. Strategic Command), έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι η σύμπραξη Κίνας-Ρωσίας συνιστά «αυξανόμενη απειλή» για την Ουάσιγκτον.
Η πρόκληση μιας «δίδυμης» σινορωσικής «απειλής» είναι κάτι που εξετάζεται, εδώ και χρόνια, από τους ιθύνοντες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ωστόσο οι απόψεις τους διίστανται ως προς το στρατηγικό βάθος, το εύρος και τις προοπτικές που έχει -ή θα μπορούσε να έχει- επί του πρακτέου μια τέτοια σινορωσική «συμπόρευση».

«Κίνα και Ρωσία αμφισβητούν την αμερικανική ισχύ… επαναδιεκδικούν επιρροή σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο… θέλουν να διαμορφώσουν έναν κόσμο αντιθετικό προς τις αμερικανικές αξίες και τα αμερικανικά συμφέροντα… κατευθύνουν τις επενδύσεις τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο… φιλοδοξούν να προβάλλουν ισχύ παγκοσμίως… αναπτύσσουν προηγμένης τεχνολογίας όπλα και δυνατότητες… ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους…» Εάν ανατρέξει κανείς στο κείμενο της αμερικανικής Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy) του 2017, από όπου προέρχονται τα παραπάνω αποσπάσματα, αποκτά όντως την εντύπωση πως Κίνα και Ρωσία «πάνε πακέτο».
«Άξονας των αυταρχικών»
«Τα τελευταία χρόνια, η σινο-ρωσική εταιρική σχέση (σ.σ. partnership) έχει αναδυθεί στα μάτια των δυτικών ως η κυρία απειλή για τη μεταψυχροπολεμική βασισμένη-σε-κανόνες (σ.σ. rules-based) διεθνή τάξη πραγμάτων. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, η πρόκληση δεν προκύπτει πια μόνο από την άνοδο της Κίνας ή την ανάκαμψη της Ρωσίας, αλλά από την αυξανόμενη στρατηγική σύγκλιση των δύο: από έναν αλληλοενισχυόμενο δηλαδή «άξονα των αυταρχικών», με τις συζητήσεις περί σινορωσικής «συμμαχίας» να έχουν καταστεί πια κάτι το τετριμμένο μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο (εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στη σκιά πια και της πανδημίας) που επιτείνει την αίσθηση βαθιάς ανησυχίας, όπως σημειώνουν σε έκθεσή τους («Partnership Without Substance», Απρίλιος 2021) οι αναλυτές του αμερικανικού «Center for European Policy Analysis» (CEPA).
Πεκίνο και Μόσχα έχουν πράγματι έρθει πιο κοντά τα τελευταία χρόνια, σε επίπεδο εμπορικό-ενεργειακό, στρατιωτικό-εξοπλιστικό αλλά και πολιτικό-διπλωματικό. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Σεργκέι Λαβρόφ, χαρακτήρισε τη σινορωσική συνεργασία «στενή και γόνιμη» τον περασμένο Μάρτιο, κατά τη διάρκεια επίσκεψης που πραγματοποίησε στην κινεζική πόλη Γκουιλίν, με το Πεκίνο μάλιστα, από την πλευρά του, να υπογραμμίζει ότι εκείνη ήταν η όγδοη επίσκεψη του Λαβρόφ στην Κίνα.

«Θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε τις μεταξύ μας σχέσεις συνολικής εταιρικής συνεργασίας και στρατηγικής αλληλεπίδρασης… Υπογραμμίσαμε την αυξανόμενη σημασία που έχουν οι κοινές δράσεις Ρωσίας, Κίνας… Η ρωσο-κινεζική αλληλεπίδραση στην εξωτερική πολιτική παραμένει ζωτικός παράγοντας των παγκοσμίων υποθέσεων» ενάντια στον «καταστροφικό χαρακτήρα της φιλοδοξίας που έχουν οι ΗΠΑ να υπονομεύσουν το βασισμένο-στον-ΟΗΕ διεθνές νομικό πλαίσιο χρησιμοποιώντας στρατιωτικο-πολιτικές συμμαχίες της ψυχροπολεμικής περιόδου», είχε δηλώσει τότε ο Λαβρόφ από το έδαφος της Κίνας.
Η σχέση της Κίνας με τη Ρωσία είναι «καλύτερη από συμμαχική», θα υπερθεμάτιζε λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2021, ο Κινέζος ΥΠΕΞ Γουάνγκ Γι από το Πεκίνο, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 ετών από την υπογραφή της σινορωσικής Συνθήκης Καλής Γειτονίας και Φιλικής Συνεργασίας του 2001.
Αντιφάσεις
Όπως ένα νόμισμα ωστόσο, έτσι και η σινορωσική σχέση παρουσιάζει όψεις διαφορετικές ή ακόμη και αντιθετικές μεταξύ τους. Όψεις που ενίοτε αντικρούουν ή υπονομεύουν η μία την άλλη.
Ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών Κίνας-Ρωσίας έχει όντως αυξηθεί σημαντικά τα περασμένα χρόνια (από 21 δισεκατομμύρια δολάρια το 2005 σε πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια από το 2018 και μετά). Δεν ισχύει όμως κάτι ανάλογο και για τις προερχόμενες από την Κίνα άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) προς την πλευρά της Ρωσίας που παραμένουν χαμηλότερες από όσο θα επιθυμούσαν πολλοί πίσω στη Μόσχα. «Το πιο απογοητευτικό για τη Μόσχα είναι η αποτυχία προσέλκυσης κινεζικών FDI», έγραφε ο Ρώσος ακαδημαϊκός Artyom Lukin το 2020 («The Russia–China entente and its future»), επικαλούμενος μεταξύ άλλων ως πειστήριο και τις σχετικές δηλώσεις αξιωματούχων του Κρεμλίνου.
Παράλληλα, και στο μέτωπο των αμυντικών εξοπλισμών, η Ρωσία μπορεί να έχει πουλήσει στην Κίνα τα περασμένα χρόνια μια σειρά από διόλου ευκαταφρόνητα σε πλήθος και ποιότητα οπλικά συστήματα (συστοιχίες S-400 και μαχητικά Su-35 κ.ά., ενώ έχουν κυκλοφορήσει και πλάνα συνεργασίας των δύο χωρών στην ανάπτυξη αντιβαλλιστικών συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης), πλην όμως -και εδώ- οι σινορωσικοί συσχετισμοί φαίνεται πλέον να αλλάζουν υπέρ του Πεκίνου. «Η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας σε θέματα στρατιωτικής τεχνολογίας δεν είναι πια οδός μίας κατεύθυνσης… Το Πεκίνο έχει ξεπεράσει τη Μόσχα στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της ναυπηγικής και των drones», όπως σημειώνει ο Artyom Lukin.

Σινορωσικός ανταγωνισμός
«Οι ρωσικές πωλήσεις όπλων στην Κίνα έχουν μειωθεί, καθώς η κινεζική αμυντική βιομηχανία ωριμάζει» με αποτέλεσμα πλέον να αντιστοιχούν μόλις στο 3% επί του συνόλου των ετήσιων διμερών εμπορικών συναλλαγών, σημειώνουν οι Eugene Rumer και Richard Sokolsky στο πλαίσιο ανάλυσής τους για την αμερικανική δεξαμενή σκέψης Carnegie. Σύμφωνα μάλιστα με την εν λόγω ανάλυση («Chinese-Russian Defense Cooperation Is More Flash Than Bang», Ιούνιος 2021), η τάση της μείωσης των πωλήσεων ρωσικών όπλων στην Κίνα είναι πιθανό να συνεχιστεί. Η Ρωσία θα καθίσταται στην πορεία περισσότερο εξαρτημένη από την κινεζική τεχνολογία και το Πεκίνο θα ανταγωνίζεται τη Μόσχα στις διεθνείς αγορές του εμπορίου όπλων.
Κατά τα λοιπά, πάντως, δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να παραβλέψει κανείς και τα σινορωσικά στρατιωτικά γυμνάσια που έχουν όντως πληθύνει τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, υπενθυμίζονται ασκήσεις, όπως οι: Vostok-2018, Tsentr-2019, Kavkaz 2020 και Zapad/Interaction/Xibu Unity-2021, ενώ πολλοί ανατρέχουν και στα σινορωσικά ναυτικά γυμνάσια σε Μεσόγειο (2015), Νότια Σινική Θάλασσα (2016) και Βαλτική (2017), αλλά και στις κοινές αεροπορικές περιπολίες των ετών 2019 και 2020 πάνω από τις θάλασσες της Ασίας.
Υπάρχουν ωστόσο και φωνές που εκφράζουν αμφιβολίες αναφορικά όχι με την ποσότητα, αλλά με την «ποιότητα» των σινορωσικών στρατιωτικών γυμνασίων. Υποστηρίζεται ότι δεν αποτελούν, στην πραγματικότητα, ασκήσεις διαλειτουργικότητας και τακτικού συντονισμού ή συνεργασίας, αλλά πιο πολύ παράλληλες συν-εμφανίσεις με επικοινωνιακή στόχευση (geopolitical posturing ή geopolitical signaling).
Σε κάθε περίπτωση, ένα πρακτικό όφελος για τις δύο χώρες είναι πως δεν χρειάζεται πια να διατηρούν πολυπληθείς ή αξιοσημείωτα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα μεταξύ τους σύνορα, όπως έκαναν στο παρελθόν. Υπενθυμίζεται πως η Ρωσία και η Κίνα είχαν συγκρουστεί στρατιωτικά, λόγω συνοριακών διαφορών, το 1969, ανταλλάσσοντας πυρά τότε και μετρώντας απώλειες.
System-player και system-disruptor
Για τους αναλυτές του Center for European Policy Analysis» (CEPA), η Κίνα, παρά τα αναθεωρητικά χαρακτηριστικά της, παραμένει κατά βάση «system-player». Ένας παίκτης που αξιολογεί δηλαδή (ή που αξιολογούσε τουλάχιστον μέχρι πρότινος) τη σχετική σταθερότητα του διεθνούς περιβάλλοντος ως δεδομένο το οποίο λειτουργεί υπέρ της κινεζικής γιγάντωσης. Εξέλιξη που έχει άλλωστε ήδη γίνει, επί του πρακτέου, από το Δεκέμβριο του 2001, οπότε η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, και έπειτα. «Σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, η Κίνα είναι πλέον βαθιά ενσωματωμένη στην παγκόσμια οικονομία», γράφαμε στο τεύχος Μαΐου 2021 της «Α&Δ», υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι είναι ακριβώς αυτή η μεγαλύτερη ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία που επιτρέπει στην Κίνα να «εκβιάζει» τους άλλους «με ‘όπλα’ της την οικονομία και το εμπόριο».
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζεται από τους αναλυτές του CEPA ως «system-disruptor». Ως μια χώρα, δηλαδή, η οποία ποντάρει στη διεθνή αστάθεια με την προσδοκία να αποκομίσει οφέλη από αυτήν. Και είναι, ακριβώς, αυτή η διαφορά ανάμεσα στη «system-player» προσέγγιση των Κινέζων και τη «system-disruptor» στάση των Ρώσων που δεν αφήνει -κατά μία άποψη- περιθώρια για έναν ουσιαστικότερο μακροπρόθεσμο στρατηγικό συντονισμό Πεκίνου-Μόσχας. Αν και αξίζει μάλλον να σημειωθεί πως, στα μάτια ουκ ολίγων αναλυτών, η Κίνα αποκτά πια και εκείνη ολοένα εντονότερα χαρακτηριστικά «system-disruptor».

Εστίες διαφωνίας
Η Κίνα και η Ρωσία βρίσκονται ωστόσο να αποκλίνουν και σε άλλα επί μέρους ζητήματα παρά τη στενή προσωπική σχέση των ηγετών τους (Βλάντιμιρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ φέρονται να έχουν πολύ καλή μεταξύ τους «χημεία») και τις όποιες συγκλίσεις αντιδυτικού χαρακτήρα (του τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»). Για παράδειγμα, το Πεκίνο δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Ούτε και τις επονομαζόμενες «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία.
Όμως και η Ρωσία, από την πλευρά της, υπάρχουν πολλά που δεν έχει κάνει: δεν έχει, επί παραδείγματι, ενταχθεί ακόμη κατά τρόπο ουσιαστικό στους νέους κινεζικούς δρόμους του μεταξιού (Belt and Road Initiative/BRI). Ούτε έχει πουλήσει στους Κινέζους στρατηγικού χαρακτήρα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. λιμάνια). Ούτε έχει λάβει δάνεια από την Κίνα, ενώ δεν έχει ακόμη θέσει σε ισχύ ούτε και κάποια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Πεκίνο (αν και υπάρχουν σε ισχύ συμφωνίες διευκόλυνσης του σινορωσικού εμπορίου και συνεργασίας της Κίνας με την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση-EAEU). Επίσης, και κάποια από τα κοινά σινορωσικά πρότζεκτ του πρόσφατου παρελθόντος, που είχαν ως στόχο την ανάπτυξη wide-body επιβατηγών τζετ και heavy-lift ελικοπτέρων, τελικώς δεν σημείωσαν πρόοδο.
Ζώνη δυνητικής έντασης
Αναλυτές εντοπίζουν στον χάρτη γεωγραφικές ζώνες, όπου τα συμφέροντα Κίνας και Ρωσίας θα μπορούσαν να έρθουν σε σύγκρουση. Η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη, ο Νότιος Καύκασος, η Αρκτική, αλλά και περιοχές της Ασίας ξεχωρίζουν ως εστίες δυνητικής έντασης. Μεταξύ αυτών, οι μπίζνες που έκαναν, μέχρι πρότινος, οι Ρώσοι με το Βιετνάμ (γεωτρήσεις από τη Rosneft, πωλήσεις όπλων κ.ά.) ενδεχομένως να προκαλούσαν προβληματισμό, ή ακόμη και ενόχληση, στο Πεκίνο.
Την ίδια στιγμή ωστόσο, Κίνα και Ρωσία παρουσιάζονται πια να προσπαθούν να διαχειριστούν κάποιες από αυτές τις μεταξύ τους διαφορετικές ή αποκλίνουσες προσεγγίσεις. Ένα βήμα, που έκαναν οι Κινέζοι, ήταν να επενδύσουν σε ρωσικά πρότζεκτ υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αρκτική.
Η Ρωσία αποτελεί πια για την Κίνα τον μεγαλύτερο προμηθευτή αργού πετρελαίου έχοντας ξεπεράσει τη Σαουδική Αραβία, ενώ σχετικά πρόσφατα άρχισε να λειτουργεί και ο αγωγός Power of Siberia της Gazprom που μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στην Κίνα. Ο συγκεκριμένος αγωγός, σταδιακά, επεκτείνεται (Power of Siberia 2).

Αμφιβολίες για το μέλλον
Στην προσπάθειά τους να «προβλέψουν» το μέλλον, πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως οι ρωσικές εξαγωγές (υδρογονανθράκων, μετάλλων, λιπασμάτων, αγροτικών προϊόντων, ξυλείας) στην Κίνα θα συνεχίσουν να «πηγαίνουν καλά», τουλάχιστον, για διάστημα κάποιων ετών. Αξίζει να σημειωθεί άλλωστε πως, πάνω από τον ποταμό Αμούρ, έχει στηθεί πια και μια νέα σιδηροδρομική γέφυρα (Tongjiang–Nizhneleninskoye railway bridge) που συνδέει τις δύο χώρες και αναμένεται να δοθεί στην κυκλοφορία το προσεχές διάστημα.
Εάν κληθούν ωστόσο να προβούν σε μακροπρόθεσμες προβλέψεις (δεκαετιών), τότε οι περισσότεροι αφήνουν τις όποιες βεβαιότητες στην άκρη και παίρνουν μικρό καλάθι. Διότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των «έξω» για την είσοδο στην τεράστια κινεζική αγορά μπορεί να ενταθεί τα επόμενα χρόνια προς κατευθύνσεις που δεν συμφέρουν τη ρωσική πλευρά (με όχημα οικονομικά ανταγωνιστικές θαλάσσιες μεταφορές, ανταγωνιστικούς αγωγούς ενέργειας από άλλες χώρες της Ασίας κ.ά.). Θα πρέπει εξάλλου να υπενθυμιστεί πως, ακόμη και το Πεκίνο, έχει παρουσιάσει το δικό του (μακροπρόθεσμο πλην όμως υπαρκτό) πλάνο εκμηδενισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2060, με ό,τι θα μπορούσε να συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη για τις ρωσικές εξαγωγές υδρογονανθράκων στην Κίνα. Στην αντίστροφη δε κατεύθυνση -του Πεκίνου προς τη Μόσχα- πολλοί είναι εκείνοι που αναμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον να δουν τον βαθμό στον οποίο (αλλά και τους όρους με τους οποίους) πρόκειται να εμπλακεί η Κίνα (Huawei, ZTE κ.ά.) στα ρωσικά δίκτυα 5G.
Υπάρχουν ωστόσο και φωνές διεθνώς που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας πως, εάν η Μόσχα δεν «προσέξει» τώρα, τότε μπορεί στο μέλλον να δει την εξάρτηση της από το Πεκίνο να γιγαντώνεται. Η διαφορά «ισχύος» ή «μεγέθους» (οικονομικού, πληθυσμιακού) άλλωστε ανάμεσα στις δύο χώρες είναι ήδη μεγάλη και συνεχίζει να διευρύνεται υπέρ της Κίνας, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι οικονομικές επιδόσεις της (ΑΕΠ, ρυθμοί ανάπτυξης, αμυντικοί προϋπολογισμοί) είναι πολλαπλάσιες των αντίστοιχων ρωσικών.
Τι θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον; Κάποιοι δεν αποκλείουν ακόμη και το ενδεχόμενο μιας αμερικανορωσικής προσέγγισης ενάντια στο Πεκίνο. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, κάτι τέτοιο φαντάζει όντως πολύ δύσκολο. Ωστόσο, στις διεθνείς σχέσεις, (σχεδόν) τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται απίθανο.