Οι ευστοχίες και αστοχίες της παρέμβασης Σαμαρά
Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Ο πρώην πρόεδρος της κυβέρνησης (Ιούνιος 2012-Ιανουάριος 2015) Αντώνης Σαμαράς παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα «Καθημερινή» προ εβδομάδων.[1] Το μεγαλύτερο μέρος της αναλώθηκε στις διμερείς σχέσεις με τη γείτονα Τουρκία και τις -τότε επικείμενες- διερευνητικές συνομιλίες. Επ’ αφορμή της εν λόγω συνέντευξης -και μη έχοντας πρόθεση να υπεισέλθουμε στις εσωκομματικές ισορροπίες του κυβερνώντος κόμματος- θα γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, κατανοεί και πράττει, διαχρονικά, σχετικά με τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Ο πρώην Πρωθυπουργός προέβη σε ορισμένες επισημάνσεις. Τόνισε, πολύ σωστά, ότι η έναρξη των συνομιλιών και η εικόνα που η διαδικασία αυτή εκπέμπει σε τρίτα μέρη καθιστούν ανέφικτη – τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι συνομιλίες προσθέτουμε εμείς – την επιβολή κυρώσεων. Ορθώς επισημαίνει την παραβατική συμπεριφορά της Άγκυρας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και τη διευρυμένη θεματολογία (δηλωτική των στοχεύσεων της τελευταίας από τη Θράκη έως την Κυπριακή Δημοκρατία) με την οποία προσέρχεται η Άγκυρα στις διερευνητικές επαφές.
Επίσης, τόνισε πως, αν η Αθήνα δεχθεί να συζητήσει κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα με την Άγκυρα, τότε όσες χώρες συσπειρώνονται εναντίον της Τουρκίας θα χαρούν, εννοώντας -πολύ σωστά- πως πιο εύκολα οι εν λόγω χώρες θα καταστούν ουσιαστικοί εταίροι και σύμμαχοι της Ελλάδος, βλέποντας την αποφασιστικότητα της τελευταίας ως απόδειξη της δυνητικής συμμαχικής αξιοπιστίας της. Όντως η συμπεριφορά των Αθηνών, έναντι εχθρών και φίλων, αξιολογείται από τρίτα κράτη τα οποία αναλόγως προσαρμόζουν τη στάση τους. Κάθε πράξη, ενέργεια ή παράλειψη λαμβάνεται υπ’ όψιν.

Παράλληλα, όμως, αξίζει να αναφερθεί πως, όταν η Αθήνα επαναλαμβάνει ότι η μόνη διαφορά προς συζήτηση είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης εντός των οποίων ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα και όχι κυριαρχία τότε η συζήτηση για τα πρώτα δεν μπορεί να αποφευχθεί…
Τέλος, καυτηριάζει την συμπεριφορά κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία από τη Γερμανία και την Ισπανία, τονίζοντας, παράλληλα, πολύ σωστά πως, χωρίς να υποτιμάται το κοινοτικό πλαίσιο, δεν πρέπει να εξαντλούνται οι κινήσεις της Αθήνας εντός αυτού.
Ο πρώην Πρωθυπουργός μίλησε και για αποτροπή της Τουρκίας. Δυστυχώς, όμως, συνάρτησε αυτήν την έννοια μονοσήμαντα με εταίρους και συμμάχους. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε πως η ενίσχυση της αποτροπής θα επέλθει με «ισχυρές συμμαχίες, για τις οποίες, ευτυχώς, υπάρχει πολύ πρόσφορο έδαφος σήμερα. Και με αποφασιστικότητα, ώστε κανείς να μη θεωρεί “δεδομένο” ότι η Ελλάδα τελικά θα υποχωρήσει, θέλει δεν θέλει». Επτά φορές ο κ. Σαμαράς μίλησε για «ισχυρές συμμαχίες», για «ισχυρούς φίλους» και «δυνητικούς συμμάχους», κάνοντας ειδική μνεία στη Γαλλία, στις τριγωνικές σχέσεις της Ελλάδος με την Κυπριακή Δημοκρατία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο («ό,τι σημαντικότερο διαθέτουμε στην περιοχή»), καθώς και στη δυνατότητα επίκλησης ενεργοποίησης της ρήτρας παροχής κοινοτικής βοήθειας (άρθρο 42, παράγραφος 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Σχετικά με το άρθρο 42.7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η όποια υποχρέωση βοήθειας πρέπει να συμβαδίζει με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί αυτοάμυνας, τον «ειδικό χαρακτήρα της ασφάλειας και αμυντικής πολιτικής του εκάστοτε κράτους-μέλους», αλλά και των υποχρεώσεων του έναντι του ΝΑΤΟ το οποίο -για τις χώρες που μετέχουν τόσο σε αυτό όσο και στην ΕΕ- παραμένει το «θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας» και ο χώρος συζήτησης για την εφαρμογή της. [2]
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν αφενός πως η Ελλάς θα πρέπει να αποδείξει πως δέχθηκε επίθεση από την Τουρκία. Κάτι το οποίο καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές γιατί μέσα στην «ομίχλη του πολέμου» κάθε μέρος θα παρουσιάσει εαυτόν ως το θύμα. Αναλόγως, κάθε χώρα, η οποία δεν θα θέλει να δεσμευθεί από την πρόνοια του 42.7, θα ερμηνεύσει το όποιο περιστατικό σύμφωνα με την επιθυμία της αυτή. Αφετέρου η αμυντική πολιτική κάθε χώρας, αλλά περισσότερο η αναγνώριση πως η ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ (όπου ο ρόλος της Άγκυρας είναι αυξημένος) υπερέχει της αντίστοιχης της Ε.Ε. σε ζητήματα άμυνας, καθιστά ανεύθυνη την προσδοκία ουσιαστικής βοήθειας. Η όποια βοήθεια μεμονωμένου κράτους (όχι κοινοτική) έρθει, θα είναι έμμεση και αφού πρώτα η Αθήνα δώσει επιτυχείς εξετάσεις, τις πρώτες ώρες, σε τρίτους.
Πουθενά δυστυχώς -και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό συμπέρασμα από τη συνέντευξη του κ. Σαμαρά- δεν υπήρξε αναφορά για την ανάγκη αυτοδύναμης ισχύος, κυρίως στρατιωτικής, και εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Αυτό το τελευταίο αντανακλά τη διαχρονική ανημποριά του πολιτικού προσωπικού της χώρας να σκεφθεί με όρους ανάπτυξης αυτοδύναμης ισχύος, εκτός συμβατικών πλαισίων, και να αποδεσμευθεί από τα ασφυκτικά δεσμά του μονοσήμαντου ευρωατλαντικού προσανατολισμού χάριν του οποίου, ουκ ολίγες φορές, υπετάγησαν τα εθνικά συμφέροντα χάριν ευρύτερων συμμαχικών. Η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά το τελευταίο παράδειγμα σε μια σειρά ελλαδικών υποχωρήσεων (ευρωατλαντική προοπτική Τιράνων, τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε.) χάριν διαφύλαξης της συμμαχικής συνοχής…

Η παραπάνω ερμηνεία, όμως, της πραγματικότητας, θα αποτελούσε παραδοχή χρεωκοπίας του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος το οποίο θεμελιώθηκε στην ασφάλεια και επάρκεια του ευρωατλαντικού συστήματος, της εναπόθεσης σωτηριολογικών προσδοκιών στους διεθνείς οργανισμούς, σε συμμάχους και εταίρους και στην ηθική ισχύ του διεθνούς δικαίου, καθιστώντας κάθε ενέργεια απόκτησης αυτοδύναμης ισχύος περιττή. Μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, αναπόσπαστο μέρος του οποίου υπήρξε ο πρώην Πρωθυπουργός.
Ενστικτώδης, λοιπόν και φυσική η προσφυγή σε συμπράξεις και συμμαχίες παρά η εμμονή σε ανόρθωση και απόκτηση αυτοδύναμης ισχύος, η οποία όμως, με τη σειρά της, θα δημιουργούσε ευρύτερο πλαίσιο δράσης μακράν του κοινοτικού και ευρωατλαντικού. Πολύ σωστά, ο πρώην Πρωθυπουργός τονίζει ότι οι κινήσεις της χώρας θα πρέπει να υπερβούν το κοινοτικό πλαίσιο. Εκεί, όμως, αναδεικνύεται έτι περαιτέρω η αξία και σημασία της τόσο παραμελημένης φροντίδας για αυτοδύναμη ισχύ για την οποία συνυπεύθυνος είναι και ο ίδιος. Εκτός του κοινοτικού πλαισίου, υπάρχει η ζούγκλα της αυτοβοήθειας και μόνον.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, θεωρητικές και πραγματολογικές, επαληθεύτηκαν και την περίοδο διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά, το 2012-2015, όταν συνεχίστηκε η εθνικά ζημιογόνος πολιτική αποδοχής περικοπής των αμυντικών δαπανών καίτοι από δεκαετίες είναι γνωστές οι τουρκικές προθέσεις.[3] Το σύνολο των πολιτικών ηγεσιών, του κ. Σαμαρά συμπεριλαμβανομένου, που κλήθηκαν να εφαρμόσουν το μνημονιακό πλαίσιο στάθηκε ανίκανο να διαπραγματευτεί την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τις δεσμεύσεις της χώρας. Φτηνό υποκατάστατο οι εκκλήσεις σε συμμάχους και εταίρους…
Σε αυτό το σημείο, πιστεύουμε πως πρέπει να επικεντρωθεί η κριτική στα λεγόμενα του κ. Σαμαρά. Όχι στη συνέχιση του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Ο διάλογος μεταξύ των κρατών δεν μπορεί να αποφευχθεί. Η κρατοκεντρική δομή του διεθνούς συστήματος και η απουσία υπέρτερης των κρατών νομιμοποιημένης πολιτικής αρχής καθιστά τα τελευταία τους κύριους δρώντες επί των οποίων δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής. Σε αυτό το πλαίσιο κυριαρχικής ισότητας των μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τα κράτη καλούνται να ρυθμίσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα με τις διαπραγματεύσεις να αποτελούν την πρώτη επιλογή ακολουθούμενη από την «έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, διαιτησία, δικαστικό διακανονισμό, προσφυγή σε τοπικούς οργανισμούς ή συμφωνίες ή με άλλα ειρηνικά μέσα της εκλογής τους».[4] Ανάλογες και οι πρόνοιες για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, οι οποίες προϋποθέτουν διμερή συμφωνία.[5]

Η Αθήνα, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας ευρύτερα, είναι διστακτικές στο διμερή διάλογο, γιατί έχουν συνείδηση της αδυναμίας τους. Η συνείδηση αυτή βέβαια αποτελεί και το λόγο που αμφότερες αποδέχονται τον διάλογο με ανακούφιση προς αποφυγή κλιμάκωσης των τουρκικών πιέσεων.
Είναι η απουσία αυτοδύναμης ισχύος, η εξάρτηση από συμμάχους και εταίρους, και η συνεπακόλουθη έλλειψη σθένους και αυτοπεποίθησης που καθιστούν τον διμερή διάλογο με την Άγκυρα επίφοβο και βήμα προώθησης των μονομερών τουρκικών αξιώσεων. Το πλαίσιο της διαδικασίας δεν καθορίζεται παρά σε μικρό βαθμό από τις συμμαχίες του καθενός αλλά κυρίως από την αυτοδύναμη ισχύ κάθε μέρους, στρατιωτική, οικονομική, δημογραφική. Το φοβικό σύνδρομο, που γεννά η ανισορροπία ισχύος, διευκολύνει τη δημιουργία ολοένα και περισσότερων διεκδικήσεων εκ μέρους της Τουρκίας και ενθαρρύνει την παθητική στάση των Αθηνών να μην προβάλλει τις δικές της αξιώσεις. Παράλληλα, η παραπάνω πολιτική νομιμοποιείται, θεωρητικά και επιστημονικά, από συγκεκριμένες θεωρήσεις για το εθνικό συμφέρον το οποίο διαχωρίζεται από τη στενά εθνοκεντρική του διάσταση και εντάσσεται στο ευρωενωσιακό εγχείρημα. Η δε έμφαση στις οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις, ως μέσο υπέρβασης «στερεοτύπων και παρεξηγήσεων», και η ανάδειξη της κανονιστικής ισχύος του διεθνούς δικαίου σε κεντρική αρχή ολοκληρώνουν την εικόνα.
Ο επιτελικός σχεδιασμός, που προαπαιτείται για τη συνολική ανασύνταξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, απλά υπερβαίνει κατά πολύ το υπάρχον πολιτικό προσωπικό. Προσωπικό εθισμένο σε συνεχή αναζήτηση εξωτερικών ερεισμάτων ως υποκατάστατο αυτοδύναμης ισχύος, ο ορίζοντας του οποίου καθορίζεται από τον εκλογικό κύκλο, πολλές φορές ούτε τρία-τέσσερα χρόνια στην καλύτερη περίπτωση και αναλώνεται σε εξυπηρετήσεις ημετέρων.
Ποια η συνεισφορά λοιπόν της κυβέρνησης Σαμαρά στην αμυντική θωράκιση της χώρας; Μία ενίσχυση, η οποία θα θωράκιζε τη χώρα σε κάθε διμερή συνεννόηση με την Τουρκία; Η δε πιθανή χρήση του επιχειρήματος ότι τότε δεν υπήρχε προκλητική στάση της Άγκυρας και, συνεπώς, δεν δικαιολογούντο εξοπλιστικά προγράμματα απλά αγνοεί τη διαχρονική στοχοθεσία της γείτονος.
Ο διακρατικός διάλογος δεν είναι διαγωνισμός ρητορικής, όπου το καλύτερο επιχείρημα κερδίζει. Δεν είναι διαδικασία, όπου ξορκίζεται η στρατιωτική ισχύς. Αντίθετα, η τελευταία διαμορφώνει όχι μόνο το πλαίσιο, αλλά και το αποτέλεσμα του διαλόγου.
Την τελευταία αυτή διαπίστωση πραγματιστές πολιτικοί, όπως ο κ. Σαμαράς που αντιλαμβάνονται τα θεμελιώδη της διεθνούς πολιτικής, την καταλαβαίνουν καλύτερα από τον καθένα.
[1] Η συνέντευξη εδώ, https://www.kathimerini.gr/politics/561239353/o-antonis-samaras-stin-k-monon-me-apotropi-antimetopizeis-tin-toyrkia/.
[2] Άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διαθέσιμο εδώ, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A12016M042.
[3] Σε κανέναν από τους προϋπολογισμούς των ετών 2013, 2014 και 2015 οι δαπάνες για αγορά οπλικών συστημάτων δεν ξεπέρασε τα 565 εκ ευρώ, ενώ το 2014 το ποσό καθορίστηκε στα 345 εκ ευρώ! Βλέπε σχετικά, https://www.viadiplomacy.gr/sto-chamilotero-epipedo-15etias-amintikes-dapanes-molis-3030-dis-evro-dapanes-gia-tin-amina-tis-elladas/.
[4] Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, αρ. 2 παρ.1,3, αρ. 33 παρ.1.
[5] Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, αρ. 74, 83. Η συνθήκη εδώ, https://www.un.org/depts/los/convention_agreements/texts/unclos/unclos_e.pdf.