του Ι. Σ. Λάμπρου

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Στη φωτογραφία: Οι Μάριο Ντράγκι και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά την επίσημη παράδοση της έκθεσης του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και πρώην προέδρου της ΕΚΤ.

Στο παρόν β’ μέρος του σημειώματος (βλ. α΄ μέρος στο τεύχος Οκτωβρίου 2024), θα αναφερθούν -συνοπτικά- οι προβλέψεις οι σχετικές με την κοινοτική αμυντική βιομηχανία των δύο τμημάτων της έκθεσης του Ειδικού Συμβούλου του Προέδρου της Επιτροπής για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας (και πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής  Κεντρικής Τράπεζας και της ιταλικής κυβερνήσεως) Μάριο Ντράγκι και θα λάβουν χώρα ορισμένες επισημάνσεις για τη θέση της Ελλάδος στο προτεινόμενο πλαίσιο. Ο Μάριο Ντράγκι στην παρουσίαση της έκθεσης, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024 ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανέφερε τις βασικές παραμέτρους μιας νέας αμυντικής βιομηχανικής πολιτικής: –       α) Προέχει η ανάγκη επέκτασης της κοινοτικής βιομηχανικής ικανότητας στον τομέα της άμυνας και του διαστήματος με στόχο τη μεγέθυνση της κλίμακας, της τυποποίησης και της διαλειτουργικότητας. –       Β) Επισημαίνονται, ως προσκόμματα του προαναφερθέντος στόχου, ο κατακερματισμός της κοινοτικής  βιομηχανικής βάσης, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, οι περιττές αλληλεπικαλύψεις παραγωγής καθώς και η  έλλειψη διαλειτουργικότητας του εξοπλισμού. Ο Μ. Ντράγκι επισήμανε ότι οι  συνεργατικές προμήθειες αντιπροσώπευαν λιγότερο από το ένα πέμπτο των δαπανών για προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού το 2022 ενθαρρύνοντας την συγκέντρωση της ζήτησης μεταξύ ομάδων κρατών μελών, καθώς και την αύξηση του μεριδίου των κοινών προμηθειών στον τομέα της άμυνας και των κοινών δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης.[1]  Πιο συγκεκριμένα, στο  α’  Μέρος της  Έκθεσης, στο δ’ κεφάλαιο (Αύξηση της ασφάλειας και μείωση των εξαρτήσεων), οι επισημάνσεις για την άμυνα περιλαμβάνονται μαζί με την ανάγκη διασφάλισης πρόσβασης σε Κρίσιμες Πρώτες  Ύλες.[2]  Σε σχέση με το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, η Έκθεση επισημαίνει σειρά λόγων οι οποίοι  αναδεικνύουν την ανάγκη ενίσχυσης της κοινοτικής αμυντικής  βιομηχανικής  βάσης. Αναφέρεται πως  η Ευρώπη αντιμετωπίζει συμβατικό πόλεμο στα ανατολικά σύνορά της και υβριδικό παντού και πως το  στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ απομακρύνει την τελευταία από την Ευρώπη προς  τον Ειρηνικό –για παράδειγμα με τη μορφή της AUKUS.[3] Η έκθεση συνεχίζει πως η Ε.Ε. υστερεί στις αμυντικές δαπάνες,  έναντι  άλλων κρατικών δρώντων, και πως απαιτούνται μαζικές επενδύσεις και απόκτηση νέων τεχνολογικών ικανοτήτων. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως ο ετήσιος κύκλος εργασιών αμυντικού τομέα των κρατών-μελών είναι135 δις € (αύξηση σε σχέση με το 2021 52 δις €) με εργατικό δυναμικό περίπου 500.000. Σύμφωνα με το Stockholm International Peace Research Institute, τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ Ε.Ε., ΗΠΑ και Κίνας έχουν ως εξής:[4]

Η έκθεση αναφέρει πως η Ευρώπη αντιμετωπίζει συμβατικό πόλεμο στα ανατολικά σύνορά της (πάνω) και υβριδικό παντού και πως το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ απομακρύνει την τελευταία από την Ευρώπη προς τον Ειρηνικό, για παράδειγμα, με τη μορφή της AUKUS στην κάτω φωτογραφία, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανίζι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σούνακ, στη ναυτική βάση του Σαν Ντιέγκο, στις 13 Μαρτίου 2023.

Αμυντικές δαπάνες ΗΠΑ 2023 Αμυντικές δαπάνες Κίνας  2023 Αμυντικές δαπάνες κ.μ. Ε.Ε. 2023
916 δις $

37% παγκόσμιων αμυντικών δαπανών

296 δις $ (υπολογίζεται υψηλότερη) 313  δις $

 Επίσης, το επενδυτικό και ερευνητικό κενό είναι σημαντικό. Παράλληλα, εξαιτίας  της  παρατεταμένης περιόδου ειρήνης στην Ευρώπη και της ομπρέλας ασφαλείας των ΗΠΑ, μόνο 10 κράτη-μέλη της Ε.Ε., αν και οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται, δαπανούν περισσότερο ή ίσο με το 2% του ΑΕΠ σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Υπολογίζεται πως, εάν το σύνολο των κρατών μελών της Ε.Ε. που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και που δεν έχουν φτάσει ακόμη τον στόχο του 2% επρόκειτο να το πράξουν το 2024, οι αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Τον Ιούνιο του 2024, η Επιτροπή εκτίμησε ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις περίπου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ την επόμενη δεκαετία.[5] Ανάλογη εικόνα υπάρχει και στο διαστημικό κλάδο. Τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες, οι κοινοτικές επενδύσεις κυμαίνονταν μεταξύ 15% και 20% των επιπέδων των ΗΠΑ. Το 2023, οι δημόσιες δαπάνες στην Κοινότητα, για το διάστημα, ανήλθαν σε 15 δισεκατομμύρια $ έναντι 73 δισεκατομμυρίων $ στις ΗΠΑ. Η Κίνα δε, αναμένεται να υπερκεράσει την Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας σε δαπάνες 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2030.[6] Προς αντιμετώπιση του εν λόγω κενού η έκθεση προτείνει την  ίδρυση ενός Διαστημικού Βιομηχανικού Ταμείου μέσω του οποίου η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή θα λειτουργούσε ως πελάτης για την -από κοινού- αγορά διαστημικών υπηρεσιών και προϊόντων και χρηματοδότηση κρίσιμων τεχνολογιών συντελώντας στην επέκταση της βιομηχανικής βάσης της Ε.Ε.

Προσκόμματα στη Χρηματοδότηση

Οι υπάρχουσες δυσχέρειες στη χρηματοδότηση αμυντικών επενδύσεων  προκαλούνται, σημειώνει η έκθεση, από σειρά παραγόντων, όπως η πολυπλοκότητα των κανονιστικών πλαισίων που σχετίζονται με τις αμυντικές βιομηχανικές δραστηριότητες και τις αμυντικές προμήθειες, η μη αναγνώριση των αμυντικών δραστηριοτήτων ως στρατηγικών και βασικών για την ανθεκτικότητα και την καινοτομία στην Ε.Ε., ο αποκλεισμός, σε σημαντικό βαθμό, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της αμυντικής βιομηχανίας,  και ευρύτερα η  υποεκπροσώπηση  μεταξύ των έργων που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε., καθώς και η έλλειψη χρηματοδότησης στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και επιχειρήσεις χαμηλής κεφαλαιοποίησης, οι οποίες συνιστούν σημαντικό παράγοντα των αλυσίδων προμήθειας και καινοτομίας. Προς διόρθωση των παραπάνω, τονίζεται στην έκθεση μεταξύ άλλων, πως οι νέοι οικονομικοί πόροι της Ε.Ε. θα μπορούσαν να προκύψουν μέσω μόχλευσης  στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τροποποίησης της πολιτικής δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ώστε να περιλαμβάνονται έργα αμιγούς αμυντικής βιομηχανικής παραγωγής, καθώς και μέσω αυξημένης παροχής χρηματοδότησης με χρέος ή/και ίδια κεφάλαια σε αμυντικές ΜμΕ (κρίσιμες τεχνολογίες για την ασφάλεια και την άμυνα προέρχονται συχνά από εμπορικές μη αμυντικές ΜμΕ) και μικρές και μεσαίας κεφαλαιοποίησης επιχειρήσεις.

Εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου ειρήνης στην Ευρώπη και της ομπρέλας ασφαλείας των ΗΠΑ, μόνο 10 κράτη-μέλη της Ε.Ε., αν και οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται, δαπανούν περισσότερο ή ίσο με το 2% του ΑΕΠ σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Στις φωτογραφίες, η «καρδιά» των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία και όλη την Ευρώπη, η βάση του Ramstein, σε φωτογραφίες του 1975 και του Μαΐου 1985 (αναχώρηση του προέδρου Ρ. Ρέιγκαν).

 Κατακερματισμός,  έλλειψη τυποποίησης και διαλειτουργικότητας του αμυντικού κλάδου

Ο κατακερματισμός του αμυντικού κλάδου και η έλλειψη κεντρικής πολιτικής αναδεικνύονται ως πρώτιστης σημασίας: με την αμυντική βιομηχανία να στερείται κλίμακας, κάτι που είναι απαραίτητο σε έναν κλάδο έντασης κεφαλαίου με μακρούς επενδυτικούς κύκλους. Η έλλειψη κεντρικών κατευθυντήριων αρχών εντοπίζεται σε σειρά πολιτικών. Οι ευρωπαϊκές συνεργατικές προμήθειες αντιπροσώπευαν μόνο το 18% των δαπανών για προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού το 2021, πολύ κάτω από το σημείο αναφοράς του 35% που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας. Η Ε.Ε. επενδύει ένα δισεκατομμύριο ευρώ στην έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της άμυνας σε ετήσια βάση. Όμως  το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών επενδύσεων, στον τομέα της άμυνας (συμπεριλαμβανομένης της Ε&Α), πραγματοποιείται σε επίπεδο κρατών-μελών. Ωστόσο, πλείστα οπλικά συστήματα -όπως drones, υπερηχητικά βλήματα, όπλα κατευθυνόμενης ενέργειας, αμυντική τεχνητή νοημοσύνη- απαιτούν πανευρωπαϊκό συντονισμό.[7]  Σύνθετα αμυντικά συστήματα επόμενης γενιάς θα απαιτήσουν τεράστιες ερευνητικές επενδύσεις, οι οποίες -ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής στενότητας- υπερβαίνουν τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους μέλους.

Η έλλειψη τυποποίησης αποτελεί άλλον έναν τομέα στον οποίο εκδηλώνεται ο κατακερματισμός της κοινοτικής αμυντικής βιομηχανίας. Ο κατακερματισμός δημιουργεί  σοβαρά ζητήματα που σχετίζονται με την έλλειψη τυποποίησης και τη διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αποστολή συμμαχικού οπλισμού στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις με τη συνύπαρξη δέκα διαφορετικών τύπων  οβίδων για το πυροβολικό 155 mm.[8] Ενδεικτικά, αναφέρεται πως μεγάλος αριθμός εταιρειών της Δυτικής Ευρώπης δραστηριοποιείται στο σύνολο των αμυντικών τομέων (οπλισμός εδάφους, αέρος, θαλάσσης, διάστημα), δημιουργώντας επικαλύψεις, ενώ, παράλληλα, σε άλλα κράτη-μέλη υπάρχει μεγαλύτερη εξειδίκευση.

Σε αντίθεση, στις ΗΠΑ, από το 1990, η αμυντική βιομηχανική βάση έχει περιοριστεί  από 51 σε 5 βασικές εταιρείες, επιτυγχάνοντας την απαιτούμενη  κλίμακα  με την παράλληλη διακινδύνευση, φυσικά, όσον αφορά την εξάρτηση από μικρό αριθμό προμηθευτών.

Η συγκέντρωση της ζήτησης μεταξύ των κρατών-μελών καθιστά ευκολότερο για τον κοινοτικό αμυντικό  κλάδο να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες ανάγκες και να αυξήσει την προσφορά, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, παραμένει ανενεργή η συνολική του παραγωγική του ικανότητα και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Με συνέπεια, σημαντικό μέρος των κοινοτικών αμυντικών προμηθειών να εκτρέπονται εκτός Ε.Ε. Μεταξύ Ιουνίου 2022 και Ιουνίου 2023, το 78% των δαπανών για προμήθειες κατευθύνθηκε σε προμηθευτές εκτός Ε.Ε., εκ των οποίων το 63% κατευθύνθηκε στις ΗΠΑ.[9]  Θεωρείται επιτακτικό τα επιτυχημένα  παραδείγματα διεθνούς συνέργειας, όπως το  αεροσκάφος εναέριου ανεφοδιασμού και στρατιωτικής μεταφοράς A330, καθώς και τα συστήματα Galileo και το Copernicus να επεκταθούν σε άλλους τομείς.Ο στόχος είναι  η συγκέντρωση της ζήτησης μεταξύ ομάδων όσων κρατών- μελών το επιλέξουν και η αύξηση του μεριδίου των κοινών αμυντικών προμηθειών.

Η Κίνα αναμένεται να υπερκεράσει την Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας σε αμυντικές δαπάνες 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2030.

Η δυνητική αμυντική βιομηχανική ενοποίηση και  η τεχνολογική καινοτομία θα πρέπει να υποστηρίζονται από τη ρήτρα ενισχυμένης ευρωπαϊκής αρχής προτίμησης προμηθειών, διασφαλίζοντας ότι ένα ελάχιστο τμήμα των συνολικών κοινοτικών προμηθειών συγκεντρώνεται και κατευθύνεται στις ευρωπαϊκές εταιρείες. Παράλληλα, η έκθεση προτρέπει να αυξηθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για Έρευνα και Ανάπτυξη επικεντρωμένη σε κοινές πρωτοβουλίες. Πεδίο εφαρμογής θα μπορούσε να είναι προγράμματα διπλής χρήσης και προτεινόμενα ευρωπαϊκά αμυντικά έργα κοινού ενδιαφέροντος για την οργάνωση της απαραίτητης βιομηχανικής συνεργασίας.

Η συνολική δομή της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας χαρακτηρίζεται από εθνικούς  παίκτες που δραστηριοποιούνται σε σχετικά μικρές εγχώριες αγορές, παράγοντας  μικρούς όγκους και καλύπτοντας, κυρίως, εθνικές ανάγκες με την πλειονότητα της παραγωγής  να εντοπίζεται σε μικρό αριθμό κρατών-μελών.

Ενδεικτικό της υπάρχουσας νοοτροπίας είναι η εφαρμογή της αρχής της «γεωγραφικής απόδοσης»,  του  Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA), βάσει της οποίας η  επένδυση σε κάθε χώρα-μέλος, μέσω βιομηχανικών συμβάσεων για διαστημικά προγράμματα, είναι ισόποση  της οικονομικής συνεισφοράς της χώρας στον οργανισμό. Αυτή η αρχή μοιραία καταλήγει σε  κατακερματισμό των αλυσίδων εφοδιασμού.

Η έκθεση προτρέπει τη μεγέθυνση  της κλίμακας και της εξειδίκευσης βιομηχανικών χώρων κατά μήκος «πόλων αρμοδιοτήτων» με τη συμμετοχή βιομηχανικών παραγόντων όλων των μεγεθών. Επιπλέον, τη συγκέντρωση της ζήτησης, η οποία -με τη σειρά της-  θα επιτρέψει την επιλεκτική ενοποίηση της προσφοράς σε καθορισμένα τμήματα, χρησιμοποιώντας νέα και εναρμονισμένα αμυντικά προγράμματα.

Η  συστηματική τυποποίηση (σύμφωνα με τα πρότυπα του ΝΑΤΟ), η εναρμόνιση των απαιτήσεων, η κοινή πιστοποίηση και μια πολιτική αμοιβαίας αναγνώρισης θα βοηθούσαν στην επίτευξη διαλειτουργικότητας. Ενθαρρύνεται δε η  αυτόνομη εταιρική λήψη αποφάσεων σε μεμονωμένους βιομηχανικούς ομίλους με την απουσία συμμετοχής των κρατών-μελών στις εταιρικές αποφάσεις και η λειτουργική ενοποίηση της αλυσίδας εφοδιασμού. Το αποτέλεσμα θα είναι μια κοινά αποδεκτή στρατηγική εξειδίκευσης, μεταξύ εταιρειών από τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη, που ανακατανέμει τις ικανότητες και ενισχύει τους αντίστοιχους τομείς αριστείας.

Οι υπάρχουσες δυσχέρειες στη χρηματοδότηση αμυντικών επενδύσεων προκαλούνται, όπως σημειώνει η έκθεση, από σειρά παραγόντων και, μεταξύ αυτών, καταγράφεται και ο -ως τώρα-αποκλεισμός, σε σημαντικό βαθμό, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της αμυντικής βιομηχανίας.

Η αποδοχή της προαναφερόμενης υπερεθνικής-ομοσπονδιακής φιλοσοφίας, η οποία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν εθνικές ιδιαιτερότητες και μεμονωμένες κρατικές ανάγκες, καθίσταται δυσχερής. Η συνεργασία κρατών,  σε συγκεκριμένα προγράμματα, και η αποδοχή αμοιβαίας αλληλεξάρτησης δεν συνεπάγεται, όπως φιλόδοξα τονίζει η έκθεση, οικειοθελή αποδοχή κατάργησης κρατικών αμυντικών δυνατοτήτων χάρις   επίτευξης κοινοτικού ορθολογισμού στην προμήθεια αμυντικών συστημάτων. Οι εθνικές κυβερνήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις, φαίνεται να μην είναι διατεθειμένες να παραιτηθούν από τομείς των εθνικών αμυντικών δυνατοτήτων όποιο μέγεθος και αν έχουν.

Τέλος, η  έκθεση εντοπίζει και μια κατάτμηση σε διακυβερνητικό, θεσμικό επίπεδο, σημειώνοντας την έλλειψη πολιτικής βούλησης των κρατών-μελών για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού για τη συγκέντρωση πόρων και την από κοινού χρηματοδότηση, προμήθεια, συντήρηση και αναβάθμιση αμυντικών προϊόντων. Οι θεσμικές πρωτοβουλίες, οι οποίες έχουν αναληφθεί τα τελευταία έτη (νόμος για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσω κοινών προμηθειών-EDIRPA, νόμος για την υποστήριξη της παραγωγής πυρομαχικών-ASAP), στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταπόκρισης της Ε.Ε. να διασφαλίζει την έγκαιρη προμήθεια πυρομαχικών και πυραύλων. Το ίδιο, με τη σύσταση Ειδικής  Ομάδας Κοινής Αμυντικής Προμήθειας  Joint Procurement Task Force (DJTPF) που στοχεύει να παράσχει ένα εκατομμύριο βλήματα πυροβολικού για την Ουκρανία μέσω κοινής προσπάθειας, απούσης μιας κεντρικής αρχής διαχείρισης πρωτοβουλιών βιομηχανικής άμυνας και ασφάλειας. Πάντως, όλα αυτά δεν αρκούν για να σφυρηλατήσουν τη απαιτούμενη πολιτική βούληση εκ μέρους των κρατών-μελών. Παράλληλα, η έκθεση μνημονεύει την  παρουσίαση, στις 5 Μαρτίου 2024,  της πρώτης Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής (EDIS) και το σχετικό Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αμυντικής Βιομηχανίας (EDIP), το οποίο είναι ένας Κανονισμός για την εφαρμογή μέτρων που προσδιορίζονται στη στρατηγική. Προτείνει δε τα εξής:

  • α)τη σύσταση Επιτρόπου Αμυντικής Βιομηχανίας (στη νέα σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται θέση Επιτρόπου Αμύνης),
  • β) την ανάθεση, σε μια κεντρική Αρχή Αμυντικής Βιομηχανίας υπό την κοινή προεδρία του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, της ευθύνης κοινού αμυντικού προγραμματισμού και προμηθειών και
  • γ) την επανεξέταση των εσωτερικών κανόνων και διαδικασιών λήψης αποφάσεων στον τομέα της αμυντικής βιομηχανικής πολιτικής προς εξασφάλιση απλούστευσης, εξορθολογισμού και ταχύτερης πολιτικής δράσης, ιδίως σε καταστάσεις κρίσης.

Η παραπάνω πρόνοια, σε συνδυασμό με την εκπεφρασμένη θέληση κάποιων κρατών-μελών αναφορικά με τη διακοπή της αρχής της ομοφωνίας σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση μικρότερων χωρών, καθώς το μικρό βιομηχανικό αμυντικό μέγεθός τους απομειώνεται περαιτέρω σε ένα τέτοιο πλαίσιο.  Σε αυτή την ομάδα χωρών, βρίσκεται και η Ελλάδα, η οποία ούσα η μόνη χώρα της οποίας η εδαφική ακεραιότητα αντιμετωπίζει την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας την οποία καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. δεν αντιμετωπίζει (και, συνεπώς, η έννοια του εθνικού συμφέροντος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν ταυτίζεται με αυτή του κοινοτικού συμφέροντος) έχει κάθε συμφέρον να διατηρήσει την αυτόνομη θέση της και να μην αποδεχθεί ένα πλαίσιο συναπόφασης χάριν του κοινοτικού ορθολογισμού και της ταχύτητας λήψης αποφάσεων.

Η έλλειψη τυποποίησης αποτελεί άλλον έναν τομέα στον οποίο εκδηλώνεται ο κατακερματισμός της κοινοτικής αμυντικής βιομηχανίας και, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, υπογραμμίζεται η αποστολή συμμαχικού οπλισμού στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις με τη συνύπαρξη δέκα διαφορετικών τύπων οβίδων για το πυροβολικό 155 mm.

Επιλογικές  επισημάνσεις

Η έκθεση Ντράγκι αποτελεί μια ολική –πλην της εσωτερικής αγοράς για την κατάσταση της οποίας εκδόθηκε η έκθεση Ενρίκο Λέττα, και της αγροτικής πολιτικής για την οποία δεν υπάρχει αναφορά– παρουσίαση των προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η Ευρωπαϊκή  Ένωση.[10] Οι θεματικές καλύπτουν, μεταξύ άλλων,  τη διακυβέρνηση της Ε.Ε., την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας,  την καινοτομία και την τεχνητή νοημοσύνη, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, την ασφάλεια και αμυντική βιομηχανία. Οι αλλαγές, οι οποίες προτείνονται σε σειρά κοινοτικών πολιτικών, όπως στην πολιτική ανταγωνισμού, συνοχής, χρηματοδότησης της κοινοτικής αμυντικής βιομηχανίας αλλά και η χρήση του κοινού δανεισμού για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού αποτελούν παράγωγο της ανησυχίας για τη θέση των Βρυξελλών έναντι Ουάσιγκτον  και Πεκίνου.

Σε σχέση με την πρόνοιες για την αμυντική βιομηχανία, η προτεινόμενη αναδιάρθρωση παρουσιάζει ευκαιρίες, κυρίως, για τις μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες των κρατών-μελών. Η επιχειρηματολογία υπέρ της συγκέντρωσης, της μεγέθυνσης της κλίμακας παραγωγής, της τυποποίησης και της διαλειτουργικότητας ευνοούν χώρες με μεγάλη αμυντική βιομηχανική βάση, οι οποίες θα αποτελέσουν τους πυρήνες των προμηθειών των κοινοτικών αμυντικών αναγκών. Η λήψη των αποφάσεων με καθαρά κριτήρια ανταγωνισμού πλήττει εθνικές αμυντικές βιομηχανίες μικρότερων χωρών, οι οποίες θεωρούν εθνική ανάγκη την ιδία παραγωγή μέρους, τουλάχιστον, του εθνικού τους οπλοστασίου.

Η παραπάνω επισήμανση δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορούν να υπάρξουν οφέλη για ελληνικές εταιρίες -ιδιαίτερα με την δυνητική εφαρμογή της ενισχυμένης ευρωπαϊκής αρχής προτίμησης- οι οποίες έχουν αξιοσημείωτη παρουσία διεθνώς και οι οποίες, για συγκεκριμένες κατηγορίες οπλισμού, μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστους εταίρους σε διεθνείς συμπαραγωγές.  Η -επί δεκαετίες- ασύγγνωστη αμέλεια για την αμυντική βιομηχανία της χώρας, όμως, σημαίνει πως, με τα υπάρχοντα δεδομένα, τα οφέλη θα είναι πολύ μικρότερα από αυτά που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Η ύπαρξη δύο-τριών κραταιών κρατικών ελληνικών βιομηχανιών θα καθιστούσε την Ελλάδα υπολογίσιμο εταίρο σε μια τέτοια αναδιάρθρωση.

Οι πρόνοιες της έκθεσης Ντράγκι, σαφώς, προσανατολίζουν σε πλαίσιο  λύσεων στενότερης και κεντρικότερης συνεργασίας. Η αναμενόμενη αντίδραση σε κάποιες από τις προτάσεις, όπως ο κοινός δανεισμός, ήταν αναμενόμενη. Όποια και είναι η τελική αποδοχή της από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν μεταβάλλει ουσιαστικά την υπαρξιακή ανάγκη της, παντί τρόπω, ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Από τη στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία η έκθεση ενθαρρύνει την άρση περιορισμών κοινοτικής χρηματοδότησης σε αμυντικές βιομηχανίες, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις η ανάπτυξη των οποίων προσιδιάζει καλύτερα στη δομή της ελληνικής οικονομίας.

Πέραν όμως από τις κοινοτικές ανησυχίες  για τη σχετική θέση της Ε.Ε., έναντι των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων αναδυόμενων κρατικών δρώντων, η υπαρξιακή απειλή της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής επιβάλλει τον επιτελικό σχεδιασμό εξασφάλισης μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Αφ’ ενός ευρέος αμυντικού εξοπλιστικού προγράμματος, αφ’ ετέρου διεύρυνσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης προς απόκτηση της μεγαλύτερης δυνατής αυτονομίας.

Απέναντι σε αυτήν την υπαρξιακή ανάγκη, η έκθεση Ντράγκι δεν προσθέτει τίποτα. Προσφέρει όμως, ένα ευρύτερο -πέραν του εθνικού πλαισίου- περιθώριο εντός του οποίου μπορεί να λάβει χώρα ο παραπάνω εθνικός  σχεδιασμός.

[1] Ομιλία  Μάριο Ντράγκι στην παρουσίαση της έκθεσης, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Διαθέσιμο εδώ, /www.europarl.europa.eu/doceo/document/CRE-10-2024-09-17-ITM-006_EN.html. Τελευταία πρόσβαση 25 Οκτωβρίου 2024.

[2] Βλέπε σσ. 46-54 της Έκθεσης, Α΄ Μέρος.

[3] Ό.π., σ.46.

[4] Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, Μέρος Β’: Εις βάθος ανάλυση και συστάσεις, σελ. 159-160.

[5] Ό.π.  της  Έκθεσης, Α΄ Μέρος, σ. 46.

[6] Ό.π. , σ. 52.

[7] Ό.π., της  Έκθεσης, Β΄ Μέρος σ. 164.

[8] Ό.π.

[9] Ό.π., σ.165.

[10] Σχετικά με την έκθεση για την εσωτερική αγορά « Πολύ περισσότερο από μια αγορά: Ταχύτητα, Ασφάλεια, Αλληλεγγύη – Ενδυνάμωση της Ενιαίας Αγοράς για την επίτευξη βιώσιμου μέλλοντος  και ευημερία για όλους τους πολίτες της Ε.Ε.», εδώ, https://www.consilium.europa.eu/media/ny3j24sm/much-more-than-a-market-report-by-enrico-letta.pdf. Τελευταία πρόσβαση 27.10.2024.