του Ι. Σ. Λάμπρου

Στη φωτογραφία: Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, κατά την επίδοση της έκθεσης στις 9 Σεπτεμβρίου 2024.

Η έκθεση Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, Μέρος Α’:  Μια στρατηγική ανταγωνιστικότητας για την Ευρώπη και Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, Μέρος Β’: Εις βάθος ανάλυση και συστάσεις – κατατέθηκε προς ημερών, από τον πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, προς την Ευρωπαϊκή  Επιτροπή κατόπιν αίτησης της Προέδρου της, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, πέρυσι.[1] Η Έκθεση του Μ. Ντράγκι ακολούθησε την έκθεση του Enrico Letta, τον περασμένο Απρίλιο, για την ενιαία αγορά, (Πολύ περισσότερο από μια αγορά: Ταχύτητα, Ασφάλεια, Αλληλεγγύη – Ενδυνάμωση της Ενιαίας Αγοράς για την επίτευξη βιώσιμου μέλλοντος και ευημερία για όλους τους πολίτες της Ε.Ε.).[2]Η έκθεση για την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα θεματικών από την καινοτομία, τις επενδύσεις, την απανθρακοποίηση, την διακυβέρνηση αλλά  και την άμυνα.

Μεταξύ άλλων, η Έκθεση, επισημαίνει τα επιτεύγματα της Ε.Ε., τονίζοντας πως η Ε.Ε. συνδυάζει μια ανοιχτή οικονομία, υψηλό βαθμό ανταγωνισμού στην αγορά, καθώς και ισχυρό νομικό πλαίσιο και ενεργές πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας και την αναδιανομή του πλούτου.

Επίσης, τονίζεται πως η κοινοτική αγορά των 440 εκατομμυρίων καταναλωτών και 23 εκατομμυρίων εταιρειών αντιπροσωπεύουν  περίπου το 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ, σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις, τα ποσοστά εισοδηματικής ανισότητας βρίσκονται σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από αυτά που παρατηρούνται στις ΗΠΑ  και την Κίνα.

Παράλληλα, σημειώνεται πως από τις δέκα χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις  στον κόσμο για την εφαρμογή του κράτους δικαίου, οκτώ είναι κράτη μέλη της Ε.Ε.. Η Ευρώπη, όπως η Έκθεση επισημαίνει, σημειώνει καλύτερες επιδόσεις από τις  ΗΠΑ και την Κίνα όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση και τη  βρεφική θνησιμότητα.Η Έκθεση, συνεχίζει, όμως, αναφέροντας τις υπάρχουσες προκλήσεις.[3]

Στις 18 Απριλίου 2024, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα, είχε παρουσιάσει ειδική έκθεση για την ενιαία αγορά.

Η οικονομική ανάπτυξη της Ε.Ε. ήταν μικρότερου μεγέθους από ό,τι στις ΗΠΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ το Πεκίνο  καλύπτει γρήγορα την απόσταση. Το χάσμα Ε.Ε.-ΗΠΑ στο επίπεδο του ΑΕΠ, σε τιμές του 2015, διευρύνθηκε σταδιακά από λίγο περισσότερο από 15% το 2002 σε 30% το 2023, ενώ σε βάση ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) σημειώνεται  κενό της τάξης του 12%. Το χάσμα έχει διευρυνθεί λιγότερο σε κατά κεφαλήν βάση, καθώς οι ΗΠΑ σημείωσαν ταχύτερη πληθυσμιακή αύξηση, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικό: σε όρους ΙΑΔ, έχει αυξηθεί από 31% το 2002 σε 34% σήμερα.  Η Έκθεση επισημαίνει πως ο κυριότερος λόγος των προαναφερόμενων δεικτών ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα εκ μέρους των κρατών της Κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα,  περίπου το 70% του χάσματος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τις ΗΠΑ, σε όρους ΙΑΔ, εξηγείται από τη χαμηλότερη παραγωγικότητα στην Ε.Ε.. Η βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας συνδέεται με βραδύτερη αύξηση του εισοδήματος και ασθενέστερη εγχώρια ζήτηση στην Ευρώπη: σε κατά κεφαλήν βάση, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί σχεδόν δύο φορές περισσότερο στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ε.Ε. από το 2000.[4]

Η Έκθεση τονίζει πως ο βασικός στόχος μιας ατζέντας για την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία είναι ο σημαντικότερος μοχλός μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και οδηγεί σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου με την πάροδο του χρόνου. Η προώθηση της ανταγωνιστικότητας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε πολιτικές υπεράσπισης των «εθνικών πρωταθλητών» που μπορούν να καταπνίξουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, ή τη χρήση της καταστολής των μισθών για τη μείωση του σχετικού κόστους. Η ανταγωνιστικότητα σήμερα, όπως επισημαίνεται,  αφορά λιγότερο το σχετικό κόστος εργασίας και περισσότερο τις γνώσεις και τις δεξιότητες που ενσωματώνονται στο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η έννοια της  ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την έννοια της ασφάλειας, η οποία δεν μπορεί να αποτελεί παρά προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνουν την αβεβαιότητα και να μειώνουν τις επενδύσεις.[5]

Η ανάγκη επένδυσης 800 δις ευρώ ετησίως, προς χρηματοδότηση των κοινών ευρωπαϊκών στόχων, συνδυάζεται με την αφαίρεση ρυθμιστικών βαρών στον ανταγωνισμό, αλλά και περιορισμό -αν όχι εξάλειψη- του δικαιώματος αρνησικυρίας στο Συμβούλιο (επίπεδο Υπουργών).

H Έκθεση υπολογίζει πως τόσο για την διπλή μετάβαση της ψηφιοποίησης και της οικονομίας απαλλαγμένης από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς και την αύξηση της αμυντικής ικανότητας της Ε.Ε., ο συνολικός ρυθμός επένδυσης, σε σχέση με το κοινοτικό ΑΕΠ, θα πρέπει να αυξάνεται κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της Ε.Ε. ετησίως.[6] Η αναφορά περί έκδοσης κοινών ασφαλών περιουσιακών στοιχείων προς υλοποίηση κοινών επενδυτικών στοιχείων, τόσο στην βιομηχανία γενικά, ιδιαίτερα δε στην αμυντικό τομέα, και της ενοποίησης των κεφαλαιαγορών προσανατολίζει στην έκδοση συλλογικού χρέους στην οποία έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.Η ανάγκη επένδυσης 800 δις ευρώ ετησίως, προς χρηματοδότηση των κοινών ευρωπαϊκών στόχων,  συνδυάζεται  με μια βαθύτερη, ολοκληρωμένη κοινοτική πολιτική αναφορικά με την αφαίρεση ρυθμιστικών βαρών  στον ανταγωνισμό, αλλά και περιορισμό -αν όχι εξάλειψη- του δικαιώματος αρνησικυρίας στο Συμβούλιο (επίπεδο Υπουργών). Στόχος είναι να ευνοηθεί ο συγκεντρωτισμός σε τομείς της οικονομίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, η ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου, αλλά και η γενικευμένη χρήση προμηθειών στην άμυνα. Η γενίκευση της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία, μεταξύ άλλων και για ζητήματα άμυνας, η αντίθεση της Έκθεσης στην προστασία «εθνικών πρωταθλητών», καθώς και η δυνητική συγκέντρωση των κοινοτικών αμυντικών προμηθειών σε ένα μικρό αριθμό αμυντικών βιομηχανιών ισχυρών κρατών-μελών, θέτει προκλήσεις σε «μικρές» και «μεσαίες» κοινοτικές χώρες, όπως η Ελλάς, οι οποίες επιθυμούν να διατηρήσουν τη δυνατότητα, μέσω του δικαιώματος αρνησικυρίας, να επηρεάζουν τις σχετικές αποφάσεις αλλά και να ενισχύσουν την εγχώρια βιομηχανική αμυντική τους βάση, πέρα από δείκτες βιωσιμότητάς και κοινοτικού ανταγωνισμού, ώστε να επιτύχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία σε περιόδους κρίσης. Στο δεύτερο μέρος του σημειώματος θα επισημάνουμε τις συγκεκριμένες πρόνοιες για τον τομέα της άμυνας στα δύο μέρη της έκθεσης, καθώς και τη σημασία αυτών για την χώρα μας.

[1] Τα δύο μέρη της έκθεσης εδώ, https://commission.europa.eu/topics/strengthening-european-competitiveness/eu-competitiveness-looking-ahead_en. Τελευταία πρόσβαση 28.09.2024.

[2] Η έκθεση εδώ, https://www.consilium.europa.eu/media/ny3j24sm/much-more-than-a-market-report-by-enrico-letta.pdf. Τελευταία πρόσβαση 28.09.2024.

[3] Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, Μέρος Α’:  Μια στρατηγική ανταγωνιστικότητας για την Ευρώπη και Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, σελ.3.

[4] Ibid., σελ. 4.

[5] Ibid., σελ. 5.

[6] Ibid., σελ. 10.